Ένα Βιβλίο σε συνέχειες! (13 ) <Ποιός σκότωσε τον Πρωθυπουργό;>

 

[Συνέχεια από το προηγούμενο]

13. Τα διλήμματα

Κατέβαινε τη λεωφόρο Μεσογείων όταν χτύπησε ο τηλέφωνό του. Είδε στην οθόνη ότι ήταν ο Μιχαηλίδης.

«Αντώνη, πού σε βρίσκω;»

«Θα περάσω λίγο από το σπίτι, αλλά θα είμαι εκεί στις εφτά, όπως είπαμε.»

«Καλά που σε πρόλαβα. Πρέπει να το αναβάλουμε για αύριο. Έχω όμως νέα.»

«Για ποιο πράγμα;»

«Για την Αλεξίου. Σου είπα ότι θα ψάξω γι’ αυτήν.»

«Λοιπόν;»

«Είναι πράγματι δικηγόρος, αλλά δεν ζει στην Ελλάδα. Είναι μονίμως εγκατεστημένη στη Γερμανία.»

Ο Θεόφιλου τινάχτηκε. Αυτό έδενε με την ιστορία που του είπε ο Καράς λίγο νωρίτερα.

«Στη Γερμανία είπες;»

«Ναι. Εκεί έχει την έδρα της η εταιρία της. Το θέμα όμως είναι άλλο. Με ποια νομίζεις ότι έκανε διακοπές στην Πάτμο πέρυσι;»

«Μην μου πεις με την Άννα»

«Ακριβώς. Πώς το σκέφθηκες;»

Δεν ήταν ώρα να του πει όσα του αποκάλυψε ο Καράς.

«Μάλλον στην τύχη το είπα. Είσαι σίγουρος;»

«Απολύτως.»

«Παύλο…» πήγε να πει ο Θεοφίλου αλλά δεν συνέχισε.

«Σ’ ακούω.»

«Τίποτε, τίποτε. Θα τα πούμε αύριο από κοντά.»

«Καλύτερα. Ως τότε μπορεί να έχω περισσότερα.»

Έκλεισε το τηλέφωνο και έπιασε πάλι το κουβάρι με τις σκέψεις του. Η πληροφορία για την Αλεξίου ήταν μία ακόμη επιβεβαίωση για τις υποψίες του. Και του άνοιγε ένα ακόμη παράθυρο. Η Άννα έπεισε τον Κωνσταντίνου να στήσουν παγίδα στον Καρά, και για είναι σίγουρη έβαλε τον ίδιο τον Καρά να στραφεί εναντίον του εαυτού του, λέγοντάς του ότι επιθυμία του προέδρου ήταν να ανοίξει κουβέντα στον Γρηγοριάδη για τους Γάλλους. Η ίδια δεν ξέρει τι σκαρώνει ο Καράς με τον Νικολούδη εναντίον του Γρηγοριάδη. Ίσως δεν ξέρει ούτε το ρόλο που έπαιξε ο Ευαγγελινός. Αλλά μάλλον ξέρει ότι δεν υπάρχουν πετρέλαια και ότι ο Κωνσταντίνου υποψιάζεται τον Καρά για το Χρηματιστήριο. Μπορεί και η παγίδα κατά του Καρά με τη χρησιμοποίηση του Λαζάρου να ήταν εξ αρχής δική της ιδέα που την επέβαλε στον Κωνσταντίνου.

Ο Καράς πέφτει στην παγίδα, αλλά αντιδρά όταν διαπιστώνει ότι η Άννα τον παγίδευσε. Κανείς δεν μπορεί να ξέρει τι έγινε μεταξύ τους. Μπορεί ο Καράς να μίλησε στον Κωνσταντίνου κι αυτός να της ζήτησε να σταματήσει αυτό το παιχνίδι. Μπορεί να υπήρχε κάτι άλλο που τους έφερε, πατέρα και κόρη, αντιμέτωπους. Η Άννα έχει ήδη εκτεθεί και αποφασίζει να λυτρωθεί από το μυστικό που τη βαραίνει.

Σ’ αυτό μπορεί να έπαιξε άθελά του ρόλο και ο Καράς συνεργαζόμενος με τον Νικολούδη κατά του Γρηγοριάδη, χωρίς να ξέρει ότι την ίδια στιγμή η Μακράκη οργανώνει καλύτερα την παγίδα της εναντίον του. Μια παγίδα που πλήρωσε τελικά ο Κωνσταντίνου με τη ζωή του, αλλά κατά κάποιο τρόπο την πληρώνει και ο Καράς που ξεκίνησε μια λάθος συνωμοσία, με λάθος σύμμαχο και με λάθος στόχο.

Ο κίνδυνος γι’ αυτόν δεν ήταν ο Γρηγοριάδης, ήταν η Άννα.

Μόνο που δεν μπορούσε να φαντασθεί ότι αυτός ο κίνδυνος θα εκδηλωνόταν τόσο δραματικά. Ίσως γι’ αυτό συνέχισε να τραβάει το χαλί κάτω από τα πόδια του Γρηγοριάδη και μετά τη δολοφονία.

