Μίκης Θεοδωράκης: τι κάνεις όταν ο Αρχάγγελος σου λέει ότι δεν υπάρχει πια Θεός;

Του Γ. Λακόπουλου

Στη δμικης θ 2έκατη δεκαετία της ζωής του πλέον παραμένει όπως  ξεκίνησε πριν από ογδόντα χρόνια να αγωνίζεται και να δημιουργεί.  Λες και η παγκόσμια ακτινοβολία του, η κατάκτηση κάθε  τιμής που μπορεί να ονειρευτεί ένας δημιουργός, ο πανεθνικός σεβασμός στο πρόσωπό του,  δεν αρκούν για να τον πείσουν να αποστρατευτεί.

Ο Μίκης Θεοδωράκης είναι εδώ. Θεόρατος, μάχιμος,  θεόρατος, παραγωγικός, παρεμβατικός και όταν χρειάζεται φλεγματικός. Καμιά φορά σκέφτεται κανείς τι θα κάναμε  χωρίς  αυτόν, στους δύσκολους καιρούς της κρίσης. Τι θα κάναμε χωρίς την αλήθεια του- έτσι όπως την εκφέρει, ακόμη και όταν πονάει και τον ίδιο.

Ο Μίκης δείχνει και είναι ακατάβλητος. Κανείς δεν τον έχει δει ποτέ φοβισμένο και ανήμπορο. Και ας παίρνει πλέον ένα σωρό φάρμακα με την επιμονή των γιατρών για να κρατάει το ταλαιπωρημένο σώμα του, από τις κακουχίες μιας εποχής, στην οποία ήθελε καρδιά, θάρρος και πίστη για να  είσαι μπροστά.

Έχασε τον ένα πνεύμονα στον εμφύλιο, εξομολογήθηκε προχθές- οι φίλοι του το ήξεραν. Αυτό δεν τον σταμάτησε ούτε μία στιγμή και για δεκαετίες έκτοτε να καταπονεί τον άλλο πνεύμονα με τα δακρυγόνα στις συγκεντρώσεις- ακόμη και πριν από μια πενταετία. Πιο νέος από τους νέους που ήταν πάντα ο οδηγός του, καθώς και ο ίδιος υπήρξε οδηγός τους με τους Λαμπράκηδες.

Ο άνθρωπος  που με τη  μουσική του και το παράδειγμα του μπόρεσε να μας  λυτρώσει από τις αδυναμίες μας, παραμένει δυνατός, σαν βράχος.  Μονάχα όταν μένει  με τον παντοτινό και ανιδιοτελή  φίλο του Σάκη  Τόδουλο η νοσταλγία ανοίγει καμιά χαραμάδα αδυναμίας – για να την κλείσει αμέσως, με το  τρομερό χιούμορ και τον υπέροχο αυτοσαρκασμό του.

Δεν υπάρχει τίποτα πιο συναρπαστικό από μια συζήτηση με τον Μίκη στο χώρο του, δίπλα στη βιβλιοθήκη του και στο  στερεοφωνικό στο οποίο ακούει κάθε απόγευμα τις μελωδίες της ψυχής του και  τις αναμνήσεις του με όσους μεγάλους γνώρισε και θαύμασε, σαν τον Νερούδα, τον Ρίτσο και τον Χατζηδάκι.

Δεν πολυβγαίνει  πλέον. Και που να πάει;  Οι Έλληνες τον αποθεώνουν και η Ελλάδα τον πληγώνει, αυτόν που μένει πάντα στις επάλξεις της. «Κανείς δεν αγάπησε την Ελλάδα όσο εγώ. Όσοι πόνεσαν και αγάπησαν την Ελλάδα είναι νεκροί, δεν ξέρω αν είναι καλό που εγώ είμαι ζωντανός». Από το λιτό σπίτι στη Γαριβάλδη, ατενίζει  τον Παρθενώνα-  και οι κολώνες του τον παρατηρούν επί αιώνες και ας γεννήθηκε μόλις το 1925. Μια κολώνα δεν είναι και ο ίδιος άλλωστε;

Αυτό το σπίτι, όσο περνούν τα χρόνια, γίνεται  όπος για προσκύνημα και ταυτόχρονα αφετηρία για καινούργιες εξορμήσεις. Κάτι σαν ιερή γιάφκα της πολιτικής και της τέχνης από την οποία κατευθύνει με τα τεράστια χέρια του, το  πάθος και το χαμόγελο που δεν τον εγκαταλείπει, ούτε στη θλίψη του. Πρόσωπα, ιδέες, σκιές  με συντροφιά τους συνοδοιπόρους της πορείας του -ζώντες και νεκρούς.

Ο Μίκης  σαν σύμβολο είναι η Ελλάδα. Η πορεία του αποτυπώνει τη διαδρομή του νεώτερου ελληνισμού με το μεγαλείο, την έμπνευση, τα επιτεύγματα  τις ήττες και τις  αντινομίες. Δεν υπάρχει  άλλος Έλληναςπου να έχει τόσο υψηλή αίσθηση του χρέους. Κι αυτό έκανε τον Λευτέρη Παπαδόπουλο να πει “o Θεοδωράκης είναι ο μεγαλύτερος Έλληνας”.  Είναι τυχερές οι γενιές που τον είχαν για  Αρχάγγελο τους.

Στον Μίκη πάντα ήταν δύσκολο να ξεχωρίσεις τον  καλλιτεχνικό  δημιουργό, από τον ακούραστο πολιτικό, από τον μαχόμενο πολίτη και τον ευαίσθητο άνθρωπο. Όσο περνούν τα χρόνια- και σαν το παλιό κρασί γίνεται ακόμα καλύτερος- ακόμη και αν τα πόδια του δεν του επιτρέπουν πια να βγει στους δρόμους, ή να ανεβεί στο  πόντιουμ. Η καθηλωτική  μορφή του αποκτά  ένα φωτοστέφανο, στο οποίο οι μυημένοι διακρίνουν όλα τα χρώματα της  ίριδας που σχηματίζει η  πορεία του: στους αγώνες, τη μουσική, τη διανόηση, τα πάθη, τις εκρήξεις, το στοχασμό, τις παρέες.

Υπάρχει πολύς Μίκης μέσα στον Μίκη. Τον ακούς να μιλάει πάντα σαν παλικαράκι, που σχεδιάζει, ονειρεύεται, θυμώνει, ερωτεύεται και ξεσπάει. Γι’ αυτό είναι πάντα το αποκούμπι μας – ό,τι μας απόμεινε σε μια εποχή που μας τα πήρε όλα. Ακόμη και την προσδοκία -ή την αυταπάτη- πως ό,τι και να γίνει, εμείς θα έχουμε πάντα την Αριστερά. Με τις ιδέες, τα οράματα,  την ελπίδα, τους καημούς.

Δεν την έχουμε πια. Ο Μίκης Θεοδωράκης,  διαχρονικός στυλοβάτης της Αριστεράς και ακρογωνιαίος λίθος της -σαν τον Πέτρο της Εκκλησίας- με μια φράση, που θα μείνει στην ιστορία -γιατί μόνο αυτός είχε δικαίωμα να την εκστομίσει- μας αφαίρεσε το δικαίωμα να κοροϊδεύουμε τον εαυτό μας:

«Λυπάμαι για τον Τσίπρα,  η εξουσία αλλάζει τους ανθρώπους, η κυβέρνηση της Αριστεράς θα πάει πίσω την Αριστερά και την Ελλάδα».