Αντι-λαϊκισμός  

Του Κώστα Μποτόπουλου   

Ο λαϊκισμός της «αγανάκτησης» δεν εξηγεί, δεν προτείνει, δεν θέλει να λύσει –θέλει να καταλύσει και να καταστρέψει στο όνομα όσων αισθάνονται, συχνά δικαίως, χαμένοι και αδικημένοι. Συγχέει το «δίκιο του λαού» με το κράτος δικαίου.

Το μεγάλο στοίχημα της εποχής μας –μιας εποχής που σηματοδοτείται από την όλο και πιο ανοιχτή αμφισβήτηση του «κεκτημένου της παγκοσμιοποίησης», δηλαδή του συνδυασμού εξάπλωσης της, έστω τυπικής, δημοκρατίας και μεγέθυνσης του, έστω άνισα κατανεμημένου, πλούτου- γίνεται εύκολα αντιληπτό αλλά είναι σχεδόν αδύνατο να κερδηθεί. Πώς σταματάει η πορεία που έχουν πάρει τα πράγματα, όταν οι δυνάμεις της αντίδρασης και της οπισθοχώρησης, που υποτίθεται ότι ενσαρκώνουν τον «άλλο δρόμο», δεν γνωρίζουν παρά μόνο την απόρριψη, την αγανάκτηση, την καταφυγή σε ό,τι χωρίζει και όχι σε ό,τι θα μπορούσε να ενώσει, ενώ, αντίθετα, αυτό που χρειαζόμαστε είναι η ριζική αλλαγή –ή μάλλον μια σειρά ριζικών αλλαγών- χωρίς καταστροφή των θεμελίων της δημιουργικότητας και της συλλογικότητας;

Σε αυτό το πρόσφορο για τυφλές ανατροπές και εκμετάλλευση των χαμηλών ενστίκτων έδαφος, εκεί που ο φανατισμός παίζει στο γήπεδό του και η λογική δυσκολεύεται να κατεβάσει ομάδα, φύτρωσε κι εξαπλώθηκε το νέο είδος λαϊκισμού που έχει ήδη περάσει από την απειλή στη διείσδυση στον πυρήνα της δημοκρατίας.

Τα παραδείγματα είναι τόσα πολλά και τόσο οικεία που δεν χρειάζονται ανάλυση. Η κορύφωση –μέχρι νεωτέρας- υπήρξε βέβαια η εκλογή του Τραμπ στην Προεδρία των ΗΠΑ, μια εκλογή που δεν προήλθε καν από νίκη στις κάλπες που δεν υπάρχει αμφιβολία ότι θα αποτελέσει πολιτισμική ήττα όλης ανθρωπότητας. Δεν πρέπει όμως να ξεχνάμε και τους κρίσιμους ενδιάμεσους σταθμούς: την εξάπλωση των εθνικιστικο-παραληρηματικών κινημάτων σε πολλές χώρες, την ανοιχτή αμφισβήτηση των θεμελίων όχι μόνο της φιλελεύθερης δημοκρατίας αλλά και της ενωμένης Ευρώπης από την Ουγγαρία (και αργότερα την Πολωνία, ενώ δεν λείπουν και άλλοι επίδοξοι μιμητές), τη μεταλλαγή του μπολιβαρισμού σε τσαβισμό στη Νότια Αμερική, το ελληνικό κυβερνητικό πείραμα από το 2015, την απόλυτη επικράτηση του «όχι» σε όλα τα δημοψηφίσματα όπου και αν διεξάγονται και ό,τι και να ρωτάνε.

Η αίσθηση που έχουμε όλοι όσοι πονάμε τη δημοκρατία είναι ότι, όσο πιο ακραία και –ας μου επιτραπεί ένας και μόνον χαρακτηρισμός- όσο πιο παλαβή είναι μια πολιτική πρόταση που έρχεται ενώπιον των λαών περιβεβλημένη με το μανδύα της «αγανάκτησης» (αχ καημένε Στεφάν Εσέλ, τι διαστροφή έμελλαν να πάθουν οι ιδέες σου), τόσο περισσότερες πιθανότητες έχει να υπερψηφιστεί και να δημιουργήσει σχολή. Κι αυτή η αίσθηση μας κάνει διπλά ευάλωτους: απέναντι στον εαυτό μας, που αναρωτιέται με όλο και μεγαλύτερη αγωνία μήπως δεν αντιλαμβάνεται πια σε τι κόσμο βρίσκεται, και απέναντι στους συνειδητούς ή αφελείς «αγανακτισμένους» που κραδαίνουν ως πειστήριο δημοκρατικότητας τη μια νίκη των «ιδεών» τους μετά την άλλη.

