Βιβλίο: Οι αστυνομικές ιστορίες του Γιάννη Πανούση (7)- Μπαμπούσκες

Διηγήματα και κοινωνικοπολιτικές μυθιστορίες

Διηγήματα που έγραψε όσο ήταν αναπληρωτής υπουργός Προστασίας του Πολίτη.

Oποιος θέλει να καταλάβει θα καταλάβει…

ΠΡΟ-ΛΟΓΙΚΑ

Το ερώτημα παλιό: «πρέπει ο εγκληματολόγος να διαβάζει αστυνομικά μυθιστορήματα ή πρέπει ο συγγραφέας αστυνομικής λογοτεχνίας να γνωρίζει βασικές αρχές της Εγκληματολογίας»; Δεν θ’ απαντήσω στο ερώτημα, γιατί πιστεύω πως οι αναγνώστες των αστυνομικών μου διηγημάτων θα βγάλουν μόνοι τα συμπεράσματά τους. Θεώρησα χρήσιμο να εκδώσω τα κείμενα αυτά τώρα, καθώς ύστερα από μια επτάμηνη θητεία ως Αναπληρωτής Υπουργός Προστασίας του Πολίτη (27/1/2015 – 28/8/2015), μια δεύτερη ματιά πάνω στα ζητήματα του εγκλήματος και της τιμωρίας είναι για μένα πολλαπλώς γόνιμη. Τα διηγήματα δεν είναι «αμιγώς» αστυνομικά. Στην ουσία, μέσα από την πλοκή μυστηρίου, αναδύονται οι απόψεις μου για τον Κόσμο, τη Φύση, τον Άνθρωπο, την Ιστορία, την Πολιτική. Σ’ έναν πραγματικό χώρο όπου το ακατανόητο κυριαρχεί ελπίζω να μη γίνομαι τόσο αινιγματικός ώστε να φέρνω μελαγχολία.

Γ. Πανούσης – Σεπτέμβριος 2015

Μπαμπούσκες*

Ο σινεμάς έζεχνε φτηνή κολόνια κι αγοραία βαρβατίλα, τα σπόρια τρίζανε στο πάτωμα κάθε φορά που κάποιος θεατής έψαχνε να βρει «ασφαλή» θέση μακριά από απλωμένα χέρια και ανοιχτά παντελόνια, λίγοι έβλεπαν το έργο επί της οθόνης που έτσι κι αλλιώς δεν είχε αρχή και τέλος αλλά μόνο γυμνά κορμιά και σεξουαλικές φαντασιώσεις, άλλοι κοίταζαν γύρω τους μήπως εντοπίσουν υποψήφιο θύμα, άλλοι φώναζαν «χασάπη, γράμματα» όταν η παλιά μηχανή έκοβε κρίσιμες σκηνές, κάποιος έβηχε φθισικά, ένας ροχάλιζε σαν υπερφορτωμένο τρένο σε ανηφόρα, μέχρι που άναψαν τα φώτα «Διάλειμμα ολίγων λεπτών», όλοι κουνήθηκαν, ανασηκώθηκαν, τινάχτηκαν, ξεμούδιασαν, στρώσανε μαλλιά και πουκάμισα, όλοι, εκτός από έναν στην τρίτη σειρά δεξιά, που δεν είχε λόγο να βγει για τσιγάρο ή να φλερτάρει ή να πιει σινάλκο.

Αυτός, απλά, ήταν νεκρός.

Δεν είχε πεθάνει από μόνος του.

Μια μαχαιριά στο λαιμό του είχε κόψει το βήχα.

Ο αστυνόμος Μπέκας δαιμονιζόταν όταν άκουγε ότι νεαροί σύχναζαν σε τέτοια στέκια ψωνίσματος. Βέβαια, συνήθιζε να λέει, την κύρια ευθύνη την έχουν οι ώριμοι αγοραστές τέτοιων υπηρεσιών, αλλά και τα 17άρια ή τα φανταράκια τί ακριβώς ψάχνουν να βρουν μέσα στις σκοτεινές αίθουσες από συχνά σκοτεινότερους τύπους.

«Τέλος πάντων» μονολόγησε καθώς έμπαινε στον τόπο του εγκλήματος. Και συνέχισε απευθυνόμενος στον βοηθό του, ένα παλληκαρόπουλο από την Τρίπολη που μόλις είχε αναλάβει υπηρεσία:
– Πήρατε τα στοιχεία όλων των παρόντων; Ρωτήσατε τον ταμία, την ταξιθέτρια, το μπαρ μήπως κάποιος από τους θεατές βγήκε στη μέση του έργου ή εάν πρόσεξαν κάτι, ασυνήθιστο, κάτι ύποπτο;
– Όχι, Κανείς δεν είδε να βγαίνει κάποιος. Λόγω της χαλασμένης μηχανής και της περασμένης ώρας μόνο επτά θεατές ήσαν στην αίθουσα.
– Εντάξει, περιορίστηκε να πει, ο αστυνόμος Μπέκας, ενώ σκεφτόταν ότι «Θα τα ελέγξουμε μετά αυτά.
Έμεινε για λίγο σιωπηλός και έπειτα ρώτησε

– Πήρατε τα ονόματα και τα υπόλοιπα στοιχεία των επτά αυτών («ύποπτων» πήγε να πει αλλά πρόλαβε και το διόρθωσε στον αέρα) νυκτερινών τύπων;
– Βέβαια κύριε αστυνόμε, είπε ο βοηθός. Με το που βρέθηκε το πτώμα ο ιδιοκτήτης έκλεισε αμέσως τις πόρτες και ζήτησε από τους θεατές να μην απομακρυνθούν. Απ’ όσα μου αφηγήθηκε κανείς τους δεν διαμαρτυρήθηκε. Είχαν τόσο σαστίσει που παρέμειναν στη θέση τους αποσβολωμένοι. Φοβόντουσαν και τη δημοσιότητα.

Τους έχουμε «μαζέψει» στο Τμήμα και μόλις τελειώσετε την αυτοψία θα τους ανακρίνουμε να δούμε τι ξέρουν ή τι είδαν.

***

Ο έλεγχος της αίθουσας δεν απέδωσε τίποτα το ενδιαφέρον ή το εξαιρετικό. Αν εξαιρέσει κανείς ότι το θύμα είχε στην τσέπη του ένα άσφαιρο περίστροφο για εκφοβισμό. Κι ένα τόσο δα σκισμένο κομμάτι τσιγαρόχαρτου όπου το μόνο που μπορούσε να διαβάσει ο Μπέκας ήταν ένα κακογραμμένο «…δότης».
Ο αστυνόμος έβαλε το χαρτί στην τσέπη του και έφυγε για το Τμήμα, δίνοντας εντολή στον βοηθό του να ψάξει τα στοιχεία του θύματος μιας και δεν είχε ταυτότητα πάνω του.