Στο σημείο αυτό ο Θεοδωρίδης είχε ένα κενό για τα ακριβή κίνητρα της Άννας, αλλά πίστευε ότι αργότερα θα ξεκαθάριζαν τα πράγματα. Αυτό που είχε καθαρό ήταν ότι σκότωσε τον πατέρα της και έστειλε την Αλεξίου να επιβεβαιώσει στον Καρά και τον Νικολουδη την ιστορία με τα πετρέλαια για να τους στρέψει εναντίον του Γρηγοριάδη. Έτσι η Μακράκη εκδικείται τον Καρά. Ίσως να ήθελε να εκδικηθεί και τον πατέρα της.

Το σχέδιο ήταν σατανικό και δεν υπήρχε περίπτωση να μην πετύχει. Αυτό που δεν μπορούσε να σκεφτεί ήταν πώς βρήκε τον εκτελεστή. Αυτό θα το ανακαλύψει η αστυνομία.

Τώρα που ο Θεοδωρίδης το ξανασκεφτόταν, έβρισκε ότι η Μακράκη μπορεί να μην αποκαλυπτόταν ποτέ, αν ο Καράς με τον Νικολούδη δεν είχαν την ιδέα να συνεργασθούν για να κόψουν το δρόμο του Γρηγοριάδη. Και αν από αυτή τη συνεργασία δεν προέκυπτε η ιδέα τους για τους γάλλους, την οποία εκμεταλλεύθηκε ο Κωνσταντίνου, μάλλον με επιμονή της κόρης του.

Χαμογέλασε με ειρωνεία όταν σκέφθηκε ότι όσοι μπλέχθηκαν σ’ αυτή την ιστορία και άρχισαν να υπονομεύει ο ένας τον άλλον, δεν καταλάβαιναν ότι στο τέλος υπονόμευαν τον εαυτό τους. Ο Καράς, ο Νικολούδης, η Άννα, ο ίδιος ο Κωνσταντίνου.

Όταν έφθασε στο σπίτι κοίταξε το ρολόι του και σκέφθηκε το ραντεβού με τον Παυλάκη. Αποφάσισε να το αναβάλει και του τηλεφώνησε. Άκουσε την γκρίνια του, αλλά βρήκε κάποια δικαιολογία και τον έπεισε. Του υποσχέθηκε να του τηλεφωνήσει όταν θα είναι έτοιμος, αφήνοντας να εννοηθεί ότι θα είχε περισσότερα να του πει.

Έβαλε ένα ποτό και σκέφθηκε ότι τις τελευταίες ώρες δεν βρήκε ούτε καν το χρόνο να τηλεφωνήσει στο νοσοκομείο. Μίλησε με τον υπουργό Υγείας και κατάλαβε ότι ήταν θέμα χρόνου να καταλήξει ο Κωνσταντίνου.

Περιέργως, αυτό που αισθανόταν δεν ήταν λύπη. Ήταν περισσότερο θυμός.

Τόσα χρόνια δίπλα του, πίστευε ότι τον ήξερε καλά. Τώρα ανακάλυπτε ότι δεν ήξερε τίποτε. Ο Κωνσταντίνου έφευγε από τη ζωή με το μόνο τρόπο που δεν θα μπορούσε ποτέ να φανταστεί ο Θεοδωρίδης. Και του άφηνε πίσω ένα πολύ βαρύ φορτίο. Μεγαλύτερο από εκείνο που πίστευε ότι θα του άφηνε, όταν θα έρχονταν η ώρα της διαδοχής του στο κόμμα.

Άνοιξε την τηλεόραση. Τα κανάλια είχαν συζητήσεις με πολιτικούς από όλα τα κόμματα, που προσπαθούσαν να αναλύσουν την κατάσταση, αλλά ήταν φανερό ότι κανείς δεν είχε καθαρή εικόνα. Ούτε για τη δολοφονία, ούτε για τις διεργασίες της διαδοχής του Κωνσταντίνου, για την οποία έλεγαν τα πιο απίθανα πράγματα. Δεν ήξερε κανείς τι συνέβη την Παρασκευή στο Μαξίμου. Και ούτε μπορούσαν να φανταστούν ότι οι βασικότεροι παίκτες στο παιχνίδι της διαδοχής είχαν μπει σε ένα λαβύρινθο από τον οποίο ούτε και οι ίδιοι ήξεραν πώς θα βγουν.

Όπως ήταν τα πράγματα κανείς δεν μπορούσε να προβλέψει τι θα επακολουθούσε. Ή τουλάχιστον κανείς δεν μπορούσε να το πει δημόσια. Κάποια στιγμή πέρασε από το μυαλό του μια τρελή σκέψη: να ορμήσει σε ένα οποιοδήποτε πάνελ από αυτά που έβλεπε αυτή τη στιγμή και να φωνάξει σε όλους όσα ήξερε.

Τον έβγαλε από τις σκέψεις του ο Γιάννης –από την ομάδα του– που τον κάλεσε για να του ζητήσει μια συνάντηση. Είχε δει πολύ κόσμο και είχε να του μεταφέρει πολλά. Οι συζητήσεις στο κόμμα για τον νέο Πρωθυπουργό είχαν ανάψει για τα καλά, μόνο που δεν υπήρχαν ακόμη επίσημοι υποψήφιοι αφού όλοι περίμεναν να δουν τι θα γίνει στο Γενικό Κρατικό.

