Βρόμικο 2016: Οδηγείται η πολιτική στα χέρια του υποκόσμου;

Φωτό: Γιώργος Λάππας - Γεύμα στη Χλόη

Του Νίκου Λακόπουλου

ΝΙΚΟΣ ΛΑΚΟΠΟΥΛΟΣ

Το 1989 η πολιτική φαυλότητα οδήγησε σε μια ηθική αντίδραση που επέτρεψε την συνεργασία της παραδοσιακής Αριστεράς με την Δεξιά με στόχο την “κάθαρση”. Ο στόχος δεν ήταν βέβαια τα σκάνδαλα. Ήταν ο τεμαχισμός του ΠΑΣΟΚ και η διανομή των ιματίων του. Το αποτέλεσμα ήταν το αντίθετο. Η Αριστερά έγινε τρία κομμάτια- και βάλε- και ο Ανδρέας Παπανδρέου επανήλθε δικαιωμένος -τουλάχιστο στα μάτια του μισού εκλογικού πληθυσμού.

“Ήταν λάθος” θα πουν και οι δυο ηγέτες της Αριστεράς, μετά. Δεν θα μάθουμε ποτέ τι ακριβώς έγινε με το περίφημο “Σκάνδαλο Κοσκωτά”, αλλά μακροπρόθεσμα το βρωμερό κλίμα της εποχής- πλην της αποχής από την πολιτική- εξέθρεψε με το πέρασμα του χρόνου τιμητές του πολιτικού συστήματος- που δέκα χρόνια μετά θα πάρουν και την πολιτική μορφή ναζιστικών μορφωμάτων- που έχουν “καθαρά χέρια”.

Ουδέποτε η μετατροπή της πολιτικής σε ηθική δεν βοήθησε την ηθική της κοινωνίας. Αντίθετα. Τι έγινε με το Κοσκωτά ή με το Βατοπαίδι- δεν θα μάθουμε ακριβώς. Ούτε η αθώωση του Ανδρέα Παπανδρέου, ούτε η απαλλαγή των κατηγορούμενων έπεισαν -τουλάχιστο την μισή κοινωνία. Ο Ανδρέας Παπανδρέου και ο Κώστας Καραμανλής που ήταν στόχοι δεν ήταν τα μόνα θύματα, καθώς επικράτησε το μήνυμα πως όλοι οι πολιτικοί είναι διεφθαρμένοι. Η επόμενη εποχή κύλισε στην περιρρέουσα ατμόσφαιρα πως και οι δικαστικοί- και άλλοι θεσμοί- είναι διεφθαρμένοι.

Από την Αρχαία Ελλάδα ως τον αιώνα τον άπαντα δεν θα πάψουμε να έχουμε σκάνδαλα κι αν δεν έχουμε κάποιοι να τα κατασκευάζουν σε βάρος των άλλων. Mε βάσιμη την υποψία πως όσοι διαμαρτύρονται που κάποιοι τα πήραν, πιθανόν να ήθελαν να τα πάρουν οι ίδιοι. Το πρόβλημα δεν είναι λοιπόν τα σκάνδαλα, όσο το πως αντιμετωπίζει μια κοινωνία τα σκάνδαλα. Και σε ποιο βαθμό η πολιτική ζωή τα αξιοποιεί για να πλήξει ηγέτες, συγγενείς και φίλους σε παιχνίδι σκανδαλοθηρίας, νοσηρό κι αρρωστημένο.

Το 1989 δεν ήταν το θέμα το “σκάνδαλο Κοσκωτά” -όσο ήταν το ποιος θα εξουσιάζει την ενημέρωση. Ο Κοσκωτάς αξιοποιήθηκε με ψευδομάρτυρες- όπως αποδείχτηκε- για να πληγεί ο Ανδρέας Παπανδρέου ο οποίος- να μην ξεχάσουμε- εκτός από το ότι ήταν πίσω από το σκάνδαλο και κατέβαινε με πυτζάμες να πάρει λεφτά από τα πάμπερς- τόσα πολλά που δεν …χωρούσαν- ήταν μοιχός, τρομοκράτης, αλκοολικός, φαύλος, διεφθαρμένος -με εξώγαμο- και μελλοθάνατος -ως ασθενής.