***

Τα χρόνια ήταν έτσι κι αλλιώς δύσκολα. Από τη δολοφονία του Λαμπράκη και μετά η χώρα δεν έλεγε να ηρεμήσει. Διαδηλώσεις, πορείες, συγκρούσεις, παντού κυριαρχούσε η ένταση. Στο δρόμο, στις πλατείες, στη Βουλή. Οι εφημερίδες καίγανε τα χέρια και τα ραδιόφωνα σφυροκοπούσαν τα αυτιά. Το χειρότερο ήταν οι φήμες. Για το χτες αλλά και για το αύριο.

Ο αστυνόμος Μπέκας μπήκε στην αίθουσα αναμονής του Τμήματος. Μπροστά του στέκονταν επτά φοβισμένες φιγούρες ανθρώπων και με έκπληξη διαπίστωσε ότι ανάμεσά τους ήταν και μία γυναίκα. Δεν μου το ’πε ο βοηθός, σκέφτηκε, αλλά δεν πρόλαβε να συνεχίσει τη σκέψη του γιατί –σχεδόν εν χορώ– οι τρεις από τους επτά φώναξαν δυνατά: «Εγώ το’κανα, κύριε αστυνόμε».

Ο Μπέκας αιφνιδιάστηκε αλλά δεν το έδειξε. Γύρισε, κοίταξε στα μάτια τους αυτόκλητους ενόχους και είπε κοφτά:
– Καλά, θα τα δούμε όλα αυτά.

– Γιώργο, στράφηκε προς τον βοηθό του, στείλε μου κατά σειρά έναν-έναν τους κυρίους, και την κυρία, πρόσθεσε, στο μέσα δωμάτιο.

***

Το δωμάτιο ανάκρισης είχε γυμνούς τοίχους και ήταν σκοτεινό. Μια λάμπα μόνο που κρεμόταν από το ταβάνι. Ατμόσφαιρα που προκαλεί φόβο και λυγίζει τα πόδια, λύνει τη γλώσσα.

Όμως, δύο ώρες μετά, βγαίνοντας από το θλιβερό αυτό χώρο ο αστυνόμος Μπέκας συνέχιζε να καπνίζει την πίπα του αλλά δεν πίστευε στ’ αυτιά του και στα μάτια του. Οι τρεις από τους επτά, ανάμεσά τους και η γυναίκα, είχαν και κατ’ ιδίαν ομολογήσει ότι αυτοί διέπραξαν το έγκλημα, οι άλλοι τρεις είχαν ύποπτο παρελθόν άρα «δυνάμει» δράστες του φόνου, ενώ ο έβδομος δεν έπρεπε να ζει, με την έννοια ότι δεν υπήρχε σε κανένα αρχείο ζωντανών το όνομά του. Κανείς τους όμως δεν έδινε μια εύλογη εξήγηση γιατί είχαν πάει σ’ αυτό το Σινέ-Έρως. Όλοι ισχυρίζονταν ότι τους άρεσε η ταινία…

***

Ο αστυνόμος Μπέκας αφού έδωσε εντολές στο νεαρό βοηθό του και σε κάτι έμπειρους, παληοσειρές στο Τμήμα, να διασταυρώσουν στοιχεία και να συλλέξουν όποια πληροφορία μπορούσαν από συγγενείς, φίλους, γείτονες, έφυγε για το σπίτι. Περπατούσε στο δρόμο προσπαθώντας να βάλει σε τάξη τα γεγονότα και τις σκέψεις του αλλά δεν έβρισκε ούτε άκρη ούτε κάποια λογική σχέση μεταξύ τους.

Αφηρημένος σκόνταψε και σ’ ένα πεζούλι και κάτι ένοιωσε να τρίζει στην τσέπη του. Τότε θυμήθηκε. Έβαλε το χέρι του κι έβγαλε ένα σχισμένο χαρτί. Το είχα ξεχάσει. Το ίσιωσε και διάβασε πάλι το κακογραμμένο «…δότης».

Έβαλε το κλειδί στην πόρτα, άνοιξε και μπήκε. Λίγο φαί –μήπως χάσει κανα κιλό–, ένα καφεδάκι και ξάπλα. Έτσι κι αλλιώς ήταν μόνος. Η γυναίκα του έλειπε στην αδελφή της. Κοιμήθηκε αμέσως. Όχι τόσο από κούραση όσο από στουμπωμένο μυαλό που δεν μπορούσε να πάρει στροφές.

***

– Έχω εδώ όλα τα στοιχεία, του είπε με υπερηφάνεια ο βοηθός του μόλις μπήκε πρωί- πρωί στο γραφείο του.

– Πρώτα καφέ Γιώργο, πρώτα καφέ, ν’ ανοίξουν μάτια μου και τα εγκεφαλικά κύτταρα.
– Αμέσως, κι έτρεξε ο Γιώργος να βρει τον καφετζή.

Ο Μπέκας άνοιξε τον φάκελο που είχε αφήσει πάνω στο σκοροφαγωμένο γραφείο με το ξεφτισμένο δέρμα ο βοηθός του.
Στοιχεία υπόπτων.

Οι τρεις που ομολόγησαν:

 Ένας αποταχθείς (πρώην) χωροφύλαξ, Νίκος Φραγκόπουλος, 40 χρ.

 Ένας αποτυχημένος καλλιτέχνης, Πωλ Δογαΐτης, 37 χρ.

 Μια οικοκυρά, μητέρα τριών παιδιών, Μαρία Μπελοπούλου, 39 χρ. Οι τρεις με το ύποπτο παρελθόν:
 Ένας γνωστός μαυραγορίτης, Μήτσος Καραμήτρος, 51 χρ.

 Ένας φαντάρος, αγροτικής προέλευσης, Αλέκος Χαντζίδης, 21 χρ.

 Ένας συνταξιούχος δημόσιος υπάλληλος, Τάκης Μπουρδάρας, 65 χρ.

Κι ο έβδομος, ο άγνωστος, χωρίς ταυτότητα και στοιχεία και σχεδόν αμίλητος, ο οποίος –κατά δήλωσή του– ονομάζεται Ντίνος Αγγαρής, αγνώστου ηλικίας, έμοιαζε 75άρης.

Πλάι σε κάθε όνομα υπήρχε, με κωδικοποιημένο τρόπο, η πολιτική τοποθέτηση του καθενός, σύμφωνα πάντοτε με την Ασφάλεια.
 Φραγκόπουλος, Καραμήτρος, Μπουρδάρας: δεξιοί

 Μπελοπούλου, Χαντζίδης, απολίτικοι

 Δογαΐτης, μάλλον χαρακτηρισμένος αριστερός, όχι κομμουνιστής

 Ο Αγγαρής, άγνωστος στο σύστημα.

