Η πολιτική ζωή επιστρέφει στο βούρκο; -όπως το 1989 ή το 2009.

Του Γ. Λακόπουλου

ΛΑΚΟΠΟΥΛΟΣ-150x150 (1)Κουΐζ: ποια  σχέση έχει ο κλοιός προστασίας  που δημιουργήθηκε γύρω από τον Γιάννη Στουρνάρα από το μιντιακό σύστημα  και τη ΝΔ, με την επιμονή του γνωστού και μη εξαιρετέου Καλογρίτσα να γίνει καναλάρχης, υπό τις ευλογίες του μεγάρου Μαξίμου και του ΣΥΡΙΖΑ;  Απάντηση: και στις δύο περιπτώσεις  πρόκειται για  επεισόδια της ίδιας πολιτικής σύγκρουσης.

Η κυβέρνηση από τη μια και το μέτωπο που συγκροτούν η πολυθρύλητη διαπλοκή και η αντιπολίτευση από την άλλη. Αυτή η σύγκρουση  τείνει να βγει έξω από τα όρια της πολιτικής διαμάχης και να μετατραπεί σε αγώνα του τύπου “το τέλος σου, η επιβίωσή μου”.

Το  πρόβλημα για το πολιτικό σύστημα δεν προέρχεται από τους επιχειρηματίες και τους μιντιάρχες που τροφοδοτούν την πολιτική οξύτητα, προασπιζόμενοι τα συμφέροντά τους  και αμυνόμενοι σε δικαστικούς ελέγχους που υφίστανται.  Προέρχεται από τις πολιτικές δυνάμεις που τους ακολουθούν αβασάνιστα, ενίοτε καθ’ υπόδειξη.

Το σκηνικό της αναμέτρησης του Τσίπρα με όσους  ο ίδιος αποκαλεί “ολιγάρχες”, παραπέμπει στην αναμέτρηση του Καραμανλή με τους “νταβατζήδες”. Υπάρχει όμως μια διαφορά:  ο Καραμανλής απλώς επιχειρούσε να βάλει τάξη στο τηλεοπτικό τοπίο για να κάνει απερίσπαστος τη δουλειά του σαν Πρωθυπουργός, ενώ ο  Τσίπρας επιδιώκει να επιβάλει την κυριαρχία του, οπως τουλαχιστον του καταλογίζεται..

Ένα πλέγμα προσώπων και συμφερόντων προσπαθούν για λογαριασμό του να εκπορθήσουν όσους κυριαρχούσαν ως τώρα και να πάρουν τη θέση τους. Ο Καραμανλής δεν είχε  δικούς του καναλάρχες. Αντίθετα συγκρούστηκε  και με όσους θεωρούνταν δικοί του .

Κατά τα λοιπά το παιχνίδι  είναι εξ ίσου σκληρό -χωρίς κανόνες. Βρισκόμαστε πολύ κοντά στο να δούμε στο εξής – ως προς την ένταση και τις μεθόδους- καταστάσεις  που θα παραπέμπουν  αφ’ ενός στην  επίθεση που οργάνωσε την περίοδο 1987-89  η οικογένεια Μητσοτάκη εναντίον του Ανδρέα Παπανδρέου- αξιοποιώντας  τα σκάνδαλα της κυβέρνησης του και κυρίως την υπόθεση Κοσκωτά -και αφετέρου στην επίθεση που οργάνωσε το σύστημα των κρατικοδίαιτων επιχειρηματιών κατά του  Καραμανλή το 2007-9, αναδεικνύοντας υπαρκτά και κατασκευασμένα  σκάνδαλα, όταν αμφισβήτησε την επικυριαρχία τους.

Κοντολογίς, ο δημόσιος βίος κινδυνεύει να επιστρέψει όχι απλώς στην απόλυτη πόλωση, αλλά στο βούρκο.  Το φαινόμενο πλησιάζει και μονο τυφλοί δεν το βλέπουν: από τη μια η κυβέρνηση και από την άλλη ένας κύκλος επιχειρηματικών  σε σύμπραξη με την αντιπολίτευση . Και οι δυο πλευρές δείχνουν έτοιμες να χρησιμοποιήσουν θεμιτά και αθέμιτα μέσα αν δεν το κανουν και ήδη .

