Ένα Βιβλίο σε συνέχειες! (19) <Ποιός σκότωσε τον Πρωθυπουργό;>

[Συνέχεια από το προηγούμενο]

 

 

(Συνέχεια απο το προηγούμενο)

19. Το ξεκαθάρισμα

Ο Μιχαηλίδης τον άκουσε προσεκτικά.

«Αν είναι όπως λες τα πράγματα, η δουλειά μας είναι πιο εύκολη. Θα προχωρήσουμε κανονικά στην εκλογή του νέου πρωθυπουργού και μόλις εκλεγεί θα τον ενημερώσουμε για όλα. Ας αποφασίσει ο ίδιος για τη συνέχεια.»

«Τι εννοείς;»

«Ας χειριστεί το θέμα όπως κρίνει. Έχουμε μια πολιτική δολοφονία, δεν μπορεί να μείνει έτσι. Ο Ντελής, ο Αναγνώστου και οι υποκινητές τους πρέπει να λογοδοτήσουν. Δεν μπορεί να κλείσει έτσι αυτή η υπόθεση.»

«Παύλο, θέλω να σε ρωτήσω κάτι. Την πιστεύεις τη Βούλγαρη;»

«Εσύ μίλησες μαζί της. Αν είναι όπως τα λες, την πιστεύω. Εξ άλλου, κοντός ψαλμός αλληλούια.»

«Δηλαδή;»

«Σε λίγο αρχίζει το δελτίο ειδήσεων του καναλιού. Αν μεταδώσουν τη δήθεν επιστολή και πολύ περισσότερο αν αύριο-μεθαύριο ο Ντελής και ο Αναγνώστου την επιβεβαιώσουν, θα πει ότι η Βούλγαρη μας κοροϊδεύει. Πολύ περισσότερο, αν παρ’ όλα όσα σου είπε είναι υποψήφια για την πρωθυπουργία. Οπότε επανερχόμαστε στο αρχικό σενάριο.»

«Έχεις δίκιο. Αν και σκέφτομαι ότι αυτό ισχύει και αντίστροφα. Αν η Βούλγαρη μου είπε την αλήθεια, τι νόημα έχει να δώσουν στη δημοσιότητα μια τέτοια επιστολή; Αν αυτή δεν προσφέρεται, όπως λέει, τότε η επιστολή είναι άχρηστη.»

«Υπομονή, σήμερα αύριο, και θα δούμε. Παρ’ όλα αυτά, δεν μου φεύγουν από το μυαλό κάποια πράγματα.»

«Ποια;»

«Η Βούλγαρη είναι έξω από αυτή την υπόθεση. Τα υπόλοιπα όμως ισχύουν; Ο Ντελής και ο Αναγνώστου είναι μπλεγμένοι;»

«Νομίζω ναι. Ο Κωνσταντίνου δολοφονήθηκε γιατί είχε αποφασίσει να χρίσει διάδοχό του κάποιον που δεν ήθελαν κάποια συμφέροντα κι αυτοί τους βοήθησαν.»

«Εδώ όμως υπάρχει κάτι που δεν σκεφτήκαμε. Ο Πρόεδρος, ας μην κρυβόμαστε, είχε καλές σχέσεις με το οικονομικό κατεστημένο. Από μια άποψη, αυτοί τον έκαναν πρωθυπουργό, αυτοί τον στήριξαν. Με τα λεφτά τους, με τους ανθρώπους τους στην τηλεόραση και τις εφημερίδες τους. Έτσι δεν είναι;»

«Δεν καταλαβαίνω πού το πας.»

«Είναι απλό, Αντώνη. Γιατί σχεδιάζει να αφήσει στη θέση του κάποιον που οι υποστηρικτές του δεν θέλουν; Να σ’ το πω αλλιώς. Γιατί δεν θέλουν τον Νικολούδη για διάδοχο του;»

«Πού ξέρουμε ότι δεν τον θέλουν;»

«Μα αν τον ήθελαν δεν θα έφταναν στο σημείο να δολοφονήσουν τον πρωθυπουργό για να το αποτρέψουν. Γιατί;»

«Δεν το είχα δει έτσι.»