Ο Μπέκας κοίταζε τις ενδείξεις περί του πολιτικού ποιού των υπόπτων κι αναρωτιότανε τι σχέση μπορεί να έχουν τα φρονήματα με μια εγκληματική πράξη σ’ ένα κακόφημο σινεμά, όταν μαζί με τον καφέ μπήκε στο γραφείο του και ο Διοικητής Ασφαλείας, ο σκληρός Αντώνης Τσόκας.

– Καλημέρα αστυνόμε Μπέκα, τον πρόλαβε η στεντόρεια φωνή του Διοικητή. Κερνάς καφεδάκι;
– Καλημέρα, ανταπάντησε όρθιος ο Μπέκας. Και, βέβαια, κερνάω. Γιώργο, έναν μέτριο και για τον Διοικητή, φώναξε στο βοηθό του.
Γυρνώντας προς τον Διοικητή, με ύφος περισσότερο φιλικό.

– Σε τι οφείλεται αυτή η τιμή, Αντώνη; Κατεβαίνουν και ανώτερα κλιμάκια στους αστυνόμους της λάντζας;
– Άσε τα τώρα αυτά Μπέκα, όλο παράπονα είσαι. Γκρινιάρης κατάντησες; Δεν

είναι όμως η κατάλληλη στιγμή. Τα πράγματα σοβαρέψανε.

– Δηλαδή;, ρωτάει με έκδηλο ενδιαφέρον ο αστυνόμος.

– Ο χθεσινός φόνος στο Σινέ-Έρως.

– Σιγά το πρόβλημα. Έχουμε μια εμπλοκή με τους περευρισκόμενους αλλά θα βρούμε γρήγορα την άκρη. Κάποιος από αυτούς τό’κανε και κάποιοι τον καλύπτουνε. Πού είναι το μέγιστο μυστήριο;

– Κατ’ αρχήν στην ιδιότητα του θύματος.

– Μάθατε το όνομα; γιατί ο βοηθός μου δεν με ενημέρωσε ακόμη.

– Ούτε θα το κάνει, γιατί δεν θα το μάθει ποτέ. Πρόκειται για εντελώς εμπιστευτικό θέμα. Να σκεφτείς ότι για να κάνω αυτή τη συζήτηση μαζί σου πήρα άδεια από τον Υπουργό.

– Με ξαφνιάζεις, Αντώνη. Τί μπορεί να κρύβεται πίσω από ένα μαχαίρωμα σ’ έναν τέτοιο κινηματογράφο;
– Λοιπόν, αφού σου ξαναπώ ότι πρόκειται για υπόθεση άκρως εμπιστευτική, ξεκινάω από το όνομα…
– Ήρθε ο καφές, είπε μπαίνοντας στο γραφείο ο Γιώργος.

– Ευχαριστώ, του λέει ο Διοικητής. Δώσε εντολή να μη μας ενοχλήσει κανείς για αρκετή ώρα.
– Διαταγές, και έφυγε ο βοηθός κλείνοντας την πόρτα πίσω του.

– Λοιπόν, το όνομα του θύματος είναι Βασίλης Πολυκράτης.

– Βασίλης Πολυκράτης; Ο γνωστός Βασίλης Πολυκράτης;

– Ναι, αυτός.

– Μα δεν έχει πεθάνει; Το είχαν γράψει όλες οι εφημερίδες, το είχαν πει τα ραδιόφωνα, το συζήταγαν για καιρό οι παρέες, ξέρεις τώρα, των αριστερών….

– Έτσι πιστεύανε όλοι, γιατί έτσι τους κάναμε να πιστέψουνε. Αυτό ήταν το σχέδιο.

– Δηλαδή, δηλαδή, ρωτάει ο Μπέκας νοιώθοντας να ιδρώνουν τα χέρια του, αντίδραση που συνήθως είχε όταν μυριζόταν πολιτικές ίντριγκες.
– Λοιπόν, για να μην τα πολυλογούμε, λέει με αποφασιστικότητα ο Διοικητής. Ο Βασίλης Πολυκράτης, γνωστός για τις ανατρεπτικές του ιδέες, προσχώρησε στο εθνικό στρατόπεδο και…

Ντριν, ντριν, ντριν.

Το τηλέφωνο χτυπούσε με αυτό τον εκνευριστικό ήχο που σε αναγκάζει να το σηκώσεις.

– Με συγχωρείς Αντώνη, γνέφει ο Μπέκας.

– Εμπρός, ναι… ναι… κατάλαβα… θα έρθω το συντομότερο. Κλείνει το ακουστικό.

– Ποιος ήταν; ρωτάει ο Διοικητής.

– Τίποτα σημαντικό. Γείτονες δώσανε πληροφορίες για τους ύποπτους. Θα τους δω αργότερα. Για συνέχισε.
– Λοιπόν, ο Βασίλης προκειμένου να μας δώσει πολύτιμα στοιχεία, ονόματα, διευθύνσεις, συνδέσμους αντικαθεστωτικών οργανώσεων, μας ζήτησε προστασία. Καθώς δεν μπορούσαμε να βρούμε κάποιον αποτελεσματικό τρόπο να τον προφυλάξουμε από τους συντρόφους του, αποφασίσαμε να τον «πεθάνουμε». Έτσι σκαρφιστήκαμε μια σύλληψη, μια απόπειρα απόδρασης, ένα δυστύχημα, ένα άδειο κιβούρι, μια αναγγελία θανάτου και όλα τακτοποιήθηκαν.
– Μα όλα αυτά έγιναν πριν δύο μήνες. Έκτοτε τί μεσολάβησε;

– Τίποτα. Τον κρύψαμε, του αλλάξαμε εμφάνιση, συνήθειες κ.λπ. και ετοιμάσαμε ειδική ομάδα ανακριτών για τη «συνεργασία».
Σήμερα είχαμε προγραμματίσει την πρώτη συνάντηση αλλά μας πρόλαβε ένα μαχαίρι.
– Κατάλαβα, είπε αμήχανα ο Μπέκας.

– Μη βιάζεσαι…Αυτό που πρέπει να καταλάβουμε όλοι, αστυνόμε, είναι ότι η υπόθεση θέλει πολύ λεπτό χειρισμό. Να μη μαθευτεί τίποτα, να μη διαρρεύσει στον Τύπο, να μείνει άγνωστος ο νεκρός. Εν ανάγκη να μπει ο φόνος στο αρχείο.
– Μα, Αντώνη, πώς να γίνει κάτι τέτοιο; Να μπει φόνος στο αρχείο, όταν τρεις ύποπτοι έχουν ήδη ομολογήσει ότι έχουν διαπράξει το έγκλημα;
Ο Διοικητής παραλίγο να πέσει από την έτσι κι αλλιώς ασταθή καρέκλα του.

