Ελληνικά αστέρια στο διεθνές μουσικό στερέωμα.

Του Γιώργου Μαρκάκη*

Πόσοι από τους σημερινούς μας Έλληνες καλλιτέχνες «κάνουν διεθνή καριέρα»;Τι έχουμε εξάγει μουσικά τα τελευταία 50 χρόνια από την Ελλάδα;Ποιοί και πόσοι είναι αυτοί οι ‘δικοί’ μας καλλιτέχνες που έγιναν ευρέως γνωστοί εκτός συνόρων;

Ποιά Παιδεία και τεχνογνωσία διαθέτουμε τόσα χρόνια, για να “διαβάζουμε” την παγκόσμια αγορά και να μπορούμε “να περνάμε” τους δικούς μας ήχους;

Σε πόσες διεθνείς μουσικές εκθέσεις συμμετείχαμε σαν κράτος αλλά και σαν ιδιώτες μισό αιώνα τώρα έτσι ώστε να δείξουμε την πραμάτια μας και να μην θεωρούμε δεδομένο και σε αυτόν τον τομέα πως όλος ο υπόλοιπος πλανήτης μας γνωρίζει ή οφείλει να μας ξέρει μουσικά;

Το κλωνάρι και τα κλαδάκια της μουσικής στο ελληνικό μας δέντρο είναι ανεξάρτητα από όλα τα υπόλοιπα της καθημερινής μας ζωής και ακμάζει ή φυλλορροεί κι αυτό ξέχωρα από τα άλλα;

Άσχετα από τις ευθύνες που συνεχώς –καλώς ή κακώς – ρίχνουμε στην Πολιτεία μας –οποιουδήποτε χρώματος – τι πρωτοβουλίες και επιτυχίες έχει να επιδείξει κάποιες δεκαετίες τώρα ο ιδιωτικός τομέας των ελληνικών δισκογραφικών εταιριών;

Στην πραγματικότητα –όπως την διακρίνω προσωπικά – είχαμε μια ‘τεράστια’ δισκογραφική παραγωγή για εσωτερική και μόνο κατανάλωση.

Η Ελληνική μουσική και δισκογραφία πιστεύω είχε ξωκείλει στα βράχια πολύ νωρίτερα από όσο πιστεύουμε σήμερα. Στην ουσία ποτέ δεν εξέπλευσε μακρύτερα από το μικρό επαρχιώτικο φυσικό λιμανάκι μας.
Έμεινε σαν τον αξέχαστο εθνικό μας κωμικό Θανάση Βέγγο, προσδεμένη στα βράχια, δίπλα στην Σαλαμίνα. Γιατί;
Γιατί απλώς δεν υπήρχαν αυτοί που θα έλυναν τους κάβους για να σαλπάρουμε, έστω και παθητικά, παρασυρόμενοι από τα ρεύματα που φυσούν κατά καιρούς. Εστω και ανεμοπεριφερειακά και περιστασιακά.
Διακρίνω πως θέλουμε να προβάλλουμε σήμερα απολογητικά και αιτιολογικά σαν ταυτόσημη κρίση, την παγκόσμια κρίση στη μουσική βιομηχανία, με αυτή που τάχα υπάρχει στα μέρη μας.
Σε ότι αφορά το αλουμίνιο (CD) στέκει
Σε ότι όμως αφορά το περιεχόμενο Φούμαρα.
Στάχτη στα μάτια.
Η στρουθοκάμηλος βάζει ακόμα μια φορά το κεφάλι πιο βαθιά στην άμμο και μονολογεί μπουκωμένη μέσα στην άμμο – Εξωστρέφεια !
Ποτέ δεν έβγαλε το κεφάλι έξω πραγματικά.
Η κρίση στην ελληνική δισκογραφία δεν προέκυψε έτσι ξαφνικά στην περίπτωση μας. Και δεν είναι σε καμία περίπτωση πρόσφατη.
Υπήρχε. Ήταν εδώ δίπλα μας για αρκετές δεκαετίες. Μια διαρκής παθογένεια που μας πλήττει έστω και ‘εν αγνοία μας’.

Ο Πατσιφάς την δεκαετία του ’60 ήταν στην ουσία ο μοναδικός πραγματικός ανιχνευτής ταλέντων σε δισκογραφική εταιρεία. Ήταν ο μοναδικός scouter που μπορεί να συγκριθεί με αυτούς των αντίστοιχων πολυεθνικών εταιρειών στην Ευρώπη και πιο πέρα, που κυριαρχούσαν στο παιχνίδι των ευρωπαικών και παγκόσμιων κυκλοφοριών.

Ήταν ένας “μάνατζερ” πολύ πριν χρησιμοποιηθεί και …φοδραριστεί ο όρος στον σύγχρονο μας corporate βίο με τα συνεχή και ακατάπαυστα meeting.