Αυτό πίστευε ο Γιάννης, αυτό μάλλον θα πίστευαν όλοι.

Τον ευχαρίστησε και του υποσχέθηκε ότι θα μιλήσουν το πρωί. Είχε ένα αίσθημα ενοχής απέναντι στον Γιάννη και στους άλλους. Νόμιζαν ακόμη ότι είναι μια σφιχτή πολιτική ομάδα που θα κρίνει τις τύχες του κόμματος, εκλέγοντας στη θέση του Κωνσταντίνου κάποιον άλλον, ίσως τον Καρά. Πού να ήξεραν…

Άκουσε την πόρτα να ανοίγει και μπήκε η Αντιγόνη κρατώντας μια μεγάλη σακούλα με φαγητό. Κάθησαν στο τραπέζι της κουζίνας. Είχε και αυτή πληροφορίες από διάφορες παρασκηνιακές διεργασίες. Την άκουγε προσεκτικά και κατάλαβε ότι η ίδια είχε μείνει ακόμη σε όσα είχαν συμπεράνει μαζί για τον Καρά και τον Νικολούδη.

Δεν της είπε τίποτε, ούτε για τον Ευαγγελινό και τον Γρηγοριάδη ούτε για την Άννα. Δεν υπήρχε λόγος. Η Αντιγόνη μπορεί να έπεσε έξω στα συμπέρασμά της, αλλά οι βασικοί συλλογισμοί της που τον οδήγησαν μέχρι εδώ ήταν σωστοί. Χωρίς την επιμονή της να αποσυνδέει τη δολοφονία από τα υπόλοιπα παρασκήνια μπορεί να μην έφτανε ποτέ ούτε ο ίδιος στην αλήθεια.

Έκανε ορισμένα τηλέφωνα και λίγο μετά τα μεσάνυχτα έπεσαν να κοιμηθούν.

Εκείνο το βράδυ της Κυριακής ο Θεοδωρίδης είχε στον ύπνο του πολλούς εφιάλτες. Όταν ξύπνησε το πρωί συνειδητοποίησε ότι ο μεγαλύτερος εφιάλτης ήταν αυτός που ζούσε εδώ και τρεις μέρες.
Έφτιαξε μόνος του έναν καφέ και έπιασε πάλι το κουβάρι με τις σκέψεις του.
Το μυαλό του ήταν τώρα πιο καθαρό. Αστραπιαία πέρασαν από μπροστά του όλα όσα ήξερε πλέον. Προσπάθησε να φανταστεί τι θα επακολουθούσε όταν όλα αυτά θα γίνονταν γνωστά. Εκείνη τη στιγμή τον έπιασε σύγκρυο.

Ποια ακριβώς θα γίνονταν γνωστά; Όλα;

Η Άννα ήταν ένοχη και έπρεπε να αποκαλυφθεί και να πληρώσει τις συνέπειες. Τα υπόλοιπα όμως; Μέσα σε λίγα εικοσιτετράωρα ανακάλυψε πράγματα που δεν μπορούσε να φαντασθεί. Έπρεπε να μιλήσει; Ήταν σκόπιμο να πει όλα όσα ήξερε πλέον; Και αν τα έλεγε, ποιος θα ήταν ο κερδισμένος;

Συνειδητοποίησε ότι όλοι θα έβγαιναν χαμένοι αν γινόταν γνωστή αυτή η υπόθεση. Όλοι. Ο Κωνσταντίνου και η υστεροφημία του, η οικογένειά του, τα βασικότερα στελέχη του κόμματος, τα ίδιο το κόμμα, η ίδια η κυβέρνηση, μπορεί και η χώρα.

Έπιασε τον εαυτό του να σκέφτεται όπως παλιά. Ότι οι τύχες του κόμματος εξαρτώνταν από τον ίδιο. Αν αυτό ίσχυε μια φορά παλιότερα τώρα ίσχυε δέκα. Όχι, δεν ήταν δυνατόν να δει το φως της δημοσιότητας αυτή η ιστορία. Έπρεπε να τη σταματήσει.

Τον φόβιζαν οι σκέψεις του. Είχε μεγάλη ευθύνη να μιλήσει και να πει όσα ξέρει. Ή μήπως έπρεπε να μην πει τίποτε;. Δεν ήξερε ποια από τις δύο ευθύνες μπορούσε να σηκώσει.Τώρα μόνο το ένστικτό του τον οδηγούσε. Έπρεπε να σταματήσει την καταστροφή που επερχόταν. Τώρα!

Κάθε λεπτό που αργούσε ήταν σε βάρος όλων. Από στιγμή σε στιγμή όλα θα κατέρρεαν. Έπρεπε να προλάβει.

Χωρίς να σκεφτεί τίποτε άλλο ο Αντώνης Θεοδωρίδης πήρε τις αποφάσεις του. Ένιωθε να επιστρέφει μέσα του η αυτοπεποίθηση.
Όταν έφτασε στο γραφείο του Μιχαηλίδη τον βρήκε να μιλάει στο τηλέφωνο και από ό,τι άκουγε τον ενημέρωναν για την πορεία των ανακρίσεων. Κατάλαβε ότι δεν είχε ζητήσει να αρχίσουν οι έρευνες για τη Μακράκη και αυτό εξυπηρετούσε τα σχέδιά του.