«Δεν δολοφονεί κάποιος έναν πρωθυπουργό γιατί θέλει να χρίσει το διάδοχό του. Και μετά είναι και το άλλο.»

«Ποιο άλλο;»

«Η λογική λέει ότι μάλλον θα έπρεπε να είναι ενθουσιασμένοι με την προώθηση του Νικολούδη. Φεύγει ο Κωνσταντίνου και αφήνει στη θέση του τον πλέον δικό του άνθρωπο. Που θαυμάσια μπορεί να γίνει και δικός τους. Άλλωστε ο Νικολούδης δεν είναι και κανένας πολιτικός με αντιστάσεις. Θα τους έκανε τα χατίρια, όπως τους τα έκανε και ο Κωνσταντίνου. Γιατί αυτή η αντίδραση;»

Ο Θεοδωρίδης έμεινε σιωπηλός. Ο Μιχαηλίδης είχε δίκιο. Αν έφευγε ο Κωνσταντίνου, αυτός που δεν είχε κανένα λόγο να αλλάξει πολιτική ήταν ο Νικολούδης. Θα εξυπηρετούσε τα ίδια συμφέροντα. Όλοι οι άλλοι είχαν πιθανότητες να φέρουν τα πάνω κάτω. Και ο Καράς και ο Απόστολου, και πολύ περισσότερο ο Γρηγοριάδης. Ο μόνος σίγουρος για να εξυπηρετεί τις καταστάσεις που εξυπηρετούσε και ο Κωνσταντίνου ήταν ο Νικολούδης.

Και όμως, από τη στιγμή που κάποιοι μαθαίνουν ότι προαλείφεται για διάδοχος, φτάνουν ως το σημείο να οργανώσουν μια πολιτική δολοφονικά για να το αποτρέψουν. Δεν ήξερε τι να υποθέσει.

«Με προβλημάτισες τώρα, Παύλο. Έχεις δίκιο. Γιατί τόσο σκληρή αντίδραση; Γιατί στήθηκε μια συνωμοσία και χύθηκε αίμα προκείμενου να εμποδίσουν τον Κωνσταντίνου στα σχέδιά του; »

«Αυτό λέω κι εγώ.»

Ο Θεοδωρίδης έπεσε σε σκέψη. Έφερε στο μυαλό του πάλι όλα τα γεγονότα με όλα τα σενάρια. Θυμήθηκε τη συζήτηση που είχε με τη Μακράκη. Και κάτι έλαμψε μέσα σου.

«Θα έλεγα ότι έχω μια εξήγηση, Παύλο», απάντησε με έξαψη.

«Δηλαδή;»

«Τόση ώρα προσπαθούμε να συνδέσουμε το κανάλι, ίσως και κάποιους άλλους πίσω από το κανάλι, με τη δολοφονία. Χωρίς να έχουμε κανένα στοιχείο. Είναι λάθος.»

«Γιά συνέχισε.»

«Ας το δούμε λίγο πιο απλά. Ο Ντελής μαθαίνει τα σχέδια του Κωνσταντίνου και τα μεταφέρει σε κάποιους που θέλουν να τα σταματήσουν. Γιατί;»

«Γιατί;»

«Αυτό που τους ενοχλεί δεν είναι ο Νικολούδης. Αυτόν τον δέχονται, δεν έχουν λόγους να τον απορρίψουν. Άλλος είναι αυτός που δεν θέλουν.»

«Ποιος; »

«Εγώ, Παύλο.»

«Εσύ;»

«Ναι, εγώ. Το σχέδιο του Κωνσταντίνου είχε δύο σκέλη. Ο Νικολούδης γίνεται αντιπρόεδρος στο κόμμα και στην κυβέρνηση και αργότερα πρωθυπουργός. Και εγώ γραμματέας του κόμματος. Αυτός που δεν ήθελαν ήμουν εγώ. Έτσι εξηγώ και τη συμπεριφορά του Παυλάκη.»