Η δισκογραφική μας πορεία για την ανάδειξη της ελληνικής παράδοσης προς τα έξω, ήταν ένα περπάτημα πάνω σε ένα κύκλο, που ο διαβήτης όσων τον κρατούσαν δεν άνοιξε πιο έξω από το τσιμεντόπληκτο και τέλεια ασφαλτοστρωμένο λεκανοπέδιο, ο οποίος κάλυψε ακόμα και τα δύο τρία ποτάμια που χαρούμενα τραγουδούσαμε για αυτά μέχρι την δεκαετία του ’60.

Το να πιστέψεις έναν ‘παλαβό’ πιτσιρικά σαν τον Διονύση Σαββόπουλο, που είχες 4.000 λόγους να τον μπαγλαρώσεις και κανένα για να τον δεις ελεύθερα μέσα σε μια εποχή κολασμένης καταπίεσης, αστυνόμευσης και στρατιωτικού αυταρχισμού και να πας να του ‘βγάλεις δίσκο’, έδειχνε έμπνευση, φαντασία, λυρισμό και μοναδικό πείσμα.

Δεν υπήρξε ανάλογη συνέχεια στο φαινόμενο Πατσιφά στην ελληνική δισκογραφία που έγινε παράρτημα των ξένων δισκογραφικών εταιρειών στον τόπο μας.
Οι ανιχνευτές ταλέντων είτε δεν υπήρξαν όπως οι ανάλογοι στην Ευρώπη , είτε υπήρξαν αλλά δεν κατόρθωσαν ποτέ να επιβάλλουν την γνώμη τους και να καθιερώσουν νέους καλλιτέχνες.

Οι πολυεθνικές εταιρείες κάποια στιγμή διέκριναν πως ήταν ασύμφορη η παραγωγή ακόμα και αυτής της “μπουζουκοκρατούμενης” εσωτερικής …φόδρας στο πανωφόρι μας. Και την έκοψαν! Αφού ήταν πιο φτηνά να προωθείς σε μια MTV-κρατούμενη υφήλιο τα όποια new kids on the block, παρά να επενδύεις σε κάποια αδιαμφισβήτητα μεν – ελληνικά δε, ταλέντα, που δεν μπορούσε κανείς να τα “λανσάρει και να τα πουλήσει” έξω από τα σύνορα.

Το τμήμα research and development των ξένων πολυεθνικών στην ουσία δεν άνοιξε ποτέ αντίστοιχο στην Ελλάδα.

Ούτε καν μπήκε σαν μεταφρασμένη ταμπέλα σε κάποια από τις πόρτες των δισκογραφικών μας εταιρειών. Ακόμα και εκεί που υπήρχε διάθεση και φόντα για εμπνευσμένη έρευνα δεν προχώρησαν κ δεν εξελίχθηκαν διεθνώς δικά μας ταλέντα.

Οι ελληνικές δισκογραφικές εταιρείες για δεκαετίες μέχρι την πρόσφατη εξαφάνιση τους, έκαναν τους …τροχονόμους.
Απλά άκουγαν τους “έξω” και έδιναν σήμα στο τι θα κυκλοφορήσει κι εδώ. Συμμετείχαν πάντα σε αυτά τα ευρωπαϊκά αλλά και regional meetings, ποτέ όμως δεν κατόρθωσαν να λανσάρουν τίποτε “δικό μας” στο εξωτερικό.
Εισαγωγές και μόνο εισαγωγές -και εδώ-

Εσωτερική αγορά ‘φυσικά’ πάντα υπήρχε και υπάρχει. Αλλά πόσους από αυτούς που διάλεγαν τα στελέχη των αμιγώς ελληνικών ή πολυεθνικών μας παραρτημάτων, δισκογραφικών εταιρειών, μπόρεσαν και σταδιοδρόμησαν στο εξωτερικό;

Σκεφτείτε και απαντήστε παρακαλώ !

Μόνιμα έδιναν το “πράσινο φως” σε αυτό που θα κυκλοφορούσε στα μέρη μας και “κόκκινο απαγορευτικό” σε αυτό που θα παρακαμφθεί σαν αντιεμπορικό για την ελληνική αγορά μας.

‘Ποτέ’ δε μπόρεσαν να διακρίνουν μέσα στην πληθώρα των παντοτινών ελληνικών ταλέντων αυτούς που θα μπορούσαν να ‘συστηθούν΄και να σταδιοδρομήσουν στο εξωτερικό.

Ο Βαγγέλης και ο Ντέμης έφυγαν για την Ευρώπη και έλαμψαν αξιοκρατικά με τα μαγικά τους πλήκτρα και το χρυσό τους λαρύγγι και έμειναν έτσι παντοτινά -μέχρι και σήμερα- στις προθήκες των ξένων δισκοπωλείων, ακόμα και αυτών των ιντερνετικών.