Ήλθε αποφασισμένος να πείσει τον υπουργό Δημόσιας Τάξης ότι ο φάκελος Μακράκη έπρεπε να κλείσει πριν καν ανοίξει. Θα του έλεγε όσα έμαθε από τον Καρά και ήλπιζε να τον πείσει ότι δεν θα κέρδιζε κανείς τίποτε αν γινόταν γνωστό ότι ο Πρωθυπουργός είχε μια κόρη και αυτή τον σκότωσε.

Μια τέτοια αποκάλυψη θα έφερνε πολιτική δίνη. Τα κόμμα θα οδηγούνταν σε διάλυση και η αντιπολίτευση θα ερχόταν στα πράγματα για πολλά χρόνια. Αυτό ήταν το λιγότερο. Οι συνέπειες για τη χώρα θα ήταν καταστροφικές. Όλοι θα ερευνούσαν για πολλά χρόνια αυτή την υπόθεση και κανείς δεν θα μπορούσε να προβλέψει τι θα ερχόταν στο φως. Ο Θεοδωρίδης ήταν σίγουρος. Δεν έπρεπε να μάθει ποτέ κανείς τίποτε.

Τη Μακράκη την υποψιαζόταν μόνο ο ίδιος και ο Μιχαηλίδης και μάλλον κανείς άλλος δεν θα έφτανε σ’ αυτή. Ο Καράς ήξερε τη σχέση της με τον Κωνσταντίνου, αλλά δεν έδειξε να του περνάει από το μυαλό ότι μπορεί να οργάνωσε η ίδια τη δολοφονία. Και από την ώρα που ο Κωνσταντίνου δεν θα ήταν στη ζωή, δεν είχε λόγο να αποκαλύψει το μυστικό του.

Όλα θα σταματούσαν εδώ. Το κόμμα θα έβγαζε νέο Πρωθυπουργό και θα πήγαινε στις εκλογές ενωμένο. Έστω και αν τις έχανε, η πολιτική ζωή θα συνεχιζόταν απρόσκοπτα. Ήταν σίγουρος ότι έτσι έπρεπε να γίνει.

Το θέμα ήταν να το δεχθεί και ο Μιχαηλίδης. Και δεν ήξερε από πού να αρχίσει. Ο υπουργός κατέβασε το ακουστικό και τον ρώτησε αν θέλει καφέ. Τον δέχθηκε και κάθησαν στο σαλόνι του γραφείου του.

«Αντώνη, σε περίμενα, γιατί έχουμε να πούμε πολλά. Δεν έκανα την παραμικρή κίνηση ακόμη, πρέπει να δούμε πώς θα μας κοστίσει λιγότερο αυτή η ιστορία.»

Ο Θεοδωρίδης ένιωσε έναν κόμπο μέσα του.

Ο Μιχαηλίδης ήταν έντιμος πολιτικός και είχε μια επίμονη αίσθηση του χρέους. Πώς θα του ζητούσε να κλείσει τα μάτια και να αφήσει να κυκλοφορεί ελεύθερη μια γυναίκα που σκότωσε τον πατέρα της και τον πρωθυπουργό; Έπρεπε όμως να το κάνει. Προσπάθησε να πάει αλλού τη συζήτηση.

«Σε άκουσα προηγουμένως να λες το όνομα του Αναγνωστου. Τι συμβαίνει;»
«Τίποτε σπουδαίο. Ο άνθρωπος ήλθε, όπως του ζητήσαμε, από το Παρίσι και έδωσε καταθέσεις. Δεν έχει ιδέα, ούτε ξέρει πώς μπλέχτηκε το όνομά του.»

«Τον πιστεύεις;»

«Νομίζω ναι. Άλλωστε και εσύ ο ίδιος είπες ότι η Άννα ανέφερε το όνομά του για να γίνει πιστευτή η ιστορία της. Ο άνθρωπος είναι αμέτοχος. Είπα να τον παρακαλέσουν να μείνει λίγο ακόμη στην Ελλάδα, αλλά είναι άσκοπο. Πρέπει να τον αποδεσμεύσουμε.»

«Τίποτε νεώτερο για το δράστη;»

«Τίποτε. Το Θεοδώρου ήταν ψεύτικο, όπως καταλαβαίνεις, Ερευνήσαμε δυο-τρεις περιπτώσεις με βάση τις περιγραφές, αλλά δεν βρέθηκε τίποτε. Έχουμε στείλει και ένα σκίτσο στην Ιντερπόλ για την περίπτωση που είναι επαγγελματίας, από αυτούς που κάνουν τέτοιες δουλειές διεθνώς. Δεν μας έχουν απαντήσει ακόμη. Ελπίζω όμως ότι θα τα μάθουμε όλα από την Μακράκη.»

«Τι εννοείς;»

«Τι να εννοώ; Μέχρι το μεσημέρι θα ζητήσω να τη συλλάβουν. Θα γίνει σεισμός, αλλά τι άλλο μπορώ να κάνω; Θα την ανακρίνουμε και ελπίζω να συνεργαστεί. Τα υπόλοιπα είναι δουλειά των εισαγγελέων και των δικαστών. Το θέμα είναι πώς θα χειριστούμε πολιτικά το θόρυβο που θα ξεσπάσει. Έτσι κι αλλιώς, κάποιο κόστος δεν θα το αποφύγουμε.»

