Κώστας Σημίτης: Η κόλαση είναι οι άλλοι

Του Γ. Λακόπουλου

Ο Κώστας Σημίτης είναι σοβαρός άνθρωπος και συγκροτημένος πολιτικός.  Η δημόσια παρουσία του αποπνέει αξιοπρέπεια και πολιτικό πολιτισμό. Η πολιτική διαδρομή του είναι σπιράλ που συνδέει αξιόπιστα την προδικτατορική περίοδο, στην οποία ήταν παρών με τον < Όμιλο Παπαναστασίου>, με την αντιχουντική δράση, τη Μεταπολίτευση και τις μεταπτώσεις της, το ΠΑΣΟΚ και τη σημερινή εποχή.

Σ’ αυτές τις έξι δεκαετίες μετείχε ανελλιπώς στον πολιτικό βίο και τον οποίο τίμησε ομολογουμένως. Αλλά και τιμήθηκε, καθώς ο ελληνικός λαός , μία φορά εμμέσως δια της Κοινοβουλευτικής Ομάδας του ΠΑΣΟΚ και δυο φόρες ευθέως, του έδωσε την Πρωθυπουργία. Στην πραγματικότητα κάτι περισσότερο: την απεριόριστη εξουσία να κάνει αλλαγές- που δεν έκανε..

Ο Κώστας Σημίτης υπήρξε αμφιλεγόμενος Πρωθυπουργός. Επί των ημερών του το εγχείρημα του εκσυγχρονισμού ταυτίσθηκε με τον ίδιο, αλλά και ακυρώθηκε από τον ίδιο , την ομάδα που τον περιέβαλε και τους υπουργούς που επέλεγε. Ακόμη για την ένταξη της χώρας στην Ευρωζώνη, την οποία επιδιώκει διαχρονικά να καρπωθεί εξ ολοκλήρου, υπήρχαν ενστάσεις.

Ιστορικά ήταν επιλογή που έκανε ο Ανδρέας Παπανδρέου . Ο Σημίτης την ολοκλήρωσε, αλλά τη διαχειρίσθηκε και κατά τρόπο που τον ωφελούσε πολιτικά, και εξ αυτού δημιούργησε ερωτηματικά για την ευστάθεια της εισόδου της χώρας στο κοινό νόμισμα.

Ως πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ ο Κ. Σημίτης είναι ακόμη περισσότερο αμφιλεγόμενος. Παρά την κοινωνική δυναμική που αναπτύχθηκε στο πρόσωπό του το 1996, το μετέτρεψε σε ομοσπονδιακό κόμμα, με ποσοστώσεις στα όργανα ανάμεσα στον ίδιο και στον Άκη Τσοχατζόπουλο.

Όταν είδε ότι ο κύκλος του κλείνει , παρέδωσε με ανορθόδοξο τρόπο την κομματική ηγεσία σ’ ένα διαμέρισμα στην οδό Αναγνωστόπουλου, παραβλέποντας τις καταστατικές διαδικασίες και υιοθετώντας την κουλτούρα της κληρονομικότητας – για να το πληρώσει ο ίδιος από τον διάδοχό του, αργότερα βέβαια.

Ίσως για όλα αυτά η εξήγηση είναι ότι ο Σημίτης δεν υπήρξε ποτέ ηγέτης του ΠΑΣΟΚ με την έννοια ότι το πήρε από την αντιπολίτευση και το πήγε στην κυβέρνηση. Το παρέλαβε στην κυβέρνηση, στην οποία το οδήγησε για τρίτη φορά ο Ανδρέας Παπανδρέου χωρίς τη δική του συμμετοχή. Ουσιαστικά παρέλαβε το κράτος και δι αυτού πολιτεύτηκε.

Ως επικεφαλής της εκτελεστικής εξουσίας για οκτώ χρόνια, ο Κ. Σημίτης δεν δικαίωσε τις προσδοκίες. Επί των ημερών του πλήθος κομματικών αξιωματούχων αξιοποίησαν το ρόλο τους για να αποκαταστήσουν τον εαυτό τους πρωτίστως.