Πριν σκεφτούμε αν και τι μπορεί να γίνει απέναντι σε αυτό το ορμητικό ρεύμα της εποχής, ας ξεκαθαρίσουμε ότι αυτός ο «μετα-πολιτικός» λαϊκισμός είναι τελείως διαφορετικός από εκείνον που παρατηρήθηκε στη δεκαετία του 1980 σε χώρες που πραγματοποίησαν μια πολιτική μετάβαση σε κατεύθυνση που τότε αποκαλούσαμε «Αριστερή» και όχι μόνο κέρδισαν τις εκλογές αλλά και κυβέρνησαν –στο Νότο της Ευρώπης, αργότερα στη Λατινική Αμερική- με τα συνθήματα της «αλλαγής» και της «του λαού στην εξουσία».

Εκείνος ο λαϊκισμός, που τον γνωρίσαμε και δικαίως τον στιγματίσαμε και στην Ελλάδα (και μάλιστα πολύ εντονότερα από τη σημερινή, πολύ πιο επικίνδυνη μορφή του), μπορεί να ακύρωσε όνειρα, να εκμαύλισε συνειδήσεις, να βάθυνε τον ατομικισμό και τον εύκολο πλουτισμό, να έβαλε τα θεμέλια για άλωση του κράτους από κόμματα και του Τύπου, ιδίως του ηλεκτρονικού, από τη φτήνια, αλλά ήταν περισσότερο ένα κίνημα εξισωτισμού, ίσως και ισοπέδωσης, παρά άρνησης και οπισθοχώρησης. Συνδυάστηκε –το οικονομικό κλίμα το επέτρεπε ακόμα, αλλά κανείς άλλος δεν το είχε κάνει μέχρι τότε- με μέτρα στήριξης των ελευθεριών και των κοινωνικών δικαιωμάτων, βελτίωσης του βιοτικού επιπέδου κατηγοριών που ως τότε δεν είχαν στον ήλιο μοίρα και, σε αρκετές περιπτώσεις, με μια τόνωση της αίσθησης του ανήκειν και της ελπίδας για πρόοδο.

Ο σημερινός μετα-πολιτικός λαϊκισμός όχι μόνο δεν προσφέρει λύσεις ή διεξόδους αλλά και περηφανεύεται γι’ αυτό. Όχι μόνο δεν ενδιαφέρεται για την αλήθεια, αλλά και κάνει σημαία του την ανοιχτή περιφρόνηση και διαστροφή της αλήθειας –θυμηθείτε τον Όργουελ και τα σλόγκαν του 1984: «Black is white”, “War is Peace”. Όχι μόνο ερμηνεύει τη βούληση του «λαού» -αυτό το κάνουν όλοι οι λαϊκιστές- και αυθυποβάλλεται ως μοναδικός αυθεντικός εκφραστής της, αλλά και εξοβελίζει στο χώρο των «εκτός πραγματικότητας», των «ανεπιθύμητων», των «εχθρών του λαού» όσους τολμούν να μην παραποιούν τα γεγονότα, να πιστεύουν κάτι διαφορετικό και να ονειρεύονται μια άλλη συλλογική μοίρα –και αυτό είναι κάτι που δεν το έκαναν ποτέ οι λαϊκιστές της δεκαετίας του 80.

Ο λαϊκισμός της «αγανάκτησης» δεν εξηγεί, δεν προτείνει, δεν θέλει να λύσει –θέλει να καταλύσει και να καταστρέψει στο όνομα όσων αισθάνονται, συχνά δικαίως, χαμένοι και αδικημένοι. Συγχέει το «δίκιο του λαού» με το κράτος δικαίου και περνάει το σπόρο αυτό και σε χώρες και σε χώρους που ως τώρα έμεναν αλώβητοι-  ο τρόπος που αντιμετωπίζεται από μεγάλο μερίδιο του Τύπου και της κοινής γνώμης η εν εξελίξει δίκη ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου για το ποιο όργανο δικαιούται να πυροδοτήσει το αίτημα για αποχώρηση της Βρετανίας μετά το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος είναι πολύ χαρακτηριστικός: οι δικαστές δέχονται απειλές για τη ζωή τους για να «μην τολμήσουν να ανατρέψουν τη βούληση του λαού».

Είναι ένας λαϊκισμός αντι-ελευθεριακός και αντιδημοκρατικός, με πρώτο θύμα, απτό, την ελευθερία του λόγου και την ανοχή στη διαφορετικότητα (η σχέση μεταξύ αντιδημοκρατικότητας και λαϊκισμού δεν είναι πάντως ευθύγραμμη: υπάρχουν ηγέτες που είναι πολύ περισσότερο αυταρχικοί από ό,τι λαϊκιστές –Πούτιν, Ερντογάν- και κάποιοι, λιγότεροι, που είναι λαϊκιστές όντας απόλυτα δημοκράτες –σκέφτομαι το Ρέντσι).