Ποιον είναι με ποιον

ΤΣΙΠΡΑΣ Α 81η ΔΕΘ ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ ΤΥΠΟΥΟ Αλέξης Τσίπρας έχει όλο το δίκιο με το μέρος του όταν αναφέρεται στο θανάσιμο εναγκαλισμό μιας επιχειρηματικής κάστας με το κράτος για τη διασπάθιση του δημοσίου και κοινοτικού χρήματος επί δεκαετίες- με μοχλό τον έλεγχο της ενημέρωσης  μέσω της τηλεόρασης, την οποία κατέλαβαν αυθαίρετα και  χρησιμοποίησαν για τη χειραγώγηση κυβερνήσεων, κομμάτων και πολιτικών προσώπων.

Έχει όμως απόλυτο άδικο όταν πίσω από  την θεμιτή αναμέτρηση με τους “ολιγάρχες”  για να επιβάλει τη νομιμότητα,  διακρίνονται οι αθέμιτες μέθοδοι που χρησιμοποιεί το “σύστημα Τσίπρα”  για να τοποθετήσει στη θέση τους άλλους που σχετίζονται με  υποθέσεις αμφίβολης νομιμότητας και  έχουν δικαστικές εκκρεμότητες- όχι πως οι προηγούμενοι δεν έχουν.

Στο θέμα της τηλεόρασης η κυβέρνηση θα μπορούσε απλώς να επαναφέρει  τη νομοθεσία του Καραμανλή για τον βασικό μέτοχο –που δικαιώθηκε τελικά από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο, παρότι ο ίδιος έχασε την πολιτική μάχη στην Ελλάδα. Αντ’ αυτού κατέφυγε σε μια μεθόδευση  αδειοδότησης που περιόρισε τους δικαιούχους και  ήδη δημιουργεί περισσότερα πρόβλημα από όσα λύνει και  οδηγεί σε μη βιώσιμα κανάλια, αρα προορισμενα για άλλους ρόλους, σαν τους παλιους.

Από την άλλη πλευρά η αντιπολίτευση και πρωτίστως η ΝΔ και το ΠΑΣΟΚ έχουν  δίκιο όταν καταγγέλλουν τις κυβερνητικές μεθοδεύσεις,  ή όταν  ασκούν κριτική στις ραδιουργίες συγκεκριμένων κυβερνητικών παραγόντων. Αλλά έχουν άδικο όταν οι σημερινές ηγεσίες τους δεν  διαχωρίζουν τη θέση τους  από το ανατριχιαστικό παρελθόν τους σ’ αυτό το θέμα  και ταυτόχρονα δεν  παίρνουν αποστάσεις  από την απεγνωσμένη προσπάθεια της διαπλοκής – που είναι υπαρκτή κατάσταση- να διατηρήσει τα κεκτημένα, αλλά αντίθετα σπεύδουν προς υπεράσπισή της.

Ο Τσιπρας, ο Μητσοτάκης και η  μέθοδος  του Καραμανλή

Το 2005 ο Κ. Καραμανλής είχε προτείνει στον Γ. Παπανδρέου να συνασπιστούν για να απαλλάξουν το δημόσιο βίο  από τη μέγγενη μιας μερίδας επιχειρηματιών που λυμαίνονταν το δημόσιο χρήμα και κανοναρχούσαν το δημόσιο βίο. Η πρόταση απορρίφθηκε και το ΠΑΣΟΚ  στάθηκε στο πλευρό των “νταβατζήδων”. Πρωτοστάτησε να μην  εφαρμοστεί η νομοθεσία για το βασικό μέτοχο που θα ξεδόντιαζε  τους “ολιγάρχες”  και στη συνέχεια συμπαρατάχθηκε μαζί τους στην ανοίκεια επίθεση που οργάνωσαν κατά του Καραμανλή- προσωπικά.

Όλοι αντιλαμβάνονται ότι  θα είχε κερδίσει η πολιτική ζωή και κατ’ επέκταση η χώρα,  αν τα δυο μεγάλα κόμματα της εποχής – υπό την ηγεσία δυο πολιτικών με αθροιστική ηλικία κάτω του ενός αιώνα τότε-  συνασπίζονταν για εξυγιάνουν την πολιτική  και την οικονομία. Ο ίδιος ο Παπανδρέου δεν θα είχε κακό τέλος,  αν είχε συμπράξει στην επιβολή κανόνων στη σχέση της οικονομικής με την πολιτική εξουσία.