– Τί;, ούρλιαξε και αμέσως, κατεβάζοντας τον τόνο της φωνής του, τι είναι αυτά μου λες, Μπέκα. Έχουμε τρεις φονιάδες για έναν ήδη «νεκρό»; Για ένα άνθρωπο που δεν υπήρξε ποτέ;
– Κι όχι μόνον αυτό, Αντώνη. Οι άλλοι τρεις είναι εξίσου ύποπτοι λόγω παρελθόντος και ο έβδομος δεν έχει ταυτότητα ούτε κανέναν γνωστό.
– Πρέπει να πάρω αμέσως τηλέφωνο τον Υπουργό, λέει ο Διοικητής παίρνοντας τη συσκευή του τηλεφώνου στα χέρια του. Μετανιώνει. Σηκώνεται αλαφιασμένος όρθιος.
– Καλύτερα να πάω στο Υπουργείο. Είναι περισσότερο ασφαλές. Μπέκα, φεύγω. Συνέχισε τη δουλειά σου χωρίς λέξη αλλού. Θα τα πούμε σύντομα. Ευχαριστώ για τον καφέ, τον οποίο δεν είχε καν γλωσσίσει.

Ο Μπέκας έμεινε μόνος. Σκάλισε τη μισοσβησμένη πίπα του, κι έπεσε σε περισυλλογή.
Αυτή η υπόθεση δε ήταν τόσο απλή όσο είχε φανταστεί στην αρχή. Aντιθέτως έμοιαζε περίπλοκη και οδηγούσε σε δύσβατα μονοπάτια που ουδέποτε θέλησε να περπατήσει. Διπλά παιχνίδια, διπλές προσωπικότητες, διπλοί ρόλοι. Όλα αυτά του φαινόντουσαν ξένα. Ο ίδιος είχε ταχθεί στην υπηρεσία της δίωξης του κοινού εγκλήματος και δεν ήθελε την όποια ανάμιξη στα πολιτικά παρασκήνια ή υπόγεια, σκεφτόταν καθώς κατέβαινε τα σκαλοπάτια του υπογείου για να συναντήσει τους τρεις αυθορμήτως ομολογήσαντες πριν τους στείλει στον Εισαγγελέα.

***

Ο βοηθός του και τα «τσακάλια» του Μπέκα έκαναν καλή δουλειά. Άνοιξαν πόρτες κλειστές και στόματα και κατάφεραν να μάθουν σημεία και τέρατα. Τα σημείωσαν όλα, τα έβαλαν σ’ ένα φάκελο και τον άφησαν στο γραφείο του Μπέκα. Ο ίδιος έλειπε. Ήταν στο υπόγειο.
Τί μαρτυρούσαν τα στοιχεία;

Η Ασφάλεια είχε τελείως λάθος πληροφορίες για τα πολιτικά φρονήματα των υπόπτων.
Ή κάποιος δεν έκανε καλά τη δουλειά του ή κάποιο αόρατο χέρι είχε αλλάξει τις εγγραφές στους φακέλους.
Σύμφωνα με τις διασταυρωμένες πληροφορίες των συγγενών και φίλων

Ο Φραγκόπουλος ήταν μικροαπατεώνας

Ο Δογαΐτης ήταν χανσενικός

Η Μπελοπούλου ήταν κομμουνίστρια

Ο Καραμήτρος ήταν χασικλής

Ο Χαντζίδης ήταν λαθρέμπορος

Ο Μπουρδάρας ήταν χαρτοπαίκτης.

Τον Αγγαρή δεν τον γνώριζε κανείς.

Χάος.

***

Ο Μπέκας ανέκρινε πάλι κατ’ ιδίαν, τον καθένα ξεχωριστά, τους τρεις ομολογήσαντες. Ο καθένας έδινε περίπου την ίδια εκδοχή με τους άλλους δύο.
Κάποια στιγμή σηκώθηκε από το κάθισμά του και μέσα στο σκοτάδι, πήγε πίσω από το θύμα και του κάρφωσε το μαχαίρι στο λαιμό. Όχι κανείς δεν θυμόταν τί έκανε μετά το όπλο του εγκλήματος. Κάπου το πέταξε αλλά δεν θυμόταν πού. Όσο για το κίνητρο, ο Φραγκόπουλος μιλούσε για μοιρασιά στα κλοπιμαία, ο Δογαΐτης για σκοτεινό παρελθόν, η Μπελοπούλου για ερωτικά μυστικά.
Όσο και να επέμενε ο αστυνόμος άκρη δεν έβγαινε. Κάτι συνέβαινε που δεν μπορούσε να «το πιάσει».
– Άσε που δεν καταλαβαίνω πως δένανε όλα αυτά με την ιδιότητα του θύματος, του

«εξωμότη» Βασίλη Πολυκράτη, αναρωτήθηκε μπαίνοντας ξανά στο Γραφείο του και δίνοντας εντολή να κρατηθούν εκείνοι που αυτοβούλως είχαν ομολογήσει και να αφεθούν ελεύθεροι οι άλλοι τέσσερις με τον όρο να μην απομακρυνθούν από τα σπίτια τους.

Αστείο, αλλά ο Αγγαρής είχε πει ότι δεν έχει σπίτι και μένει όπου βρει κάτι κατάλληλο, παγκάκι, υπόστεγο, ερειπωμένο γιαπί.

***

Ο Υπουργός Δημόσιας Ασφάλειας ήταν σαφής και κοφτός «Η υπόθεση θα μπει στο αρχείο με την ένδειξη: άγνωστο θύμα, άγνωστος δράσης. Θα διαρρεύσουν στον τύπο φήμες ότι οι τρεις αυθορμήτως ομολογήσαντες ήσαν αλκοολικοί και ψυχανώμαλοι, άλλωστε γι’ αυτό σύχναζαν σε τέτοια κακόφημα σινεμά».
– Τέλος. Η υπόθεση έκλεισε, είπε.

***

Ο Μπέκας γυρνούσε μεσημέρι κατά τις δύο σπίτι του για να φάει τα αγαπημένα γεμιστά του, το μυαλό του όμως ήταν κολλημένο στην άνωθεν εντολή.
Δεν του’ρχονταν καλά αυτή η εξέλιξη, όχι μόνο για λόγους αστυνομικής νοοτροπίας αλλά και για λόγους προσωπικής ηθικής.
Εντάξει, καταλάβαινε, αν και δεν συμφωνούσε πάντοτε, τις πολιτικές ή εθνικές σκοπιμότητες, το να «σβήσει» όμως ένα φόνο ξεπερνούσε τα όριά του.
Αποφάσισε να το ξανασκεφτεί μετά την μεσημεριανή σιέστα. Πείσμα, μουστάκι και κουστούμι είχαν κολλήσει πάνω του σαν βδέλλες.