«Αυτό το βλέπω.»

«Το θέμα, Αντώνη, είναι αν θα ομολογήσει η Μακράκη και πώς θα δικαιολογήσει την πράξη της. Πρέπει να πεισθεί να πει την αλήθεια.»

«Δεν το βλέπω, Παύλο.»

«Τι εννοείς;»

Ο Θεοδωρίδης κόμπιασε. Αν ήταν να πει κάτι έπρεπε να το πει τώρα. Δεν του ’βγαινε όμως. Άλλαξε πάλι θέμα.

«Με τα δικά μας τι βλέπεις, Παύλο;»

«Τι να βλέπω. Μ’ αυτά που θα αποκαλυφθούν θα πέσει επάνω μας το ταβάνι κι οποίος αντέξει. Να δούμε τι θα γίνει και στο νοσοκομείο.»

«Μίλησα με τον Μάνο. Είναι θέμα ωρών.»

«Το ξέρω. Πετάχτηκα χθες το βράδυ από εκεί. Κρατιέται ακόμη με τα μηχανήματα. Δεν δίνει κανένας ελπίδες. Πρέπει να το πάρουμε απόφαση ότι τον χάσαμε. Δεν περίμενα όμως ότι η γραμματέας του…»

Ο Θεοδωρίδης διέκρινε ένα λυγμό στη φωνή του. Αυτό τον έφερνε σε ακόμη πιο δύσκολη θέση.

«Με τους ενδιαφερόμενους τι βλέπεις;»

«Να σου πω κάτι; Ούτε με ενδιαφέρει καθόλου. Ας κάνουν ό,τι θέλουν. Αν τά ’χουν βρει ο Καράς με τον Νικολούδη ας προχωρήσουν.»

«Δεν τά ’χουν βρει λεει τώρα ο Καράς.»

«Αδιαφορώ. Ας βγει ο Αποστόλου. Τελικά μπορεί να μην είναι κακή εξέλιξη. Δεν ξέρω τι θα κάνει και ο Γρηγοριάδης.»

«Δεν ενδιαφέρεται σ’ αυτή τη φάση. Και νομίζω ότι λέει αλήθεια. Τη Βούλγαρη πρέπει να δω»

«Μίλησα εγώ μαζί της. Δεν λεει τίποτε. Μαθαίνω όμως ότι μιλάει ήδη με βουλευτές. Θα έλεγα ότι όπως έχουν τα πράγματα δύσκολα θα τα κατάφερνε αν ήταν υποψήφια. Είναι όμως πολύ φιλόδοξη για να αφήσει τέτοια ευκαιρία. Άσε που νομίζω ότι την πιέζουν οι χρηματοδότες της.»

«Βλέπεις να έχει τύχη;»

«Καμία, όπως θα εξελιχθούν τα πράγματα. Γι’ αυτό σου λέω, η λύση είναι ο Γρηγοριάδης.»

Ο Θεοφίλου σκέφθηκε ότι πράγματι ο ανερχόμενος υπουργός Βιομηχανίας θα μπορούσε να τα καταφέρει, αποφάσιζε να ρισκάρει τώρα. Του έκανε εντύπωση όμως που τον σκέφθηκε ο Μιχαηλίδης.

«Γιατί πας σ’ αυτόν; Αποκλείεις τελείως τον Νικολούδη;»

«Άσε με, ρε Αντώνη, μ’ αυτόν. Ύστερα από όσα μου είπες δεν θέλω ούτε να τον βλέπω. Καλύτερα να δούμε Πρωθυπουργό τον Αποστόλου, να ξέρουμε τουλάχιστον με ποιον έχουμε να κάνουμε.»

«Μόνο αυτό είναι;»

«Όχι. Ήλθε χθες και με βρήκε. Γι’ αυτό ανέβαλα τη συνάντησή μας. Μου είπε ότι το σκέφτεται, αλλά δεν έχει αποφασίσει ακόμη. Πιστεύει ότι ακόμη και η σκιά του Κωνσταντίνου μπορεί να τον βοηθήσει. Να σου πω κάτι; Κι εγώ το πιστεύω. Αλλά σημασία δεν έχει τι λέω εγώ.»

«Αλλά;»

«Τι λες εσύ, Αντώνη. Όλοι περιμένουν να εκδηλωθείς εσύ. Βγες λοιπόν και πες ότι θα πάμε με τον Καρά να τελειώνουμε.»

Ο Θεοδωρίδης διέκρινε ότι η συζήτηση έπαιρνε άσχημη τροπή. Ο Μιχαηλίδης κάτι προσπαθούσε να του πει.

Δεν είχε έλθει όμως για να ψάξουν για υποψήφιο πρωθυπουργό. Το άλλο τον έκαιγε. Και έπρεπε να πάρει το ρίσκο.