ΠΡΟΕΔΡΙΚΟ ΜΕΓΑΡΟ ΜΗΤΣΟΤΑΚΗΣ ΚΣήμερα  ο Κυριάκος Μητσοτάκης θα είχε κάθε λόγο να προτείνει ο ίδιος στον Τσίπρα  να συνασπιστούν για να εξοβελίσουν από το δημόσιο βίο τα αθέμιτα συμφέροντα. Να επιβάλουν νομικό πλαίσιο στο οποίο οι επιχειρηματίες θα κάνουν τη δουλειά τους  με κανονικές μεθόδους και όχι χειραγωγώντας πολιτικούς  μέσω του έλεγχου της ενημέρωσης και του χρήματος.   

Ο Τσίπρας δεν θα μπορούσε να απορρίψει μια τέτοια συνεργασία χωρίς να εκτεθεί.  Κυρίως δεν θα είχε  περιθώριο να οργανώσει τη σύγκρουση με τη διαπλοκή με κομματική ιδιοτέλεια. Ούτε θα  μπορούσε να διανοηθεί ότι θα εγκαταστήσει το  δικό του έλεγχο στην τηλεόραση και τις δικές του σχέσεις στον επιχειρηματικό χώρο.

Εκ των πραγμάτων, αν προσπαθούσαν μαζί να δικαιώσουν τον Καραμανλή σ’ αυτό το θέμα, θα κέρδιζαν και οι  δυο. Ο Τσίπρας θα πιστώνονταν ότι απάλλαξε την πολιτική  ζωή από τη χειραγώγηση και ο Μητσοτάκης απλώς δεν θα είχε χειραγώγηση όταν έλθει η σειρά του να κυβερνήσει. Δεν θα κινδυνεύει να έχει την κατάληξη όχι του Γ. Παπανδρέου, αλλά του πατέρα του- κατά τους ισχυρισμούς του ίδιου του μεγάλου Μητσοτάκη.

Η στρατευμένη δημοσιογραφία

Αντιστοίχως εξυγιαντικές θα έπρεπε να είναι οι συμπεριφορές των πολιτικών που δεν έχουν εμπλοκή με την οικονομική εξουσία, αλλά και όσων  δημοσιογράφων σπεύδουν να καταταγούν, ως πρόθυμοι τυφεκιοφόροι της μιας ή της άλλης πλευράς. Χωρίς προσχήματα διαστρεβλώνουν κάθε έννοια ενημέρωσης για λογαριασμό του ενός ή του άλλου εκ των εμπολεμων.

Είναι θλιβερό  να παρατηρεί κανείς δημοσιογράφους οι όποιοι απροκάλυπτα μάχονται στο πλευρό του εργοδότη τους ή του κόμματός τους. Οι μεν διακηρύσσουν ότι θέλουν να ρίξουν την κυβέρνηση και οι δε ότι θέλουν να τιμωρήσουν την αντιπολίτευση για λογαριασμό του δικού τους εργοδότη  ή κόμματος. Αυτές οι συμπεριφορές  δεν έχουν καμιά σχέση με τη δημοσιογραφία.

Το σκηνικό των ημερών είναι απεχθές. Από τη μια κανάλια και εφημερίδες έχουν μετατραπεί σε μηχανισμούς υπεράσπισης των συμφερόντων των ιδιοκτητών τους και δεν ασχολούνται με άλλο θέμα. Από τη άλλη υπουργοί και κρατικές υπηρεσίες έχουν γίνει  βραχίονες καθεστωτικής επιβολής. Ποια ενημέρωση και ποια δημοκρατία;

Η θεσμική κατάρρευση

Διανύουμε περίοδο στην οποία οι θεσμοί όταν δεν χειραγωγούνται καταλύονται και πάντως δεν παίζουν τον εξυγιαντικό ρόλο τους. Οι φορείς της εξουσίας   σέρνουν το χορό της έκπτωσης. Υπουργοί και άλλοι παράγοντες  ευτελίζουν το ρόλο  τους  και παραβιάζουν  την ουσία της νομιμότητας προσπαθώντας να  εξοντώσουν τους πολιτικούς αντιπάλους του.

Αντιστοίχως πολιτικά στελέχη  των κομμάτων της αντιπολίτευσης εξευτελίζονται  με τη δημόσια συνηγορία υπέρ των “νταβατζήδων”.  

Χαρακτηριστικό της θεσμικής αποδιάρθρωσης είναι οι κακές σχέσεις της κυβέρνησης με τη Τράπεζα της Ελλάδος. Ο σημερινός διοικητής της λειτουργεί εξ αρχής  ως πολιτικός αντίπαλός τη σημερινής κυβέρνησης και πολλοί παράγοντες της κυβέρνησης  δεν σέβονται την αυτονομία της κεντρικής τράπεζας. Ειδικά  στην πρώτη περίοδο της διακυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ με τα καραγκιοζιλίκια στη Βουλή.