***

 Τον πρόλαβε το διαβολικό κουδούνισμα του τηλεφώνου. Σηκώθηκε με τις τριμμένες καρό πιζάμες.
– Εμπρός, Γιώργο εσύ; Τί έγινε; Τί-ί-ί…;

Ντύθηκε βιαστικά, αλλού το κουμπί, αλλού η γραβάτα και βρέθηκε στο γραφείο σε δέκα λεπτά.

Φώναξε το βοηθό του κι έκλεισε την πόρτα με δύναμη.

– Λέγε.

– Πριν από λίγο ένας περαστικός βρήκε μαχαιρωμένο, πεθαμένο, νεκρό, τον

Μπουρδάρα, σ’ ένα αλσύλλιο.

– Πώς έγινε;

– Ψάχνουμε για μάρτυρες. Τίποτα ακόμη!

– Βρήκατε κάτι πάνω του;

– Άδειες οι τσέπες του. Μόνο ένα σκισμένο χαρτί που ήταν γραμμένη μια λέξη

«…δότης». Δεύτερος φόνος. Σχετικός με τον πρώτο; Ό,τι και νάναι δεν μπορεί κι αυτός να «σβήσει». Άλλωστε έγινε σε δημόσιο χώρο, είχε μαζευτεί πολύς κόσμος.

Ο Μπέκας τηλεφώνησε στον Διοικητή και ζήτησε μια συνάντηση των δυό τους με τον Υπουργό. Δεν είχε αποφασίσει αν θα τους έλεγε για τα δύο χαρτιά «…δότης».

Ο Διοικητής συμφώνησε, αλλά τα γεγονότα τους πρόλαβαν και πάλι.

– Μα καλά, πώς κρεμάστηκε μέσα στα κρατητήρια;

Δεν είναι δυνατόν! Μόλις κλείσουμε την περίεργη αυτή υπόθεση θα διατάξω ΕΔΕ, ούρλιαζε ο Διοικητής, που ακολουθούμενος από τον Μπέκα είχαν κατεβεί στα υπόγεια του αστυνομικού τμήματος όπου είχε βρεθεί πνιγμένος από μια αυτοσχέδια θηλιά του ζωστήρα του ο Φραγκόπουλος.

– Ο φρουρός πού ήταν; Δεν είδε τίποτα; Οι άλλοι κρατούμενοι; Τί στο διάολο συμβαίνει εδώ μέσα;
Λειτουργεί εδώ μέσα κάτι ή μήπως έγινε μπάχαλο γιατί είστε όλοι κρυφοαναρχικοί;, ούρλιαξε και πάλι ο Διοικητής.

– Μπέκα, πρέπει αμέσως να πάρεις μέτρα και να διαλευκάνεις τον περίεργο αυτό θάνατο. Ας ελπίσουμε ότι ήταν αυτοκτονία. Γιατί αλλιώς κινδυνεύουμε όλοι να στηθούμε στον τοίχο.

– Μάλιστα, είπε αφηρημένα ο Μπέκας, καθώς ανέσυρε από την τσέπη του νεκρού ένα σκισμένο χαρτάκι.
Έγραφε «…δότης».

***

Απόβραδο. Ο αστυνόμος έκλεισε τους φακέλους και βγήκε να περπατήσει στο ήσυχο δρομάκι μπροστά από το Τμήμα, να πάρει λίγο αέρα, να βάλει σε τάξη τις σκέψεις του.
Ένας πρώην αντικαθεστωτικός, που αποφασίζει να συνεργαστεί με την Ασφάλεια, δολοφονείται μέσα σ’ ένα κακόφημο σινεμά. Στην τσέπη του βρίσκεται ένα άσφαιρο περίστροφο και πεσμένο κοντά στο κάθισμά του ένα μισοσκισμένο χαρτάκι όπου γράφει «…δότης». Από τους επτά θεατές οι τρεις ομολογούν αυθορμήτως, αλλά με διαφορετικό κίνητρο ο καθένας, οι τρεις είναι ύποπτοι λόγω παρελθόντος, ο έβδομος είναι αγνώστων στοιχείων. Το όπλο του εγκλήματος δεν βρίσκεται.

Ο Διοικητής ζητάει άκρα μυστικότητα, ο Υπουργός διατάσσει αρχειοθέτηση, ο ένας ύποπτος μαχαιρώνεται στο αλσύλλιο (με το γνωστό χαρτάκι στην τσέπη) και ένας από τους τρεις που είχαν δηλώσει ένοχοι «κρεμιέται» μέσα στο κρατητήριο (πάλι με το γνωστό χαρτάκι στην τσέπη).
Ποιος σκότωσε ποιόν; Και γιατί;

Αν κάποιος από τους ομολογήσαντες σκότωσε τον Βασίλη Πολυκράτη, ποιος και γιατί σκότωσε τον Μπουρδάρα, γιατί αυτοκτόνησε –αν αυτοκτόνησε– ο Φραγκόπουλος. Και τί άραγε σημαίνουν τα σκισμένα χαρτάκια με τη μάλλον μισή λέξη «…δότης»;
Έξαφνα μια ιδέα πέρασε από το μυαλό του Μπέκα. Δεδομένης της πολιτικής δίκοπης δράσης του θύματος μήπως κάποιος ή κάποιοι τον χαρακτήρισαν «κατα-δότη» ή «προ-δότη» και τον τιμώρησαν δια θανάτου;

Αν έτσι είχαν τα πράγματα τότε πρώτη ύποπτη πρέπει να είναι η Μπελοπούλου ως κομμουνίστρια, κατά δήλωση βέβαια του περίγυρού της ή ο Δογαΐτης, ίσως για ξεκαθαρίσματα παλιών λογαριασμών.

Ας πούμε, συλλογίζεται συνεχίζοντας τον περίπατό του ο Μπέκας, ότι έτσι «λύνεται» ο φόνος του Βασίλη Πολυκράτη. Ποιος όμως σκότωσε τον Μπουρδάρα, ένα συνταξιούχο δημόσιο υπάλληλο χαρτοπαίκτη μόλις βγήκε από το Τμήμα;
Αυτός δεν φαίνεται να είχε κάποια σχέση με τα πολιτικά. Το ίδιο ισχύει και με τον «αυτοκτονήσαντα» Φραγκόπουλο, ένα μικροαπατεώνα. Καμία πολιτική δράση και όμως στην τσέπη του βρέθηκε το σημείωμα «κατα-δότης» ή «προ-δότης».

Του άρεσε πολύ του αστυνόμου Μπέκα η υπόθεση εργασίας περί του «κατα-δότη» ή «προ-δότη» αν και δεν έδενε με όλα τα θύματα.