«Γιά συνέχισε»

«Με εμένα γραμματέα στο κόμμα δεν έχουν καμία τύχη να επηρεάζουν τα πράγματα. Ο μόνος τρόπος να σταματήσει το σχέδιο είναι να βγει από τη μέση ο Κωνσταντίνου. Και για να το πετύχουν χρησιμοποίησαν τον Ντελή και τον Αναγνώστου.

«Γιατί βάζεις μέσα τον Αναγνώστου πάντα;»

«Λόγω της επιστολής που λένε ότι έχουν στο κανάλι. Αυτοί την κατασκεύασαν. Και αυτό σημαίνει ότι ο Αναγνώστου είναι μπλεγμένος.»

«Παρακάτω.»

«Το κλειδί είναι αυτοί οι δύο. Πρέπει να βρούμε τις τους συνδέει, γιατί συνεργάσθηκαν στη δολοφονία.»

«Και η Βούλγαρη; »

«Νομίζω ότι η Βούλγαρη ήταν μεταβατική κατάσταση. Σε κάποιον άλλον θα κατέληγαν τελικά.»

Εκείνη την ώρα χτύπησε το τηλέφωνό του. Ήταν η Αντιγόνη.

«Αντώνη, μόλις τώρα τελείωσε το δελτίο ειδήσεων.»

Εκείνη τη στιγμή συνειδητοποίησε ότι είχαν ξεχάσει να ανοίξουν την τηλεόραση.

«Λοιπόν;» τη ρώτησε.

«Δεν είπαν λέξη για την επιστολή.»

«Δεν είπαν;»

«Απολύτως τίποτε.»

Ενημέρωσε τον Μιχαηλίδη που δεν έδειξε να παραξενεύεται.

«Ας περιμένουμε και αύριο. Μπορεί απλώς να το καθυστέρησαν.»

Κοίταξε την ώρα.

«Πρέπει να φύγω τώρα.»

Πήγε προς την πόρτα και κοντοστάθηκε.

«Νομίζω ότι έχω την απάντηση.»

«Ποια απάντηση;»

«Γιατί δεν μετέδωσαν την επιστολή.»

«Γιατί;»

«Ίσως να μην υπάρχει επιστολή, Παύλο. Ήταν ένα ψέμα του Παυλάκη. Μια μπλόφα αν θέλεις. Ή δεν υπάρχει επιστολή ή κατάλαβαν ότι πάνε για γκάφα και το σταμάτησαν. Ίσως να φοβήθηκε κι ο Παυλάκης με όσα του είπα.»

«Αν είναι έτσι, τότε αδίκως μπλέξαμε τον Αναγνώστου.»

«Μπορεί. Και ίσως θα έπρεπε να τον ρωτήσουμε ευθέως. Αλλά δώσε μου πρώτα λίγο χρόνο. Έχω να κάνω μια συζήτηση ακόμη.»

Βγήκε από το γραφείο χωρίς να πει τίποτε άλλο
Όταν επέστρεψε στο σπίτι του, η Αντιγόνη ήταν εκεί. Πήγε στο γραφείο του. Έπρεπε να μελετήσει με προσοχή της κινήσεις του από εδώ και πέρα. Και το πρώτο που έπρεπε να πετύχει ήταν ο αιφνιδιασμός του Ντελή. Πώς, όμως;

Το σίγουρο ήταν ότι όλα έπρεπε ναι γίνουν πριν την εκλογή του νέου πρωθυπουργού. Όλοι έπρεπε να μάθουν ποιος είναι ο δολοφόνος. Και ένιωσε ανακούφιση όσο σκεφτόταν ότι δεν ήταν κανείς από όσους είχε θεωρήσει υπόπτους ως τώρα.

Εκείνη τη στιγμή χτύπησε το τηλέφωνό του.

Ήταν από το νοσοκομείο. Η φωνή του υπουργού Υγείας Μάνου Αλεξανδρίδη ακούστηκε σπασμένη.