Φτάσαμε έτσι ο διοικητής να ενίσταται γιατί οι αρχές ασκούν έλεγχο στις επιχειρηματικές δραστηριότητες της συζύγου – η οποία τον εμπλέκει στον έλεγχο –και από την άλλη οι  κεκράκτες της κυβέρνησης να ενοχοποιούν αυτές τις δραστηριότης πριν από τη Δικαιοσύνη και αντ’ αυτής.

Είναι τριτοκοσμικό σύμπτωμα να συναντώνται γι’ αυτό το θέμα ο Πρωθυπουργός με τον κεντρικό τραπεζίτη .  Και ειναι αστείο μετά ο Πρωθυπουργός να βεβαιώνει ότι δεν γνώριζε για τον έλεγχο- σαν να ήταν φυσιολογικό να …γνωρίζει- , και ο διοικητής να δηλώνει ότι το πιο έντιμο άτομο στον πλανήτη είναι η σύζυγος του.

Ακόμη χειρότερα ειναι τα πράγματα όταν στο παιχνίδι της αποσάθρωσης μετέχει  -όπως και στο παρελθόν άλλωστε -και η Δικαιοσύνη, λειτουργοί της οποίας δρουν υπέρ της μιας ή της άλλης πλευράς,  αποδυναμώνοντας το κύρος του δικαστικού σώματος έναντι της κοινής γνώμης. Αυτό αποτελεί τον έσχατο κίνδυνο για την κοινωνία.  

Ποιος θα πληρώσει το κόστος

 ΠΟυ παμε λοιπον όταν πολιτικοί, δικαστικοί  και δημοσιογράφοι  μετέχουν στο ίδιο γαϊτανάκι με σπόνσορες επιχειρηματίες;

Η χώρα είναι μικρή και όλοι γνωρίζουν όλους. Είναι γνωστά τα πρόσωπα με περιορισμένη ηθική, ροπή στον πλουτισμό, με  αρνητικούς ρόλους στα παρασκήνια του παρελθόντος, που βρίσκονται σήμερα στη  Βουλή ή σε  άλλα δημόσια αξιώματα και ρόλους – της δημοσιογραφίας και της Δικαιοσύνης μη εξαιρουμένης.

Είναι γνωστοί όσοι δυσφημίζουν την πολιτική και τη δημοσιογραφία και συμπαρασύρουν όλο το πολιτικό σύστημα και το δημοσιογραφικό κλάδο. Όσοι εκθέτουν τους  έντιμους δικαστικούς και δημοσιογράφους και τελικά όλοι μαζί ρίχνουν νερό στο μύλο του αντικοινοβουλευτισμού που διευρύνεται και τροφοδοτεί τα άκρα.

Αρκεί  να φροντισουν οι πολιτικες ηγεσίες να μη έχουν ρόλο.  Αν μη τι άλλο για να μην  παιχτεί ξανά το δυσώδες έργο που είδαμε το 1989 και το 2009.

Πρώτος ο Πρωθυπουργός, ως φορέας της λαϊκής εντολής σημερα, πρέπει να απομακρύνει από το περιβάλλον του και από τη κυβέρνηση του όσους  δρουν με τη λογική της επικράτησης πάση θυσία. Να αποκηρύξει μεθόδους και σχέσεις που δεν ταιριάζουν στη σύγχρονη Αριστερά και υπονομεύουν την κοινοβουλευτική δημοκρατία. Θα πάρει τους πάντες με το μέρος του, αν το επιχειρήσει.

Ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης που διεκδικεί να τον διαχεχθεί , να κάνει το ίδιο στο κόμμα του και να συμπράξει με τη κυβέρνηση σε μια καθαρτήρια ατζέντα που θα επιτρέψει στην πολιτική ζωή να ανασάνει, στην ενημέρωση να λειτουργήσει ανεπηρέαστα  και τελικά στη χώρα να αντιμετωπίσει τα προβλήματά της. Να βγει από το φαύλο κύκλο που την έχουν εγκλωβίσει η πρακτική  της ανομίας και οι χαλαρές συνειδήσεις πολλών απ’ όσους  μετέχουν στο δημόσιο βίο -με οποιονδήποτε ρόλο τις τελευταίες δεκαετίες.

Αν στον Τσίπρα και τον Μητσοτάκη αυτά φαίνονται πολλά και δύσκολα θα πληρώσουν και οι δυο το τίμημα- με τη σειρά του ο καθένας.