Η απομείωση του ελληνικού χρέους  

ΦΩΤΟ: ΑΠΕ- ΜΠΕ- ΕUROKINHSI

 

Του Μελέτη Ρεντούμη

ΡΕΝΤΟΥΜΗΣ ΜΕΝΕΛΑΟΣΈνα από τα σημαντικότερα ζητήματα που θα κληθεί άμεσα να λύσει η ελληνική κυβέρνηση, αν και εφόσον ολοκληρωθούν τα προαπαιτούμενα με τους δανειστές και τελειώσει με επιτυχία η πρώτη αξιολόγηση του τρίτου Μνημονίου, είναι αυτό της μείωσης του ελληνικού χρέους.

Πρόκειται για ένα πολύ σύνθετο ζήτημα καθώς αφορά τόσο χρέος διακρατικό όσο και χρέος προς κάποιους ιδιώτες επενδυτές, θεσμικούς παράγοντες και ομολογιούχους.

Βέβαια είναι σημαντικό ν’αναφερθούμε σε κάποια συστατικά του ελληνικού χρέους, όπως το ότι πλέον ανήκει κυρίως στον επίσημο τομέα (OSI) δηλαδή στους θεσμούς που έχουν συσταθεί από την ΕΕ και τα κράτη μέλη, όπως ο ESM ως Ευρωπαϊκός Μηχανισμός Σταθερότητας καθώς και ο EFSM ως Ευρωπαϊκός Μηχανισμός Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας.

Πιο συγκεκριμένα, σήμερα το δημόσιο χρέος της χώρας ανέρχεται περίπου σε 315 δισεκ. ευρώ, τα οποία αποτελούνται 42% από έντοκα γραμμάτια, 36,8% από ομόλογα του ESM, 20,3% από ομόλογα του EFSM και 0,9% από την ECB την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα.

Άρα λοιπόν, η εξέλιξη του δημόσιου χρέους και οι όποιες αποφάσεις για απομείωσή του, είναι θέμα καθαρά των θεσμών της ΕΕ και όχι κάποιων ιδιωτών πιστωτών, το οποίο είναι σίγουρα θετικό αν και εφόσον η χώρα πραγματοποιεί τις δεσμεύσεις της έναντι των δανειστών.

Ένα θέμα το οποίο σίγουρα οφείλει να εξετάσει η ελληνική κυβέρνηση είναι η μέση σταθμική διάρκεια του χρέους, που σημαίνει ο μέσος όρος διάρκειας αποπληρωμής αναλόγως των ομολόγων που διακρατούνται. Σήμερα η διάρκεια αυτή είναι στα 16 έτη, όταν το 2009 ήταν στα 8 έτη. Αντιλαμβάνεστε ότι σταδιακά σπρώχνονται οι πληρωμές προς το μέλλον, γεγονός που εξακολουθεί να μην είναι βιώσιμο, με το υπέρογκο δημόσιο χρέος άνω του 170% του ΑΕΠ.

Το μέσο κόστος δανεισμού είναι επίσης κοντά στις 2,7 μονάδες και βαίνει αυξανόμενο από το 2012 και μετά.

Με βάση και τα αρνητικά επιτόκια αναχρηματοδότησης της ECB, οφείλει η ελληνική κυβέρνηση να προχωρήσει σε δύο βασικές ενέργειες:

Να επιμηκύνει τις βασικές λήξεις ομολόγων του ESM και EFSM για τόσα χρόνια, ώστε η μέση σταθμική διάρκεια να ξεπεράσει τα 20 έτη, ενώ το μέσο κόστος αποπληρωμής να πέσει κάτω από το 2% ώστε να υπάρξει σημαντική ελάφρυνση στους τόκους εξυπηρέτησης ετησίως.

 Εκτός από αυτό, ένα βασικό στοιχείο που θα κρίνει την επιτυχία του εγχειρήματος, είναι ο υπολογισμός του δείκτη του χρέους. Πρέπει οπωσδήποτε να σταματήσουν να τίθενται στόχοι ως ποσοστό του ΑΕΠ και να τεθεί στόχος ώστε το ετήσιο κόστος εξυπηρέτησης να μην ξεπερνά το 15% του ΑΕΠ. Η διαδικασία αυτή σίγουρα θα δώσει ώθηση στις επενδύσεις καθώς θα διενεργείται πιο εύκολα η κατάρτιση του προγράμματος δημοσίων επενδύσεων και θα εξοικονομούνται βασικοί πόροι για κοινωνική πολιτική.

Βέβαια, λόγω της παρατεταμένης οικονομικής αβεβαιότητας, πιστεύω ότι ακόμα και το 15% ως ετήσιος στόχος αποπληρωμής είναι υψηλό στην παρούσα συγκυρία, που σημαίνει ότι εδώ υπάρχουν και πάλι δύο δυνατότητες:

Είτε να δοθεί στην χώρα μια περίοδος χάριτος 10 ετών όσον αφορά την αποπληρωμή τόκων, ή οι δαπάνες του χρέους ν’ ανέλθουν σε 1-2% για την επόμενη δεκαετία ώστε στη συνέχεια οι εναπομείνασες πληρωμές να συνδεθούν μέσω ρήτρας με το ΑΕΠ ώστε να μην ξεπερνούν κατά πολύ τον ετήσιο στόχο του 15%.

Σε συνδυασμό με τα παραπάνω η κυβέρνηση οφείλει να μετατρέψει μια σειρά από τίτλους σε σταθερού επιτοκίου και στο ποσό των κυμαινόμενων επιτοκίων που θα συμφωνηθεί με τους δανειστές, να τεθεί ένα μέγιστο όριο ώστε να μην ακολουθήσει τις μελλοντικές πιθανές αυξήσεις από τη νομισματική πολιτική της ECB.

Αν λοιπόν γίνει μια σωστή και οργανωμένη δουλειά σε συνεργασία με τον Οργανισμό Διαχείρισης Δημόσιου Χρέους και τις αρμόδιες επιτροπές του Υπουργείου Οικονομικών την Τράπεζα Ελλάδος και το ΙΟΒΕ, μπορούμε να έχουμε σημαντικά θετικά αποτελέσματα  το 2016 για την απομείωση του δημόσιου χρέους όπου οι συνδυασμένες ενέργειες, θα ισοδυναμούν με ελάφρυνση άνω των 50 δις ευρώ, ως αντιστάθμισμα σε κούρεμα χρέους.

Όλες όμως οι παραπάνω τεχνικές που χρησιμοποιούν συγκεκριμένα χρηματοοικονομικά εργαλεία, περνούν μέσα από την πραγματικά οικονομία. Αν δεν υπάρξει η απαραίτητη πολιτική βούληση ώστε να ολοκληρωθούν άμεσα οι μεταρρυθμίσεις, να εισέλθουν νέα κεφάλαια στη χώρα, ν’αυξηθεί η επιχειρηματικότητα και ο ανταγωνισμός, καμία απομείωση δεν μπορεί να σώσει την ελληνική οικονομία από το τέλμα.

 

Ο Μελέτης Ρεντούμης είναι οικονομολόγος τραπεζικός μέλος της Πολιτικής Γραμματείας της Δυναμικής Ελλάδας.