«Αντώνη, λυπάμαι…»

Δεν μπόρεσε να συνεχίσει. Ο Θεοδωρίδης κατάλαβε. Το περίμενε από στιγμή σε στιγμή. Ένιωσε να θολώνει το μυαλό του. Ένα δάκρυ κύλησε χωρίς να το καταλάβει.

«Πότε, Μάνο;»

«Πριν από δέκα λεπτά. Δεν το έχουμε ανακοινώσει ακόμη.»

«Μάνο, το περιμέναμε. Να δούμε τι θα κάνουμε τώρα.»

«Πρέπει να τα πούμε. Θα πάρω τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, τον Αντωνιάδη και τον Αποστόλου, όπως πρέπει. Μετά είμαι στη διάθεσή σου.»

«Καλά. Σε κλείνω, θέλω να μείνω λίγο μόνος.»

«Καταλαβαίνω, Αντώνη.»

Ο Θεοδωρίδης έκλεισε το τηλέφωνο και έπιασε το κεφάλι του με τα δυο του χέρια.

Τώρα άρχιζαν γι’ αυτόν οι κρίσιμες ώρες.
Όταν συνήλθε από την είδηση του θανάτου του Κωνσταντίνου, ο Θεοδωρίδης αποφάσισε να καλέσει την ομάδα του το ίδιο βράδυ σ’ ένα σπίτι που κρατούσε ο ίδιος στο Χαλάνδρι. Εκεί πήγαιναν μόνο όταν επρόκειτο να πάρουν πολύ σοβαρές αποφάσεις. Μόνο οι ίδιοι και ο Κωνσταντίνου ήξεραν γι’ αυτό το σπίτι. Εκεί μέσα καταστρώθηκαν τα πιο φιλόδοξα σχέδια για την επικράτησή του. Η μοίρα το ήθελε να καταστρωθεί και ένα σχέδιο που δεν θα μάθαινε ποτέ. Το σχέδιο για τον διάδοχό του.

Από το μυαλό του πέρασαν πολλές φορές όσα έμαθε τις τελευταίες ημέρες. Και άρχισε να αισθάνεται μια πίκρα μέσα του. Όχι για τους δολοφόνους και όσους είχαν εμπλακεί στη συνωμοσία, αλλά για τον ίδιο τον Κωνσταντίνου. Σιγά-σιγά άρχιζε να σχηματίζεται μέσα του η εικόνα για έναν άνθρωπο πολύ διαφορετικό από εκείνον που γνώρισε.

Μέχρι πριν από λίγες ημέρες ο Θεοδωρίδης δεν θα μπορούσε να πιστέψει ότι ο πολιτικός που υπηρέτησε ήταν ένας άνθρωπος με τόσες αδυναμίες. Του ήταν αδύνατο να τον φαντάζεται να μηχανορραφεί εναντίον του ίδιου του κόμματός του. Εναντίον των ανθρώπων που όσο και αν είχαν διαφωνίες μαζί του, τον είχαν αναδείξει πρωθυπουργό. Του ήταν επίσης αδιανόητο το ότι κουβαλούσε μια ιστορία σαν αυτή με την Άννα, που όριζε πολλές φορές τις αποφάσεις του.

Αυτό που του ήταν αβάσταχτο, ήταν ότι τόσα χρόνια που ο ίδιος τον υπηρετούσε, ο Κωνσταντίνου τον κρατούσε στο σκοτάδι. Τον χρησιμοποιούσε στο κόμμα, αλλά στην πραγματικότητα τον κρατούσε μακριά από την αλήθεια και από τις σοβαρές αποφάσεις.

Ο Θεοδωρίδης άρχισε να αισθάνεται ότι ο Κωνσταντίνου τον εξαπατούσε. Και αυτό του έφερνε δυσφορία.

Ένιωσε να αναζητεί έναν τρόπο να έλθει αντιμέτωπος με τον Κωνσταντίνου και να τον νικήσει. Όταν το σκέφθηκε, τρόμαξε. Να νικήσει έναν νεκρό; Κι όμως αυτό ήθελε.