Πχ στα πλαίσια της ευωχίας του Χρηματιστήριου, που καλλιέργησαν συστηματικά οι κυβερνήσεις του, αναπτύχτηκε ένας διαγκωνισμός αθέμιτου πλουτισμού. Οι καταγγελίες για μετατροπή της διαφθοράς σε τρόπο άσκησης της εξουσίας δεν τον απασχόλησαν ούτε όταν αναπτύχτηκαν ενώπιόν του, ακόμη και από όσους τον στήριξαν στην άνοδό του. Πχ ο Θ. Πάγκαλος έλεγε ότι < τον ενοχλούσε όταν ανέφερα τη διαφθορά, όχι γιατί υπήρχε, αλλά γιατί την ανέφερα> . Και όταν ο Γιάννης Καψής του έθεσε δημόσια το θέμα ύποπτων κομματικών στελεχών, σε συνεδρίαση κομματικού οργάνου, τον παρέπεμψε στον εισαγγελέα.

Μετά την ανοίκεια απομάκρυνσή του από την ενεργό πολιτική και από τη Βουλή, στην οποία είχε να προσφέρει με την πείρα του- από τον διάδοχό του- ο Κ. Σημίτης πολιτεύεται ως ουδέτερος τρίτος. Όσες φορές μιλάει δημοσίως για το ΠΑΣΟΚ και για την πορεία των πραγμάτων στη χώρα το κάνει σαν να μην υπήρξε ποτέ υπεύθυνος ο ίδιος και για το ΠΑΣΟΚ και για τη χώρα. Άρα σαν να μην είναι και ο ίδιος υπόλογος στο μέτρο που του αναλογεί. Άλλωστε το 2004 δεν πήγε καν να κάνει τον απολογισμό του για την εντολή που έλαβε το 2000.

Η ισχυρή προστασία που έχει διαχρονικά από τα μέσα ενημέρωσης και η συστηματική καλλιέργεια ειδυλλιακής εικόνας για πεπραγμένα του, καλύπτουν την πραγματικότητα της διακυβέρνησής του. Υπάρχει μια απόσταση ανάμεσα στον Σημίτη που κυβέρνησε για δυο τετραετίες και στην εικόνα του Σημίτη γι αυτή την περίοδο. Ακόμη και για την περίπτωση της ασφαλιστικής μεταρρύθμισης στην οποία άφησε ξεκρέμαστο τον Τάσο Γιαννίτση και τον οδήγησε σε παραίτηση.

Ο ίδιος διευρύνει διαρκώς αυτή την απόσταση ακόμη και στις πιο σκληρές στιγμές του απολογισμού των κυβερνήσεών του, κηρύσσοντας άγνοια. Το έκανε με μια λιτή και αδιάφορη δήλωση στην υπόθεση Μαντέλη. Το έκανε και με την αποστασιοποιημένη κατάθεσή του στην υπόθεση Τσοχατζόπουλου.

Ότι καλό έγινε επί των ημερών του ανήκει- για τα υπόλοιπα δεν είχε ιδέα. Σαν να μην ήταν εκεί. Σαν να μην είναι για τους πολιτικούς αντικειμενική υπόθεση η ευθύνη. Με τον ίδιο τρόπο νίπτει τα χείρας του για το ΠΑΣΟΚ και το κατάντημά του.  Προέχει η  υστεροφημία  του,  χάριν της οποιας δημιούργησε και ίδρυμα με το ονομά του.

Ωστόσο όταν γραφτεί η κομματική ιστορία ο δεύτερος κατά σειρά πρόεδρος του Κινήματος και πρωθυπουργός θα αξιολογηθεί οριστικά και τελεσίδικα. Από τα ντουλάπια θα βγουν οι σκελετοί, από τα συρτάρια τα ντοκουμέντα και από τις μνήμες οι συζητήσεις.

Όπως εκείνη η θυελλώδης συνεδρίαση στις 21ης Ιουνίου 2001 όταν υπέβαλε την παραίτησή του από Πρωθυπουργός στο Εκτελεστικό Γραφείο του ΠΑΣΟΚ , καταλογίζοντας συγκεκριμένα πράγματα σε έναν προς έναν τους συνομιλητές του- άρα ήξερε για όλους και για όλα.

Ως τότε ο Κώστας Σημίτης κάνει χρήση του επικοινωνιακού ιμπέριουμ που χαρακτήριζε πάντα την πορεία του και κρίνει σαν αθώος του αίματος τους υπολοίπους. Πρωτίστως το κόμμα του , όπως έκανε με το τελευταίο άρθρο στο <Βήμα>. Κανείς άλλος δεν έχει ενστερνιστεί τόσο επίμονα τη φράση του Σαρτρ: <Η κόλαση είναι οι άλλοι>.