Χωρίς να το καταλάβει έφτασε μπροστά στην πόρτα του σπιτιού του. Η φασολάδα με την φέτα και λίγο κόκκινο κρασί τον περίμεναν.
Μερικοί ισχυρίζονται ότι το πρωί το μυαλό δουλεύει καλύτερα. Σήμερα αυτό δεν ίσχυε για τον αστυνόμο Μπέκα. Ούτε καλά κοιμήθηκε, ούτε διαισθανόταν ότι πλησίαζε στην άκρη του νήματος.

Αποφάσισε να επισκεφθεί και πάλι τους δύο εναπομείναντες ομολογήσαντες και να ζητήσει από τον βοηθό του να προσαγάγει τους τρεις εναπομείναντες ύποπτους. Ήταν βέβαιος ότι δεν θα έβρισκαν τον άστεγο Αγγαρή, αλλά έπεσε έξω. Ήρθε κι αυτός.

***

Στο τέλος μιας κουραστικής τετράωρης ανάκρισης ένοιωθε περισσότερο μπερδεμένος από πριν. Καταρχήν από κανένα στοιχείο δεν προέκυπτε ότι αυτοί οι αρχικά επτά και τώρα πέντε άνθρωποι είχαν κάποια σχέση ή γνωριμία μεταξύ τους, κανένας δεν φαίνεται να γνώριζε τον Βασίλη Πολυκράτη και τον ρόλο του. Το νέο στοιχείο που αιφνιδίασε και πάλι τον Μπέκα ήταν ότι οι δύο πήραν πίσω την αυθόρμητη ανάληψη του φόνου, είπαν ο καθένας ανακρινόμενος ξεχωριστά ότι αισθάνθηκαν τόσο ένοχοι που βρισκόνταν σε ένα κακόφημο σινεμά που για καθαρά ψυχαναλυτικούς όρους αισθάνθηκαν «σαν εγκληματίες».

Τώρα όμως, μετά τους άλλους δύο θανάτους, φοβόντουσαν και ήθελαν να γυρίσουν σπίτι τους. Ο Μπέκας τα έχασε, θύμωσε, αλλά δεν το έδειξε. Καθώς δεν είχε πλέον νόμιμο λόγο να τους κρατάει στο κρατητήριο διέταξε την απελευθέρωσή τους.

Δεν τους πίστευε ούτε στην αρχή ούτε τώρα, αλλά δεν μπορούσε να κάνει τίποτα παραπάνω. Ήταν βέβαιος ότι κάποιον καλύπτανε. Σε κάποιον έδωσαν χρόνο να το σκάσει ή να σβήσει τα ίχνη του εγκλήματος. Αλλά σε ποιόν και γιατί;

***

Φεύγοντας από το αστυνομικό Τμήμα οι πέντε εναπομείναντες θεατές του Σινέ-Έρως αφού χαιρετήθηκαν μεταξύ τους, γύρισαν σπίτι τους, πλην του Αγγαρή που πήγε στο πλησιέστερο πάρκο, και άρχισαν να σκέφτονται πως μπλέξανε έτσι και γιατί «σκοτώθηκαν» οι άλλοι δύο.

Έτσι ο καθένας άρχισε να ψάχνει το παρελθόν των άλλων. Πληροφορίες αριστερά- δεξιά, ντοκουμέντα και αποκόμματα εφημερίδων, λόγια καλο-κακο-θελητών ξεκαθάρισαν το τοπίο. Μη γνωρίζοντας τι έγραφαν οι φάκελλοί τους στην Ασφάλεια και από ποιους πήρανε πρόσθετες πληροφορίες τα τσακάλια του Μπέκα έκαναν τη δική τους, ο καθένας για την πάρτη του, καταγραφή.

Ο Φραγκόπουλος ήταν ομοφυλόφιλος

Ο Δογαΐτης ήταν αναρχικός

Η Μπελοπούλου ήταν (πρώην) ιερόδουλος

Ο Καραμήτρος ήταν μπράβος της νύχτας

Ο Χαντζίδης ήταν νόθο παιδί γερμανού λοχαγού (Hanz, Χαντζίδης) Ο Μπουρδάρας ήταν χαφιές

Ο Αγγαρής εξακολουθούσε να είναι «άγνωστος».

***

Ο καθηγητής Εγκληματολογίας, εκ του νόμου από το 1955 υποστράτηγος της Χωροφυλακής, πήρε τον φάκελλο που είχε ετοιμάσει ο αστυνόμος Μπέκας. Μέσα στο φάκελλο υπήρχαν στοιχεία που είχαν συλλεγεί από την Ασφάλεια, από τις αστυνομικές έρευνες και από τις πληροφορίες των ίδιων των εμπλακέντων θεατών του Σινέ-Έρως. Σύμφωνα λοιπόν με μια οριζόντια και γραμμική σύνθεση:

 Ο Φραγκόπουλος ήταν απότακτος χωροφύλαξ, μικροαπατεώνας και ομοφυλόφιλος
 Ο Δογαΐτης ήταν αποτυχημένος καλλιτέχνης, χανσενικός και αναρχικός

 Η Μπελοπούλου ήταν οικοκυρά, κομμουνίστρια και πρώην ιερόδουλος

 Ο Καραμήτρος ήταν μαυραγορίτης, χασικλής και μπράβος

 Ο Χαντζίδης ήταν φαντάρος, λαθρέμπορος και νόθο παιδί γερμανού λοχαγού

 Ο Μπουρδάρας ήταν συνταξιούχος δημόσιος υπάλληλος, χαρτοπαίκτης και χαφιές
 Ο Αγγαρής ήταν «τίποτα», αγνώστων στοιχείων.

– Οριζοντίως ή καθέτως, άκρη δεν βγαίνει, διαπιστώνει ο Καθηγητής της Εγκληματολογίας.

Καμία θεωρία της Εγκληματολογίας δεν μπορεί να ερμηνεύσει τους δύο φόνους και την «αυτοκτονία» ή έστω τους τρεις φόνους. Ούτε πολιτικό έγκλημα μοιάζει, παρά τα χαρτάκια «κατα-δότης» ή «προ-δότης», ούτε ερωτικό πάθος διεφάνη, ούτε οικονομικό όφελος προκύπτει.
Άλλωστε πολιτικές δολοφονίες μέσα σε κακόφημο σινεμά, μάλλον είναι έξω από τα ήθη μας, συμπέρανε ο Καθηγητής και ευχαρίστησε τον αστυνόμο Μπέκα που ζήτησε τη βοήθειά του.

– Δυστυχώς, δεν μπορώ, με τα στοιχεία αυτά, να σας βοηθήσω περισσότερο κατέληξε ξεπροβοδίζοντάς τον.

***

– Τι στο καλό συμβαίνει, μονολογεί ο Μπέκας φορώντας την καμπαρτίνα του γιατί είχε αρχίσει ο καιρός να αγριεύει. Κυβέρνηση, Αστυνομία, Επιστήμη έχουν σηκώσει τα χέρια τους ψηλά μπροστά σε τρεις παράξενους θανάτους; Ποιος καθοδηγεί όλα αυτά, ποιος κινεί τα νήματα;
Η πλατεία Βικτωρίας και το σπίτι του δεν ήταν μακριά.