Όταν το συνειδητοποίησε, απόρησε με τον εαυτό του. Τα έβαζε με έναν νεκρό. Ήθελε να έχει μια ευκαιρία να του μιλήσει. Να του πει ότι τον πρόδωσε κι αυτόν και το κόμμα. Ότι όλοι όσοι τον ακολούθησαν δεν θα μπορούσαν ποτέ να διανοηθούν το φοβερό παρασκήνιο που συνόδευε την προσωπική ζωή, αλλά και την πολιτική δραστηριότητα του Πρωθυπουργού.

Καθώς προετοιμαζόταν για τη βραδινή σύσκεψη στο Χαλάνδρι, μια ιδέα του μπήκε ξαφνικά. Για πρώτη φορά δεν θα έκανε αυτό που ήθελε ο Κωνσταντίνου. Για την ακρίβεια, θα έκανε ακριβώς το αντίθετο. Θα προσπαθούσε με κάθε μέσο να εμποδίσει την πορεία του Νικολούδη. Αν αυτό ήταν που ήθελε ο Κωνσταντίνου, αυτό δεν έπρεπε να γίνει ποτέ.
Ήταν απορροφημένος στις σκέψεις του, όταν χτύπησε το τηλέφωνό του και είδε στην οθόνη τον αριθμό. Τον ίδιο αριθμό που είδε όταν τον ειδοποίησαν για το έγκλημα. Μηχανικά, πάτησε το κουμπί και από το ακουστικό βγήκε μια φωνή:

«Αντώνη, εδώ Ντελής. Τα έμαθες;»

Ήταν μόνος άνθρωπος με τον οποίο δεν θα ήθελε να μιλήσει αυτή τη στιγμή ο Θεοδωρίδης. Αμέσως μέσα του γεννήθηκε ένα δίλημμα. Έπρεπε να βρει τον Σταύρο Ντελή και να του ζητήσει πρόσωπο με πρόσωπο εξηγήσεις; Μετά την τελευταία συζήτηση με τον Μιχαηλιδη φανταζόταν τον εαυτό του να ορμάει στο Μέγαρο Μαξίμου και να τον υποχρεώνει να του πει την αλήθεια.

Εκείνη τη στιγμή συνειδητοποίησε ότι δεν είχαν μιλήσει καθόλου τις τελευταίες μέρες. Συνήλθε από την έκπληξη και απάντησε:

«Τα έμαθα, Σταύρο. Κι ό,τι θα σε έπαιρνα.»

«Σε πρόλαβα. Ήθελες κάτι;»

Χωρίς να καταλαβαίνει τι λέει, ο Θεοδωρίδης απάντησε:

«Ναι, θα ήθελα να τα πούμε. Και τώρα αν γίνεται.»

«Ακριβώς αυτό θα σου ζητούσα. Να πεταχτείς.»

«Αν είσαι στο γραφείο σου, μπορώ να είμαι σε δέκα λεπτά εκεί.»

Στο δρόμο ο Θεοδωρίδης προσπαθούσε να εξηγήσει στον εαυτό του γιατί αποφάσισε να πάει στον Ντελή. Κανονικά έπρεπε να τον αποφύγει. Όμως, αφού ξεκίνησε, θα πήγαινε. Θα προσπαθούσε να βγάλει ό,τι μπορούσε. Μετά θα τηλεφωνούσε στον Μιχαηλίδη και θα τον αποδέσμευε για τις δικές του ενέργειες. Και το βράδυ που θα συναντούσε την ομάδα του, θα τους έλεγε όλη την αλήθεια και θα τους ζητούσε να κινηθούν όλοι μαζί εναντίον του Νικολούδη.

Αισθάνθηκε ότι η τάξη στο κόμμα άρχισε να αποκαθίσταται. Έφυγαν οι σκιές και οι υποψίες. Μπορούσαν να προχωρήσουν. Έχει μάθει πολλά για πολλούς. Αλλά αυτό δεν έπρεπε να τον βγάλει από τον σκοπό του.

Πάνω απ’ όλα το κόμμα. Πάνω και από τον Κωνσταντίνου.
[Συνεχίζεται]