Σημειώσεις εκπαιδευτικής αντιμεταρρύθμισης.

Της Μαργαρίτας Γερούκη*


geroukiΗ Παιδεία είναι παραδοσιακά το βασικότερο αγαθό στη συνείδηση των Ελλήνων πολιτών. Για τους Έλληνες, η εκπαίδευση είναι το μέσο που θα εξασφαλίσει επαγγελματική επιτυχία, οικονομική αποκατάσταση και γενικότερα το μέλλον των παιδιών τους, όπως συχνά αναφέρεται.

Είναι τόσο σημαντική η επένδυση στην εκπαίδευση, που οι ελληνικές οικογένειες ξοδεύουν περισσότερα από ένα εκατομμύριο ευρώ την ημέρα, ακόμη και σε εποχές κρίσης όπως αυτή που περνάμε τώρα, σε φροντιστηριακά και άλλα υποστηρικτικά μαθήματα. Δηλαδή, περίπου 400.000.000€ κάθε χρόνο κατευθύνονται, παρά την κακή οικονομική κατάσταση όλων και τα Μνημόνια, στη νόμιμη “παραπαιδεία”.
Η ιδιαίτερη σημασία που αποδίδεται λοιπόν στην εκπαίδευση από τους πολίτες της χώρας, την καθιστά πεδίο παραδοσιακά ευάλωτο σε κάθε είδους πολιτικές και μικροπολιτικές αλλαγές. Μία τέτοια βλέπουμε να εξελίσσεται αυτή τη στιγμή, καθώς είναι ήδη Νόμος του Κράτους, το πρόσφατο νομοσχέδιο της κυβέρνησης με τίτλο: «Επείγοντα μέτρα για την πρωτοβάθμια, δευτεροβάθμια και τριτοβάθμια εκπαίδευση».

Το νομοσχέδιο αυτό, που καταρτίστηκε κυριολεκτικά στο πόδι και κατατέθηκε και ψηφίστηκε με συνοπτικές διαδικασίες, χωρίς ουσιαστικό διάλογο, φαντάζει σαν το κρεββάτι του Προκρούστη όπου εντέλει ξεχειλώνει ή ακρωτηριάζεται, στο όνομα μιας ακόμη εκπαιδευτικής μεταρρύθμισης, η ίδια η Παιδεία.
Γιατί πώς αλλιώς παρά ακρωτηριασμός θα μπορούσε να χαρακτηριστεί για παράδειγμα, ο τρόπος μοριοδότησης προσόντων επιστημονικής και παιδαγωγικής κατάρτισης υποψηφίων για διευθυντικές θέσεις; Διαβάζουμε στο νομοσχέδιο, ότι το διδακτορικό δίπλωμα (4 μόρια) και το μεταπτυχιακό δίπλωμα (2,5 μόρια) μαζί, δίνουν στον υποψήφιο το ανώτατο όριο των τεσσάρων μονάδων, ενώ δεν μοριοδοτείται ο δεύτερος μεταπτυχιακός ή διδακτορικός τίτλος.

Η πιστοποίηση της δεύτερης ξένης γλώσσας μοριοδοτείται κατά το ήμισυ της μοριοδότησης της πρώτης, ενώ δεν μοριοδοτείται η γνώση περισσοτέρων ξένων γλωσσών. Η διδακτική εμπειρία (δηλαδή τα χρόνια εργασίας στην τάξη) ενός εκπαιδευτικού, ανεξάρτητα με τον αν αυτός είναι καλός ή κακός, προσφέρει τα ίδια μόρια με την εκπόνηση διδακτορικής διατριβής, με χρήση εκπαιδευτικής άδειας.

Ενώ, μεταξύ άλλων, δεν υπάρχει πρόβλεψη για μοριοδότηση του συγγραφικού έργου, ή του διδακτικού έργου σε προγράμματα φορέων τριτοβάθμιας εκπαίδευσης ή άλλων δημόσιων φορέων παροχής προγραμμάτων δια βίου μάθησης (πχ ΑΣΠΑΙΤΕ, ΕΚΔΔΑ, κ.α.).
Αν το νομοσχέδιο αποτυπώνει το όραμα του υπουργείου παιδείας για τους εκπαιδευτικούς και τα στελέχη της εκπαίδευσης, τότε μάλλον η κυβέρνηση αυτή δε χρειάζεται ανθρώπους με φιλοδοξίες, με διάθεση να εμβαθύνουν και να επεκτείνουν την επιστήμη τους, ανθρώπους που προτάσσουν την αγάπη για έρευνα και μάθηση απέναντι στις προσωπικές, και οικογενειακές πολλές φορές, ανάγκες.

Όπως και με τις αλλαγές στα πρότυπα-πειραματικά σχολεία, έτσι και εδώ ο Νόμος δίνει το μήνυμα της ήσσονος προσπάθειας και επιβραβεύει περισσότερο την τύχη παρά τη σκληρή δουλειά.
Το ΠΟΤΑΜΙ θέλει και μπορεί να συμβάλλει σε ένα ουσιαστικό διάλογο για την Παιδεία. Ένα διάλογο πέρα και πάνω από κόμματα, χτισμένο όχι σε μικροκομματικά, συνδικαλιστικά συμφέροντα, αλλά στην ανάγκη να διαμορφώσουμε αξιοκρατικές συνθήκες και προϋποθέσεις, με όρους διαφάνειας και λογοδοσίας.

Με τελικό στόχο τη διεύρυνση της ευρωπαϊκής προοπτικής της χώρας μας κι όχι την περιθωριοποίηση και απομόνωσή της.

Για πόσο ακόμη θα αγνοείται η παρότρυνση του μεγάλου μας παιδαγωγού Αλ. Δελμούζου[1] «να πάψει το εκπαιδευτικό πρόβλημα να γίνεται ποδόσφαιρο ανάμεσα στα κόμματα και τις κενοδοξίες ανίδεων ανθρώπων που τυχαίνει να διευθύνουν το υπουργείο της παιδείας. Ανίερο δηλαδή παιχνίδι με την πιο ιερή υπόθεση του έθνους, που στη ράχη της δοκιμάζεται ένα αδιάκοπο ράβε ξήλωνε»
[1] Αλ. Δελμούζος, ΠΑΙΔΕΙΑ ΚΑΙ ΚΟΜΜΑ, (Αθήναι: εκδ. Αλικιώτη), (1947), σ. 28.

*Η δρ Μαργαρίτα Γερούκη, είναι σχολικός σύμβουλος Δημοτικής εκπαίδευσης και μέλος του Τομέα Πολιτικής Προσχολικής Αγωγής Α’ βάθμιας και Β’ βάθμιας Εκπαίδευσης, του Ποταμιού.