«Δεν νομίζεις, ρε Παύλο, ότι πριν πάμε σ’ αυτά πρέπει να δούμε τι θα κάνουμε με τη βόμβα που έχουμε κάτω από τα πόδια μας;»

«Αυτό θέλω να σου πω. Γιατί νομίζεις ότι δεν είπα ακόμη να συλλάβουν τη Μακράκη; Νομίζω ότι πρώτα πρέπει να βγάλουμε πρωθυπουργό και μετά να ρίξουμε αυτή τη βόμβα που λες.»

«Δηλαδή;»

«Είναι απλό. Αν πιάσω αμέσως τη Μακράκη δεν είμαι σίγουρος ότι θα μπορέσουμε ποτέ να βρούμε διάδοχο του Κωνσταντίνου. Θα καταρρεύσουμε. Σκέφτομαι λοιπόν μήπως είναι καλύτερα να επιταχύνουμε τις διαδικασίες, να βγάλουμε πρωθυπουργό και μετά να γίνει ό,τι πρέπει να γίνει με τη Μακράκη. Να υπάρχει τουλάχιστον κυβέρνηση και Πρωθυπουργός.»

«Δεν έχεις άδικο. Αλλά ο Κωνσταντίνου τυπικά ζει ακόμη και είναι πρωθυπουργός.»

«Εκεί κολλάω.»

Ο Θεοδωρίδης αισθάνθηκε ότι ήλθε η στιγμή να κάνει τα μεγάλη κίνηση. Σηκώθηκε όρθιος και άρχισε να βηματίζει με τον καφέ στα χέρια.

«Δυστυχώς δεν κολλάμε μόνο εκεί, Παύλο. Μακάρι να ήταν μόνο αυτό.»

Ο άλλος έδειξε ενδιαφέρον.

«Δηλαδή;»

« Δηλαδή είμαστε στο χείλος του γκρεμού και η μόνη κίνηση που έχουμε είναι να δώσουμε μία και να πέσουμε στο κενό.»

«Δεν σε καταλαβαίνω.»

«Κι εγώ δεν καταλάβαινα μέχρι τη στιγμή που συζήτησα με τον Καρά.»

«Πάλι ο Καράς; Μα τι θέλει επιτέλους;»

«Νομίζω ότι δεν ξέρει ούτε ο ίδιος τι θέλει. Ή τουλάχιστον δεν θα ξέρει όταν μάθει για τη Μακράκη.»

«Δεν πιστεύω να του είπες τίποτε;»

«Εγώ όχι. Μου είπε όμως αυτός.»

Ο Μιχαηλίδης έδειχνε μπερδεμένος και ο Θεοδωρίδης έβαλε τέλος στην απορία του.

Του μετέφερε ολόκληρη τη συζήτηση με τον Καρά. Έμεινε αποσβολωμένος.

«Αντώνη, δεν μπορώ να πιστέψω ότι αυτά είναι αλήθεια. Κόρη του η Άννα; Αλίμονό μας!»

Η τελευταία λέξη ανακούφισε το Θεοδωρίδης. Μια τέτοια λέξη περίμενε να ακούσει για να βρει το κουράγιο να συνεχίσει.

«Αυτό λέω κι εγώ. Αλίμονό μας. Και ξέρεις κάτι, Παύλο; Ούτε στην Αντιγόνη δεν το είπα. Μόνο εγώ κι εσύ το ξέρουμε.»

«Ο Καράς;»

«Ο Καράς ξέρει τη σχέση του Κωνσταντίνου με την Άννα, αλλά δεν υποψιάζεται τα υπόλοιπα για τη συμμετοχή της στο έγκλημα. Είναι άλλωστε τόσο μπλεγμένος με τα προσωπικά του που δεν θα πάει ποτέ το μυαλό του εκεί.»

«Και τι γίνεται τώρα, ρε Αντώνη;»

Η συζήτηση πήγαινε εκεί που ήθελε ο Θεοδωρίδης. Ήταν η ώρα να κάνει το κρίσιμο βήμα.

«Εξαρτάται από εμάς τους δύο. Ή σώζουμε την παρτίδα ή τα τινάζουμε όλα στον αέρα και πάμε στα σπίτια μας.»

«Δεν σε κατάλαβα.»

«Είναι απλό, Παύλο. Έχουμε δύο δρόμους. Ο ένας είναι να πιάσεις μόλις φύγω από εδώ τη Μακράκη και να ακολουθήσει η συνέχεια που φαντάζεσαι. Ακόμη και αν, όπως είπες πριν, περιμένεις να βγάλουμε πρώτα Πρωθυπουργό, δεν αλλάζει τίποτε. Η βόμβα θα σκάσει στα χέρια του νέου Πρωθυπουργού. Είναι σαν να τον ξηλώνουμε από τώρα. Αυτός είναι ο ένας δρόμος.»

«Κι ο άλλος;»

Ο Θεοδωρίδης δεν δίστασε καθόλου.

«Ο άλλος είναι να βάλουμε εδώ μια τελεία. Και παύλα.»

Ο Μιχαηλίδης τον κοίταξε.