Πώς αντιμετωπίζεται λοιπόν αυτή η αλλαγή παραδείγματος, αυτή η εμφανιζόμενη ως νομοτελειακή -λόγω της τριπλής κρίσης: οικονομικής, πολιτικής και αντιπροσώπευσης- οπισθοδρόμηση σε έναν πολιτικό Μεσαίωνα; Ποιος και τι θα ενσαρκώσει ένα άλλο παράδειγμα, ιδίως τώρα που η εναλλαγή Ομπάμα –του απόλυτου αντι-λαϊκιστή- με τον Τραμπ –τον απόλυτο λαϊκιστή- γέρνει τη βάρκα σε σημείο βύθισης;

Βλέπω δύο τρόπους μέσω των οποίων οι σοβαροί αναλυτές και οι ευαίσθητοι πολίτες προσπαθούν να αντλήσουν ελπίδα. Ο πρώτος –ας τον ονομάσουμε «καλοπροαίρετα καθεστωτικό»- εναποθέτει το βάρος και τις προσδοκίες εξισορρόπησης στα υφιστάμενα στοιχεία του συστήματος –ανθρώπους, κόμματα, θεσμούς- που έχουν αποδείξει ότι δεν υποκύπτουν στο λαϊκιστικό λόγο και τρόπο. Έτσι, αίφνης, η παγκόσμια «εκσυγχρονιστική» κοινότητα στρέφεται στην κυρία Μέρκελ ως το μόνο αντίβαρο στους Τραμπ και στους Πούτιν αυτού του κόσμου -ξεχνώντας ότι η Καγκελάριος μπορεί να είναι σοβαρή και να μη χαϊδεύει αυτιά αλλά είναι και προσκολλημένη σε δόγματα –ότι τίποτα, και ιδίως οι απαραίτητες μεταρρυθμίσεις, δεν μπορεί να γίνει χωρίς διαιώνιση της (γερμανικής μάλιστα λογικής) λιτότητας- τα οποία καθιστούν το σπάσιμο του φαύλου κύκλου ανέφικτο. Με παρόμοιο –και εξίσου αδιέξοδο, φοβούμαι- τρόπο επιχειρούν, κυρίως στα χαρτιά, και οι εγχώριοι εκσυγχρονιστές την ανάσταση της εγχώριας κεντροαριστεράς.

Ο δεύτερος τρόπος, ο μόνος που, στα μάτια μου, έχει νόημα, στηρίζεται και ωθεί σε μια ριζική αλλαγή εκ των έσω. Ο αγώνας κατά του λαϊκισμού που –θυμηθείτε πάλι τον Όργουελ- θα είναι μακρύς και με πολύ σκοτάδι, δεν μπορεί παρά να δοθεί από νέα πρόσωπα, με νέο λόγο και με νέα νοοτροπία. Με αντιπαράθεση στο φανατισμό της άγνοιας της ισχύος της γνώσης –μιας γνώσης όμως που περνάει αναγκαστικά από το μοίρασμα, την εξήγηση και την ταπεινοφροσύνη, ώστε να αφήσει πίσω της κάθε στοιχείο ελιτισμού.

Με μετριοπάθεια στην εκφορά των επιχειρημάτων, αποδοχή της εγγενούς ατέλειας τους και της επίσης εγγενούς, λόγω της πολυπλοκότητας των προβλημάτων, ύπαρξης αποχρώσεων στα πάντα, αλλά με αταλάντευτη επιμονή σε αρχές –πρώτη από τις οποίες είναι ότι, ναι, η δημοκρατία και τα βασικά της χαρακτηριστικά είναι αδιαπραγμάτευτα. Με πολιτική βούληση και ετοιμότητα για ρήξεις, αλλά μόνο για εφικτές και ουσιώδεις ρήξεις: περισσότερη συλλογικότητα, περισσότερη Ευρώπη, περισσότερη κοινωνική ευαισθησία, αλλά όχι φληναφήματα περί ανατροπής της παγκοσμιοποίησης και παράδοσης της εξουσίας όχι στους καλύτερους αντιπροσώπους του λαού αλλά απευθείας, και χύδην, στον ίδιο το «λαό». Με απόλυτη αυτοσυγκράτηση σε θέματα ηθικής συμπεριφοράς -αλλά με το φυσικό τρόπο της ευγενούς πολιτικής (επειδή μόνο αν είναι ηθικός στη στάση του ο πολιτικός μπορεί να εμπνεύσει απογοητευμένους πολίτες και κοινωνίες) και όχι με την ηθικοπλαστική υποκρισία του (ψευδο)ιεροκήρυκα ή του (δήθεν) «αουτσάιντερ».

Στην προσπάθεια αυτή, η Αριστερά –η πραγματική Αριστερά της δημοκρατίας, των δικαιωμάτων και της ανοιχτοσύνης- θα έπρεπε όχι μόνο να έχει κεντρική θέση αλλά και να αντικρίζει τον ίδιο τον εαυτό της. Σήμερα, μετά και την παταγώδη κυβερνητική αποτυχία των Ολάντ και Ρέντσι, η Αριστερά αυτή, πανευρωπαϊκά και παγκόσμια, δεν μετράει. Η μάχη κατά του νέου επελαύνοντος λαϊκισμού, δηλαδή η μάχη για την υπεράσπιση και εξύψωση της Δημοκρατίας, είναι ίσως η τελευταία της ευκαιρία.