Η επόμενη γενιά- του Αλέξη Τσίπρα- θα μεγαλώσει μέσα στην αντίληψη πως “όλοι τα παίρνουν”- ακόμα και οι μαθητές στις …εκδρομές, όπως ίδιος έχει πει. Ωστόσο, από την εποχή του Βενιζέλου και του Πλαστήρα ως τον Καραμανλή και τον Παπανδρέου οι Έλληνες πολιτικοί -κατά κανόνα- ήταν λιγότερο διεφθαρμένοι από ένα μεγάλο μέρος των ψηφοφόρων- πελατών που αν δεν πουλούσαν όλοι την ψήφο τους, λάδωναν την πολεοδομία και την Εφορία- σε μεγάλη κλίμακα- ή δεν έκοβαν αποδείξεις.

Το νοσηρό κλίμα της ηθικολογίας παράγει περισσότερη διαφθορά. Κανένας δεν ασχολήθηκε με το ότι όταν ο Μητσοτάκης- πατέρας- κατηγορούσε τον Ανδρέα για υποκλοπές τις έκανε ο ίδιος με τον αρχικοριό- που είχε και για θέματα αρχαιοκαπηλείας. Κι όταν το ΠΑΣΟΚ παρέδωσε τον Άκη Τσοχατζόπουλο στην δικαιοσύνη δεν πέτυχε την αυτοκάθαρση, τον εξαγνισμό του. Αντίθετα είδε το ποσοστό του να εξατμίζεται, πρωτοκλασάτα στελέχη του να εξαφανίζονται από το πολιτικό προσκήνιο και την ιδιότητα του ΠΑΣΟΚ ουσιαστικά να ενοχοποιείται με τον ίδιο τρόπο που η Δεξιά γνώρισε την ενοχοποίησή της για τα πολιτικά εγκλήματα του παρακράτους -και του μετεμφυλιακού κράτους της.

Κανένας δεν πρόσεξε πως ο Κων/νος Καραμανλής συγκρούστηκε με την Ακροδεξιά και το Παλάτι- πλην του ότι αποχώρησε από το ΝΑΤΟ, έκανε εθνικοποιήσεις, νομιμοποίησε το Κομμουνιστικό Κόμμα και …έφερε το ΠΑΣΟΚ. Η ηθικοποίηση της πολιτικής συσκοτίζει την πολιτική δράση, τις ιδέες και την πρακτική.

Στα μάτια του “αντιδεξιού” της εποχής ο Καραμανλής είναι ο πατριάρχης της Δεξιάς, ίσως ο δολοφόνος του Λαμπράκη- ως ηθικός αυτουργός- όπως κατηγορήθηκε και από το άμωμο “Κέντρο” και την ΕΔΑ. Στα μάτια του δεξιού, αλλά και του πουριτανού αριστερού ο Αντρέας Παπανδρέου ένας φαύλος- με πολλές γυναίκες- που έκανε το έγκλημα να πηγαίνει στα μπουζούκια και να χορεύει -άκου!- ζεϊμπέκικο- με αποτέλεσμα να καταστρέψει -και- την…ελληνική γλώσσα.

Τα κόμματα με άξονα τον ηγέτη -και την εκάστοτε ιδεολογία Του- είναι αποιδεολογικοποιημένα μπουλούκια, συρφετοί με βασικό αίτημα μια θέση στο δημόσιο και την νομή της εξουσίας.  Η Αριστερά -θυματοποιημένη- αγιοποιείται και η Δεξιά δεν κρίνεται για τις απόψεις της. Το να είσαι δεξιός- ή Πασόκος- είναι το έγκλημα. Δεν χρειάζεται να έχει κάνει ο ψηφοφόρος ή υποστηρικτής της “ΝΔ” και του ΠΑΣΟΚ. Είναι και οι δυο διεφθαρμένοι- απέναντι σε μια άσπιλη Αριστερά και πιο άσπιλη Ακροδεξιά- που έρχονται ως Άγγελοι- Εκδικητές με ή χωρίς ρομφαία.

Η τρομοκρατία- με πολλούς υποστηρικτές ως την αποκάλυψη της 17 Ν- είναι η ακραία μορφή της ταύτισης της πολιτικής με την ηθική, όπου ο τρομοκράτης παίρνει την ηθική στα χέρια του. Δεν θα μάθουμε επαρκώς γιατί τιμωρήθηκε ο Παύλος Μπακογιάννης- γαμπρός του Μητσοτάκη-, αλλά η άνανδρη δολοφονία του με όρους ενέδρας ήταν ένα γεγονός που χρησιμοποιήθηκε για τον εξαγνισμό της Δεξιάς και την απενοχοποίησή της.