«Να μην ανοίξουμε ποτέ αυτή την υπόθεση, Παύλο. Τι θα βγει αν την ανοίξουμε; Θα διασυρθούμε όλοι μαζί. Δεν ξέρω τι θα πει η Μακράκη, δεν αποκλείω να τα αρνηθεί όλα. Αλλά και να ομολογήσει, γιά φαντάσου τι θα ακολουθήσει. Δεν είναι μόνο το μυστικό του Κωνσταντίνου. Είναι κι όλα τα αλλά, τα πετρέλαια, οι ίντριγκες, όλα. Ποιος θα μας ξεπλύνει από αυτά;»

«Και προτείνεις να το θάψουμε;»

«Ακριβώς. Εδώ, τώρα, εγώ κι εσύ θα δώσουμε όρκο τιμής ότι δεν θα πούμε ποτέ τίποτε και σε κανέναν. Θα δούμε τι θα γίνει με τον πρόεδρο και θα βγάλουμε κάποιον άλλο στη θέση του για να συνεχίσουμε. Όσο για την Άννα, ας κάνει ό,τι τη φωτίσει ο θεός. Αρκετά νομίζω τιμωρήθηκε κι αυτή.»

«Είσαι με τα καλά σου, Αντώνη; Θα συγκαλύψουμε μια πολιτική δολοφονία;»

«Δεν είμαι και σίγουρος ότι είναι τόσο πολιτική. Σαν οικογενειακό δράμα μού φαίνεται. Μόνο που τα πρόσωπα του δράματος έχουν σχέση με την πολιτική.»

«Δεν μπορώ να το κάνω αυτό. Ο όρκος που μου λες δεν συμβιβάζεται με τον όρκο που έδωσα όταν ήλθα εδώ. Και δεν μπορώ να αφήσω έναν δολοφόνο ελεύθερο. Ξέχνα το.»

«Να το ξεχάσω. Και τι θα βγει; Θα εξιχνιάσεις τη δολοφονία, αν την εξιχνιάσεις. Και μετά; Η Μακράκη θα πει στη φυλακή. Ωραία. Θα αποδοθεί δικαιοσύνη. Σκέφτεσαι όμως τις συνέπειες; Δεν θα μείνει πέτρα για πέτρα όρθια.»

«Να μην μείνει. Γι’ αυτό είμαστε στην πολιτική, ρε Αντώνη. Για να σηκώνουμε αυτά τα βάρη. Να πάρει ο διάολος και το κόμμα και όλους μας. Εγώ δεν παίρνω τέτοιο πράγμα στις πλάτες μου.»

«Ούτε εγώ θέλω να το πάρω. Μπορούμε όμως να πάρουμε το άλλο βάρος; Να τινάξουμε μια παράταξη στον αέρα;. Να διαλύσουμε τη χώρα ίσως; Στο κάτω κάτω, τώρα ξέρουμε ότι πίσω από αυτή την υπόθεση δεν κρύβονται σκοτεινές δυνάμεις. Δεν υπάρχουν πολιτικές σκοπιμότητες. Ένα οικογενειακό δράμα είναι, ρε Παύλο.»

«Δεν είμαι σίγουρος ότι είναι έτσι. Ούτε ξέρω με ποιους μιλούσε η Μακράκη όλα αυτά τα χρόνια. Δεν ξέρω τι γνωρίζει και τι θα κάνει μετά. Δεν μπορώ να την αφήσω ελεύθερη. Ζούσε τόσα χρόνια δίπλα στον Πρωθυπουργό. Ξέρει τα πάντα. Ακόμη και αν δεχθώ αυτά που λες περί οικογενειακού δράματος, πώς θα αφήσω κάποια σαν τη Μακράκη ατιμώρητη; Πού θα ξέρω σε ποιους θα μιλήσει και τι θα πει; Και όπως ξέρεις, δεν ήταν μόνη της, είχε συνεργό. Ξέρουμε ποιος ήταν; Πού βρίσκεται τώρα; Τι θα κάνουν από εδώ και πέρα;»

Ο Θεοφίλου παραδέχθηκε μέσα του ότι αυτά δεν τα είχε σκεφθεί. Το πάθος του όμως να μείνει το κόμμα όσο γίνεται αλώβητο τον έκανε να επιμένει.

«Παύλο, σε καταλαβαίνω. Όμως αυτά που λες είναι πιθανότητες. Μπορεί να συμβούν μπορεί και όχι. Τα άλλο όμως είναι σίγουρο. Αν αποκαλύψουμε την Μακράκη όλα τελειώνουν. Αν βρούμε τρόπο να παρακάμψουμε αυτό το πρόβλημα, θα βρούμε και τρόπο να την θέσουμε υπό έλεγχο.»

«Το θέμα δεν είναι η Μακράκη. Είμαστε εμείς. Εγώ κι εσύ αυτή τη στιγμή. Όλοι μας στο κόμμα αύριο. Για να σώσουμε τους εαυτούς μας και το κόμμα βάζουμε μια θηλιά στο λαιμό της χώρας. Και κάποια στιγμή κάποιος θα την τραβήξει. Αφήνοντας ελεύθερη τη Μακράκη διακινδυνεύομε περισσότερα από την αποκάλυψή της. Και πάντως, εγώ δεν μπορώ να το κάνω αυτό.»