Ο αστυνόμος Μπέκας δεν μπορούσε να κοιμηθεί. Κάτι του ξέφυγε. Είχε ζητήσει και είχε λάβει από τον βοηθό του και τις υπηρεσίες της Δίωξης κάποια στοιχεία για τους θανάτους των Μπουρδάρα και Φραγκόπουλου. Τα πρώτα στοιχεία για τη δολοφονία του Μπουρδάρα ήταν πως δύο-τρεις μάρτυρες είδαν έναν τύπο –«αλήτη» τον περιέγραψαν– να φεύγει βιαστικά από τον τόπο του εγκλήματος. Στη γωνία τον περίμενε μ’ ένα μηχανάκι κάποιος –μάλλον συνεργός– ανέβηκε ο δράστης και εξαφανίστηκαν.

Φήμες που κυκλοφορούν στα αντικαθεστώτα /αριστεροαναρχικά στέκια μιλάνε για «τιμωρία του μπαμπέση». Μέχρις εκεί.
Για την αυτοχειρία του Φραγκόπουλου όλα τα στοιχεία μοιάζει να δίνουν τη λύση από μόνα τους. Κανείς δεν βρισκόταν κοντά του, κανένα σημάδι πάλης ή αντίστασης, κανένα αποτύπωμα.

Φήμες που κυκλοφορούν στα στέκια των «ανώμαλων» –κατά την επίσημη ομολογία των αστυνομικών– μιλάνε για εγκλήματα διπλού πάθους, για «εκμετάλλευση» ανηλίκων από πρόσωπα με εξουσία, για διπλά παιχνίδια βρώμικου εμπορίου και βρώμικου έρωτα.

Τον Μπέκα τον απασχολούσε και το θέμα του τόπου «εκτέλεσης» του Βασίλη Πολυκράτη. Τί ήθελε ένας πρώην αντικαθεστωτικός και τωρινός συνεργάτης της Ασφάλειας σ’ ένα τέτοιο μέρος; Πήγε τυχαία, είχε ραντεβού και με ποιόν και γιατί εκεί;

– Μήπως ο Υπουργός δεν μου είπε όλη την αλήθεια; αναρωτήθηκε δυνατά ο Μπέκας. Πώς όμως θα το μάθαινε, πώς θα διασταύρωνε τις πληροφορίες;

Έψαξε σ’ ένα ξύλινο σεντούκι που φυλούσε τις φωτογραφίες και γράμματα παλαιών φίλων για να βρει τη διεύθυνση του Θοδωρή Γεωργιάδη, συμμαθητή του στη Σχολή που είχε μάθει πώς υπηρετούσε στο Υπουργείο.
Θα τον έπαιρνε μήπως και «ψάρευε» τίποτα.

***

– Μακριά, όσο γίνεται πιο μακριά από αυτήν την υπόθεση, του μήνυσε ο παλιός συμμαθητής. Σε ξεπερνάει. Δεν βλέπεις πως τόσες μέρες οι εφημερίδες και τα ραδιόφωνα δεν λένε λέξη ούτε ψάχνουν για να βρουν ποιο είναι το θύμα του Σινέ- Έρως; Τί άλλη απόδειξη χρειάζεσαι για να μην ασχοληθείς παραπέρα μ’ αυτήν; Οι άλλοι δύο θάνατοι μάλλον δεν συνδέονται με τον πρώτο φόνο.

Ο Μπέκας ρώτησε για τον Αγγαρή. Ο συνομιλητής του δεν γνώριζε τίποτα γι’ αυτόν. Ούτε είχε ακούσει το όνομά του ούτε τον είχε δει ποτέ. Άγνωστος, αδήλωτος, αόρατος. Λες και όλο το σύστημα, αριστερά-δεξιά, τον «κάλυπτε».

***

Πίνοντας τον καφέ του ο αστυνόμος Μπέκας φιλοσόφησε. Κάπου είχε διαβάσει πως υπάρχουν θύματα τα οποία δεν θέλουν να βρεθεί (και να τιμωρηθεί) ο δολοφόνος τους.

– Λες νάναι τέτοια περίπτωση ο Πολυκράτης, αναρωτήθηκε; Μήπως ο ίδιος κρύβει τόσο καλά το μυστικό του που στο τέλος προστατεύει και το φονηά του;
– Πώς να καταλάβεις πως έγιναν τα πράγματα, αν δεν ξέρεις πως ακριβώς είχαν πριν το έγκλημα, μονολόγησε.

Μέσα στο Σινέ-Έρως όλοι έμοιαζε νάναι ταυτόγχρονα αθώοι και ένοχοι. Τα όποια όμως κίνητρα και οι όποιες πληροφορίες δεν αρκούν για να καταδικάσεις ανθρώπους. Δεν τον ενδιέφερε η εξήγηση της εξήγησης, δηλαδή η πολιτική πτυχή –αν τέτοια υπήρχε– του εγκλήματος αλλά να λύσει το μυστήριο. Διαισθανόταν όμως πως μέσα στο δράστη κρυβόταν ένας συνένοχος και μέσα στο συνένοχο ένας άλλος. Καλά κρυμμένα μυστικά σκληρών καιρών, αποφάνθηκε.

***

Ο Μπέκας δεν ησύχαζε. Πεισματάρης από γεννησιμιού. Σκέφτηκε να στραφεί στο ιστορικό του πρώτου θύματος.

Ο Βασίλης Πολυκράτης δεν είχε οικογένεια. Αλλά κι αν έβρισκε ο Μπέκας και τα «τσακάλια» του κάποιον γνωστό είναι σίγουρο ότι θα ήξερε, θα ήταν μέσα στο παιχνίδι της ασφάλειας ή θα τον νόμιζε πεθαμένο;

Από εκεί δεν έβλεπε φως. Έψαξε όμως στα αρχεία και στις εφημερίδες. Και βρήκε μια καταχώρηση ενός δημοσιογράφου τις μέρες του (πρώτου) θανάτου του Βασίλη Πολυκράτη που του’κανε εντύπωση. Ο Πολυκράτης είχε κατηγορηθεί για παιδεραστία αλλά είχε αθωωθεί με άνωθεν παρέμβαση.

Αυτό το νέο στοιχείο αποδείκνυε ότι ο Υπουργός δεν τού είχε πει όλη την αλήθεια. Και η μισή αλήθεια ισοδυναμεί με ένα μεγάλο ψέμα Η πολιτική μεταστροφή του Πολυκράτη ίσως να οφειλόταν σε εκβιασμό που του ασκούσε η Ασφάλεια. Ίσως αυτό το «κουσούρι του» –αν πράγματι το είχε– να εξηγούσε και την παρουσία του στο Σινέ-Έρως.