Η δολοφονία Τεμπονέρα χρησιμοποιήθηκε για την επαναφορά του μύθου της επάρατης Δεξιάς. Ο δολοφόνος δεν είναι ένας τραμπούκος- δολοφόνος. Είναι στέλεχος της Νέας Δημοκρατία, άρα οι Δεξιοί, είναι όπως πάντα, δολοφόνοι- και σε μια προέκταση αυτής της πολιτικής ηθικής- πρέπει να πεθάνουν.

Η δολοφονία του εφοπλιστή Περατικού- πέραν του ότι το να είσαι εφοπλιστής είναι ήδη αδίκημα- έγινε ως αντίποινα σε όσους πεθαίνουν από εργατική ατυχήματα ή στα τροχαία στις εθνικές οδούς- για τα οποία ευθύνεται το κράτος. Χρειάστηκαν πολλά χρόνια ωσότου ο Σάββας Ξηρός- γιος ιερέα- εξήγησε πως δεν ήταν η Αριστερά, αλλά ο Θεός που τον υποκινούσε.

Ιστορικά- δεν θα μάθουμε ποτέ αν ένας τρομοκράτης χρησιμοποιεί την πολιτική ιδεολογία για να καλύψει την επιθυμία να σκοτώνει ή αν η επιθυμία αυτή γεννά μια πολιτική ιδεολογία που ανεξάρτητα αν είναι ακροδεξιά ή ακροαριστερή χρησιμοποιεί την ηθική για να τιμωρήσει κάποιον αστό, κάποιον αλλοδαπό, δεξιό, κομμουνιστή -πάντα κάποιον Άλλο.

Ο ΣΥΡΙΖΑ -όσο και η “Χρυσή Αυγή”- αναδείχτηκαν από το Κίνημα των Αγανακτισμένων- όχι μόνο να αλλάξουν -ανάλογα με τα ποσοστά τους- το πολιτικό σύστημα, αλλά και να τιμωρήσουν τους Καναλάρχες, του Ολιγάρχες, τους Διεφθαρμένους. Πίσω από τα λόγια, μέσα σε βίαιες πρακτικές των αντισυστημικών- σε κάθε περίπτωση- “τιμωρών”- και ηθικολόγων υπάρχει η εξαφάνιση του Άλλου- είτε πρόκειται για την επάρατη Δεξιά,  είτε το ΠΑΣΟΚ-, αλλά πώς θα ποινικοποιήσουμε το να είναι κάποιος δεξιός, σοσιαλιστής ή σοσιαλδημοκράτης;

H επόμενη γενιά τρομοκρατών- αντίθετα με παλιότερες που έκαναν λαϊκά δικαστήρια- όπου υπήρχε κατηγορία και το ενδεχόμενο της αθώωσης- δεν χρειάζεται να δικαιολογήσει την πρακτική της με προκηρύξεις. Είναι αυτόκλητοι και αυτοδικαιωμένοι τιμωροί, νάρκισσοι και εισαγγελείς στο χώρο του δικού της -βίαιου- κράτους που καμιά φορά- με ανορθόγραφα κείμενα- κατηγορούν κάποιον όχι γιατί είναι δεξιός ή Πασόκος, ακόμα και Αριστερός -της συστημικής Αριστεράς, αλλά γιατί είναι μικροαστός ή εργαζόμενος που, ειδικά αν είναι αστυνομικό, πρέπει -αυτοδίκαια- να πεθάνει.

Η κρίση της πολιτικής αρχίζει ως μία κοινωνική παθογένεια όταν οι ιδέες συσκοτίζονται και η ηθική με συναισθηματικό τρόπο αναλαμβάνει να υποκαταστήσει -με μίσος- την ιδεολογία. Οι ιδέες αποτελούν πλέον ένα κατηγορητήριο κι η πολιτική ένα δικαστήριο- που έχει βγάλει την απόφαση και εκκρεμεί το όνομα του κατηγορουμένου. Συνήθως με ιδιότητα που δεν αφορά το ίδιο το πρόσωπό του, αλλά την τάξη, την πολιτική παράταξη, την φυλή, το έθνος ή την θρησκεία του.