Ο Θεοδωρίδης τον κοίταζε κι ένιωσε μέσα του να τον θαυμάζει. Ο Μιχαηλίδης κρατούσε μια στάση που λίγοι θα κρατούσαν σε τόσο δύσκολες ώρες. Δεν ήταν διατεθειμένος να βάλει το συμφέρον του κόμματος πάνω από το καθήκον του. Κανονικά θα έπρεπε να του πει ότι μια σκέψη έκανε και να σταματήσουν τη συζήτηση. Δεν θα τον έπειθε ποτέ να συμφωνήσει με την πρότασή του. Ωστόσο συνέχισε:

«Παύλο, καταλαβαίνω απολύτως τη θέση σου και δεν φαντάζεσαι πόσο την εκτιμώ. Όμως θα μου επιτρέψεις να σου ζητήσω να το σκεφτείς. Αν πρόκειται να πάρεις μια απόφαση, μη βιάζεσαι. Δώσε σε όλους μας το περιθώριο να δούμε τι θα κάνουμε με την αντικατάσταση του προέδρου. Το είπες κι εσύ προηγουμένως. Είναι σκόπιμο να βγάλουμε πρώτα Πρωθυπουργό και μετά προχωράς.»

«Δεν ξέρω. Δεν ξέρω πόσο θα κρατήσει αυτή η ιστορία. Και μέχρι τότε πρέπει να διασφαλίσω κάποια πράγματα. Φαντάζεσαι να εξαφανιστεί η Μακράκη;»

Ο Θεοδωρίδης συνέλαβε μια ιδέα.

«Τότε δώσε μου την ευκαιρία να τη συναντήσω και να συζητήσω μαζί της. Μια-δυο μέρες. Είμαι περίεργος να ακούσω την ιστορία της. Από την ώρα που θα συλληφθεί, καταλαβαίνεις ότι θα μου είναι αδύνατο να συναντηθώ μαζί της. Τι θα σκεφθούν όλοι;»

Ο Μιχαηλίδης έδειξε να το σκέφτεται.

«Κι αυτό που μου ζητάς είναι δύσκολο. Αλλά θα μπορούσα να το δω. Μιλάμε για μια-δυο μέρες μόνο. Κάνε ό,τι έχεις να κάνεις μέχρι αύριο το βράδυ. Την Τετάρτη θα ανοίξω την υπόθεση. Κι ο θεός βοηθός.»

«Αισθάνομαι την ανάγκη να σε ευχαριστήσω. Και να σε παρακαλέσω να καταλάβεις το σκεπτικό μου. Για το κόμμα νοιάζομαι, Παύλο. Για όλους μας. Δεν αντέχω στην ιδέα να διαλυθούμε έτσι. Καταλαβαίνεις;»

«Κανείς μας δεν αντέχει. Αλλά αν μπούμε σ’ αυτό το παιχνίδι θα είναι χειρότερα. Θα μας κυνηγάει αυτή η υπόθεση σ’ όλη μας τη ζωή. Θα ζούμε με το φόβο μιας αποκάλυψης που αν γίνει θα μας συμπαρασύρει σε κάτι χειρότερο. Το σκέφτεσαι; Πίστεψέ με, το καλύτερο είναι να πούμε την αλήθεια και ό,τι είναι να γίνει, να γίνει.»

Οι δυο άνδρες δεν είχαν τίποτε άλλο να πουν. Η ατμόσφαιρα είχε γίνει βαρειά στο γραφείο του Μιχαηλίδη. Ο Θεοδωρίδης τον χαιρέτησε και έφυγε με ένα αίσθημα απογοήτευσης να τον κυριεύει.

Μπήκε στο αυτοκίνητό του και δεν είχε το κουράγιο να ξεκινήσει. Κάτι έπρεπε να κάνει. Δεν μπορούσε να αφήσει τα πράγματα στην τύχη τους. Έπρεπε να βρει μια διέξοδο. Δεν μπορούσε να κατηγορήσει το Μιχαηλίδη που δεν συμφώνησε μαζί του. Ίσως είχε δίκιο. Στο κάτω κάτω αυτός είχε την ευθύνη. Μια μελλοντική αποκάλυψη της αλήθειας θα τον έστελνε στη φυλακή.

Πέρασαν δέκα λεπτά μέχρι να αποφασίσει να ξεκινήσει. Ο φρουρός στην είσοδο του υπουργείου σταμάτησε τα αυτοκίνητα στα δυο ρεύματα της Κατεχάκη για να περάσει.

Κατεβαίνοντας προς το κέντρο προσπαθούσε να σκεφθεί ποια θα ήταν η επόμενη κίνησή του. Δεν ήταν έτοιμος να συναντήσει ακόμη τη Μακράκη. Δεν ήξερε καν τι θα έπρεπε να τη ρωτήσει. Αναρωτήθηκε αν έπρεπε να το συζητήσει πρώτα με την Αντιγόνη. Καλύτερα όχι. Θα της φόρτωνε ένα βάρος που ούτε ο ίδιος μπορούσε να σηκώσει. Αλλιώς έπρεπε να το χειριστεί.

Αποφάσισε να καλέσει μια σύσκεψη με την ομάδα του για να διαπιστώσει πώς εξελίσσονταν τα πράγματα. Πήρε το Γιάννη και του ζήτησε να τους μαζέψει όλους σε μια ώρα στα κεντρικά γραφεία του κόμματος. Ήταν προτιμότερο να δείχνουν οι κινήσεις τους φυσιολογικές.

[Συνεχίζεται]