Ο Μίκης και ο Μάνος έγιναν γνωστοί και παγκόσμιοι μέσω…. του Παγκόσμιου κινηματογράφου και εξακολουθούν να παραμένουν πάνω στα παγκόσμια ηλεκτρονικά ράφια .

Η Βίκυ ‘πέταγε φωτιές’ στα τέλη της δεκαετίας του ’60
Έγινε γνωστή μέσω Λουξεμβούργου στρίβοντας την πορεία της a la γαλλικά.

Ο Moustaki μας, πάντα θεωρούνταν “δικός μας”, αλλά το βαπόρι που σάλπαρε έφυγε από την Αλεξάνδρεια και έπιασε Μασσαλία κατευθείαν, ποτέ σχεδόν Πειραιά, άσχετα αν τραγούδησε νοσταλγικά σαν Μέτοικος για αυτόν.

Η Νανά έφυγε έξω.
Η Νανά δεν αγόρασε ποτέ ελληνικό σκελετό για την μυωπία της Το μαγαζί για τα Οπτικά της πάντα ήταν στο Παρίσι και εμείς μόνιμα την βλέπαμε με τα ελληνικά μας κιάλια.

O Mylona, ο Mitropoulos, ο Xenakis, δεν έγιναν πασίγνωστοι για μας, γραφόμενοι πρώτα στην ελληνική αλφάβητο στον ελληνικό Τύπο. Ήρθαν μέ τις εισαγωγές.

Πάντα υπήρχαν βέβαια και οι μεγάλες μουσικές ψυχές (συνθέτες τραγουδιστές κλπ) ιμπρεσάριοι και μάνατζερ που διέκριναν περιστασιακά κάποια ατόφια διαμάντια που έλαμπαν ακόμα και μέσα στην πανέμορφη αμμουδιά, η οποία όμως λειτουργούσε περίσσότερο σαν βάλτος ή κινούμενη άμμος για δεκαετίες και παρέσερνε ότι θα μπορούσε να εκτοξευθεί και να ανθίσει παρά σαν εφαλτήριο η διάδρομος απογείωσης.

Αυτές οι άτυχες περιπτώσεις είτε έδρασαν μέσα από τα σύνορα μας και λατρεύτηκαν είτε κλαδεύτηκαν -πάντα με κινητήρες εσωτερικής καύσης και δράσης, βέβαια.

Μην ξεχνάμε πως πάντα οι ελληνικοί μας θάμνοι κλαδεύουν τα αγριόχορτα για να φαντάζουν μπροστά τους κυπαρίσσια.

Πόσοι από τους σημερινούς μας Έλληνες καλλιτέχνες «κάνουν διεθνή καριέρα»;
Είτε δισκογραφικά είτε ‘εμφανισιακά’.

Και φυσικά δεν εννοούμε αυτούς τους Έλληνες καλλιτέχνες μας, που εμφανίζονται στην Ελληνική παροικία στο εξωτερικό.

Μιλάμε και εννοούμε τους Έλληνες καλλιτέχνες που έγιναν ευρέως γνωστοί στους αμιγώς “ξένους”.

Να ‘ναι όλοι κι όλοι 5; 10;

Όποιος και όποια πιστεύει ότι η Κρίση μας αγγίζει μόνο τραπεζικά , ασφαλιστικά, πολιτικά γελιέται …. ή απλά συνεχίζει να αγοράζει γυαλιά με στάχτη.

Ποιος πιστεύει ότι η μουσική ήταν ένα άνθος που θα έβγαινε έτσι ξαφνικά στο ελληνικό μας δέντρο ως δια μαγείας;
Ποιος πιστεύει ότι αυτό το δέντρο δεν νοσεί, όπως το υπόλοιπον ΟΛΟΝ του μπαξέ μας;
Ποιος πιστεύει πως το δέντρο μας καρποφορεί σωστά και διεθνώς εύγευστα ;

Κι αν απολογητικά βρεθεί κάποιος που θα ισχυριστεί ότι η ελληνική μας μουσική είναι εξαιρετικά ιδιαίτερη και δεν μπορεί να ακμάσει ή να χωνευθεί στο εξωτερικό, ας αναρωτηθούμε, γιατί δεν κατορθώσαμε να εξάγουμε τόσες δεκαετίες διεθνώς την παράδοση μας, όπως έγινε με το flamenco ή τα fados ;

Θα μπορούσαμε να είχαμε πάρει άλλους δρόμους για να κάνουμε περισσότερο γνωστή την δική μας μουσική παράδοση; Και ποιοί είναι αυτοί ;

γιώργος μαρκάκης

*Ο γ.μ είναι δημοσιογράφος και παραγωγός Ραδιόφωνου Έχει συνεργαστεί με τις Δημόσιες Ραδιοφωνίες της Σουηδίας SR / Γερμανίας RBB και του BBC Radio3 .Σήμερα εργάζεται στο Ράδιο Κόσμος / ΕΡΤ