Ο πολιτικός λόγος γίνεται άλογος και παραληρηματικός με συγκεχυμένα πολιτικά προτάγματα, όπως αυτά του γραμματέα του ΣΥΡΙΖΑ με το μανιφέστο του προ καιρού. “Αφού ο παππούς μου ήταν στο ΕΑΜ και ο αδελφός μου στο Πολυτεχνείο ή το Χημείο, δικαιούται η οικογένειά μου να διοριστεί στο δημόσιο”.  Ή όπως ο υπουργός Παιδείας που δικαιολογεί την -αναγκαία πέραν της Αριστεράς και της Δεξιάς- κατάργηση του κατηχητικού και επικίνδυνου για τα παιδιά- μαθήματος των Θρησκευτικών ως τιμωρία της Εκκλησίας και της στάσης της στην Κατοχή και την Χούντα.

Ούτε η Αριστερά, ούτε η Δεξιά- στην Ελλάδα είμαστε κυρίως αντί- δεξιοί ή αντικομμουνιστές- έχουν αυτόνομο λόγο. Η Αριστερά είναι αντιδεξιά -κι ίσως γι΄αυτό δεν μπορεί να υψωθεί σε ηγέτιδα πολιτική δύναμη όλης της κοινωνίας. Η Κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ με παιδαριώδη επιχειρήματα, μια κυβέρνηση με κανένα ίχνος ριζοσπαστισμού και κανένα έργο επιχείρησε να στήσει ένα διαρκές δικαστήριο για τους αντιπάλους της -που είναι εξ ορισμού διεφθαρμένοι καταστροφείς της χώρας.

Η “αριστερή” φλυαρία για τα μνημόνια που θα έσκιζε, το ΕΝΦΙΑ που δεν θα πλήρωνε ο νυν πρωθυπουργός, τα διόδια -και το Κίνημα δεν Πληρώνω, τα λιμάνια και τα αεροδρόμια που δεν θα πουλιούνταν- υπέκρυπτε την αριστεροδεξιά κενότητα, την απουσία πολιτικών ιδεών -που δικαιολογεί και την συνύπαρξη της λεβέντικης “Αριστεράς” με την υπερλεβέντικη λαϊκή Δεξιά του Καμμένου.

Όλο το εθνικολαϊκό πλαίσιο μιας εξ αρχής βρόμικης συνεργασίας με στόχο την νομή της εξουσίας, η απολίτικη φιλολογία με στοιχεία ηθικολογίας κατέρρευσε εδώ και καιρό. Ο ΣΥΡΙΖΑ οργάνωσε το δικό του μαύρο στα κανάλια με ένα ακατανόητο σκεπτικό. “Το σύστημα καταρρέει” γράφει η “Αυγή”. Θα χτυπήσουμε τους νταβατζήδες, αν περιορίσουμε τα κανάλια σε τέσσερα. Δηλαδή θα αναγκάσουμε όσους έβλεπαν τα κανάλια της διαπλοκής να βλέπουν άλλα κανάλια- μιας χειρότερης διαπλοκής.

Ο ΣΥΡΙΖΑ πιάνεται στα δίχτυα που έστησε μόνος του. Αν ήταν πράγματι ένα αριστερό κόμμα δεν θα συνεργαζόταν με ένα δεξιό κόμμα, ούτε θάκανε τον αντιμνημονιακό αγώνα -με τόσο ψέμα, λαϊκισμό κι αφέλεια- με στόχο μόνο και μόνο την εξουσία. Γιατί ούτε η πραγματική Αριστερά έχει ως αυτοσκοπό την εξουσία, ούτε μπορείς να καταγγέλλεις την διαφθορά και να είσαι στην εξουσία -που από μόνη της διαφθείρει.

Κι έτσι -χωρίς έργο, αλλά και χωρίς πολιτικό λόγο- θα καταφύγει πλέον στην ηθικολογία, την πάταξη της “παρανομίας”, την τάξη. Αλλά κάθε λέξη του Τσίπρα, του Παππά ή κάθε άλλου “αριστερού”, αλλά κατά βάση απολίτικου ηθικολόγου –  τσαρλατάνου θα αποτελεί το κατηγορητήριο που συντάσσεται ήδη εναντίον του.

Στο μεταξύ, μέσα από το νοσηρό κλίμα που διαμορφώνεται όπως στο 1989 η πολιτική ζωή, όπως και τα μέσα ενημέρωσης, θα περνάνε στα χέρια του υποκόσμου. Μια νέα γενιά αλκολικών- πρώην “ελπιδοφόρων” – μπαίνει στην πόλη που βυθίζεται στη βρομιά και την δυσωδία. Μια ακόμα “χαμένη Άνοιξη”, μια ακόμα χαμένη ευκαιρία.