Οι άλλοι όμως οι τρεις που ομολόγησαν, τί στο διάολο παιχνίδι έπαιζαν; Άλυτο σταυρόλεξο. Σκοτεινός λαβύρινθος.

Ο Μπέκας ήθελε να συνεχίσει την έρευνα αλλά δεν έβρισκε τρόπο και δρόμο. Ο Υπουργός ήταν και πάλι κοφτός και σαφής.

– Μπέκα, οι υποθέσεις διαλευκάνθηκαν. Τον Μπουρδάρα τον σκότωσαν κάποιοι αλήτες, ο Φραγκόπουλος αυτοκτόνησε και ο άλλος… ξέρεις ποιος… δεν αναζητείται από κανένα. Στ’ αζήτητα, εννοώ στο αρχείο, να μπει αμέσως.
– Άντε, κουράστηκες πολύ αλλά έκανες καλή δουλειά. Πάρε καμιά άδεια να πας κανένα ταξιδάκι.

Το τηλέφωνο έκλεισε απότομα.

Ο αστυνόμος Μπέκας έμεινε για λίγο σκεφτικός.

Μετά φώναξε τον βοηθό του:

– Γιώργο, τί άλλες υποθέσεις έχουμε σ’ εκκρεμότητα; Άντε, αρκετά χολοσκάσαμε με τις βρωμοδουλειές των ανώμαλων και των διπλών παιχνιδιών. Πάμε να ασχοληθούμε με κανένα κανονικό εγκληματία. Φόρεσε το τριμμένο πανωφόρι του και έκλεισε την πόρτα πίσω του.

***

Είχαν ορκιστεί να μην ξανασυναντηθούν ποτέ.

Όμως τα χρόνια είχαν περάσει. Οι πολιτικοί καιροί είχαν αλλάξει. Οι παληές διχόνοιες επουλώθηκαν. Οι φωτογραφίες αλλοιώθηκαν και οι εφημερίδες κιτρίνισαν. Έτσι, πήραν από κοινού το ρίσκο, να φορέσουν καπέλα, μακριά πανωφόρια και μαύρα γυαλιά και να τα πούνε κάπου στο Φάληρο. Ο Δογαΐτης (που πήγε στο Σινέ- Έρως για να απειλήσει τον Μπουρδάρα) και η Μπελοπούλου (που πήγε για να εκδικηθεί τον Καραμήτρο). Έλειπε βέβαια ο αυτόχειρας Φραγκόπουλος που πήγε να τα «πάρει» από τον Χαντζίδη.

Τις συναντήσεις στο Σινέ-Έρως τις είχε κλείσει η Οργάνωση στην οποία ανήκαν και οι τρεις, η μυστική εταιρεία ΕΜΟ-δότης.
Όλοι είδαν τον Αγγαρή να σκοτώνει με μια μαχαιριά στο λαιμό τον Βασίλη Πολυκράτη. Οι τρεις είχαν κάθε λόγο να τον «καλύψουν», αφού αναγνώρισαν στο πρόσωπό του τον Αρχηγό της Οργάνωσης. Τον είχαν δει μόνο από φωτογραφίες αλλά η φιγούρα ήταν ίδια. Οι άλλοι τρεις δεν είχαν κάποιο λόγο να «μιλήσουν» αφού είχαν βεβαρημένο παρελθόν και δεν ήθελαν να μπλέξουν.
Τα χαρτάκια με την ένδειξη «…δότης» δεν ήσαν τίποτα άλλο από το νόμιμο τίτλο της Εταιρείας ΕΜΟ-δότης, πίσω από την οποία κρύβονταν η μυστική Οργάνωση και τα οποία λόγω αναζήτησης λογότυπου είχαν μείνει ημιτελή.

Τα χαρτάκια αυτά βρίσκονταν στις τσέπες των τριών και του Αγγαρή που το έχασε το δικό του καθώς πήγε να χτυπήσει από πίσω τον Βασίλη Πολυκράτη κι έπεσε μέσα στα καθίσματα.
Τον Μπουρδάρα τον μαχαίρωσαν μάλλον «αριστεροί» που έμαθαν ότι ήταν χαφιές και του την είχαν στήσει έξω από το σινεμά αλλά τα γεγονότα τους άλλαξαν σχέδια γι’ αυτό και περίμεναν να βγει από το Τμήμα.
Ο Φραγκόπουλος αυτοκτόνησε γιατί είχε αναγνωρισθεί από κάποιους αστυφύλακες στα κρατητήρια του Τμήματος και δεν άντεχε το γενικό διασυρμό. Άλλωστε τον έπνιγαν τα χρέη και τον κυνηγούσαν διάφοροι «εραστές μιας νύχτας» που τους είχε κλέψει ρολόγια και πορτοφόλια. Όπως είχε πληροφορηθεί μετά τα γεγονότα ο Καραμήτρος σκοτώθηκε σ’ έναν καβγά από κάποιο μαχαιροβγάλτη, ενώ ο Χαντζίδης έφυγε μετανάστης στη Γερμανία. Ο Μπέκας είχε φτάσει πολύ κοντά στην αλήθεια αλλά ευτυχώς παρενέβη «η κάλυψή τους».

Κανείς ποτέ δεν ρώτησε τί απέγινε ο Αγγαρής ούτε γιατί είχε σκοτώσει τον Βασίλη Πολυκράτη. Ήταν συγγενής, γνωστός, κομμουνιστής, δεξιός, πληρωμένος; Άγνωστο και Αόρατο.
Η Οργάνωση έσβησε μετά την εξαφάνιση του Αγγαρή και ουδείς ήθελε να ψάξει τα μυστικά του χτες.
Μεταγενέστερα άλλοι είπαν ότι επρόκειτο για:

• ΕΜΟ– (Ένοπλη Μεραρχία Ομοφρόνων)

• ΕΜΟ– (Ερυθρά Μεταπολεμική Οργάνωση)

• ΕΜΟ– (Ένωση Μεγάλων Οραματιστών)

• ΕΜΟ– (Εθνικοί Μαχητές Ορθοδοξίας)

ενώ άλλοι είπαν ότι ειδικά αυτή η Οργάνωση τα περιλάμβανε όλα. Κανείς ίσως δεν θα μάθει ποτέ. Άλλωστε όλοι κρύβονταν τότε μέσα στο παρελθόν των άλλων, κάτι σαν τις ρώσικες μπαμπούσκες.

 

*
Νέα Ευθύνη, Νοέμβριος 2015

 

ΣΤΟ ΕΠΟΜΕΝΟ

Έγκλημα… από το μέλλον

Α ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΑ ΕΔΩ:

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ     ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΥΤΕΡΟ  ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΕΤΑΡΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΕΜΠΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΚΤΟ