Οι πολλαπλές κρίσεις της Ευρώπης

Του Εμμανουήλ Μαυροζαχαράκη 

Το γενικό πλαίσιο

Με την έναρξη του νέου έτους κατέστη σαφές ότι οι ποικιλόμορφες κρίσεις που διαπερνούν την Γηραιά Ήπειρο συμπυκνώνονται  πλέον σε  μία κατάσταση η οποία θέτει σε αμφιβολία την ίδια την πορεία και την συνέχεια  της  ευρωπαϊκής ενσωμάτωσης. Αυτή η διαπίστωση σχετίζεται με το γεγονός ότι δύο βασικοί πυλώνες της ευρωπαϊκής ενοποίησης δηλαδή το κοινό νόμισμα στην ευρωζώνη και τα ανοικτά σύνορα στο πλαίσιο της ζώνης του Schengen έχουν εκτεθεί απέναντι σε έναν στρόβιλο  σοβαρότατων  αμφισβητήσεων. Από το 2015 άλλωστε με αφορμή την  κρίση του ευρώ και ειδικότερα με την όξυνση του  ελληνικού δημοσιονομικού ζητήματος, είχε  διαφανεί η ευθραυστότητα του ευρωπαϊκού εγχειρήματος, αφού   πλέον για πρώτη φορά εμφανίστηκε διάχυτα η σοβαρή πιθανότητα  εξόδου μίας χώρας μέλους από την ζώνη του ευρώ.

Το Ιταλικό «όχι» ερμηνεύεται από πολλούς σχολιαστές ως ένα διπλό μήνυμα άρνησης , αφενός απέναντι στην συνταγματική αναθεώρηση καθαυτού που σχεδίαζε ο Ρέντσι και αφετέρου απέναντι στην Ευρώπη και τις πολιτικές της λιτότητας που αυτή προάγει υπό την πίεση της Γερμανίας.

Ο συγκεκριμένος κίνδυνος αποσοβήθηκε μάλλον την τελευταία στιγμή λόγω της πανικόβλητης παρέμβασης κάποιων ηγετών κρατών που φοβήθηκαν έντονες αλυσιδωτές  συνέπειες για τις εγχώριες οικονομίες τους, από ένα ενδεχόμενο ελληνικής εξόδου από το ευρώ.  Εντούτοις δεν άλλαξε τίποτα στο γεγονός ότι ο κοινός ευρωπαϊκός νομισματικός χώρος παραμένει ένα ατελές εγχείρημα ενσωμάτωσης, για το μέλλον του οποίου οι χώρες του ευρώ παραμένουν βαθιά διχασμένες. Επιπλέον η προσφυγική κρίση ανέδειξε με ένταση τα πολιτικά και θεσμικά ελλείμματα του χώρου Schengen  και την έλλειψη μιας κοινής πολιτικής ασύλου.

Παράλληλα με αυτά τα ελλείμματα η κυβέρνηση της Μεγάλης Βρετανίας έδειξε μία διάθεση μόνιμης απόσχισης από την πορεία ευρωπαϊκής ενσωμάτωσης και διεξήγαγε τον Ιούνιο του 2016 ένα δημοψήφισμα σχετικά με την παραμονή της χώρας στην ΕΕ. Με την πλειοψηφία των Βρετανών να τάσσονται υπέρ του BREXIT. Για πρώτη φορά  φαίνεται να γίνεται πράξη η έξοδο μίας χώρας από την ΕΕ. Την ίδια στιγμή οι Ιταλοί απέρριψαν τις συνταγματικές αλλαγές που πρότεινε ο πρωθυπουργός Ματέο Ρέντσι μέσω ενός δημοψηφίσματος και κατόπιν της παραιτήσεως του ως πρωθυπουργός  η Ιταλία φαίνεται να οδηγείται  σε πολιτικές εξελίξεις οι οποίες δίνουν το πάνω χέρι στους λαϊκιστές και στις  αντιευρωπαϊκές πολιτικές  δυνάμεις.

Το Ιταλικό «όχι» ερμηνεύεται από πολλούς σχολιαστές ως ένα  διπλό μήνυμα άρνησης , αφενός απέναντι στην συνταγματική αναθεώρηση καθαυτού που σχεδίαζε ο Ρέντσι και αφετέρου απέναντι  στην Ευρώπη και τις πολιτικές της λιτότητας που αυτή προάγει υπό την πίεση της Γερμανίας. Αν  και ο Ρέντσι  είχε  συστηματικά  διαφοροποιηθεί δημόσια από τις πολιτικές λιτότητας,  οι δηλώσεις  υποστήριξης προς τον Ρέντσι από ορισμένους Ευρωπαίους, και κυρίως από τον Βόλφγκανγκ Σόιμπλε και την Άνγκελα Μέρκελ μάλλον του έκαναν ζημιά.

Ασφαλώς οι κρίσεις δεν αποτελούν ένα νέο φαινόμενο για την ευρωπαϊκή ενσωμάτωση αλλά αντιθέτως πολλές φορές έχουν επιταχύνει την  πρόοδο ενσωμάτωσης. Στην σημερινή συγκυρία ωστόσο η ΕΕ λειτουργεί πολλές φορές περισσότερο ως αίτιο και ενισχυτής κρίσεων παρά ως μηχανισμός επίλυσης τους.  Ως εκ τούτου παρατηρείται σε όλη την Ευρώπη μία ροπή  προς την  ενίσχυση τάσεων γενικότερα που αμφισβητούν την ΕΕ και  φορέων έντονου αριστερού και ακροδεξιού λαϊκισμού. Οι τάσεις αυτές συμμετέχουν σε ορισμένες περιπτώσεις ήδη στον σχηματισμό κυβερνήσεων.

Υπό αυτές τις συνθήκες αποκλείονται τουλάχιστον μεσοπρόθεσμα βαθιές μεταρρυθμίσεις και τομές που χρειάζεται επειγόντως η ΕΕ συμπεριλαμβανομένης της τροποποίησης των ευρωπαϊκών συμβάσεων. Αντίθετα μάλιστα πολλές χώρες της ΕΕ προστρέχουν σε στρατηγικές διαφοροποιημένης ενσωμάτωσης υλοποιώντας ευρωπαϊκές οδηγίες και πολιτικές επιλεκτικά και όπως συμφέρει.

Η σωρευμένη και παράλληλη εμφάνιση κρίσεων και η αλληλουχία τους συνιστά πάντως μία νέα ποιότητα πρόκλησης για την Ευρώπη απαιτώντας άμεσα την αναζήτηση λύσεων.

Η κρίση της ζώνης του ευρώ

Από τις αρχές του 2010 η κρίση του ευρώ καθόρισε κυριολεκτικά την ατζέντα της ΕΕ. Αρχικά η Ελλάδα και μετέπειτα η Ιρλανδία, Πορτογαλία, και Κύπρο μπόρεσαν να διατηρήσουν την γραμμή αποπληρωμής του δημόσιου χρέους τους μόνο με δάνεια των ευρωπαϊκών εταίρων τους και του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου. Η Ισπανία χρειάστηκε βοήθεια για την ανακεφαλαιοποίηση του τραπεζικού της τομέα .Σε δεινή θέση βρέθηκε και η Ιταλία τόσο όσον αφορά το δημόσιο χρέος της όσο και τον τραπεζικό της τομέα.

Ως όρο για την χορήγηση δανείων διάσωσης το  Eurogrοup θέσπισε την λεγόμενη  Troika αποτελούμενη από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή , την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο. Η τρόικα ενεπλάκη σε έναν πολύ εντατικό  βαθμό και ασυνήθιστο για τα ευρωπαϊκά δεδομένα  στις δημόσιες  πολιτικές των υπερχρεωμένων χωρών καθορίζοντας λιγότερο ή περισσότερο τις οικονομικές και κοινωνικές πολιτικές τους, υποτίθεται για να διευκολύνει την υλοποίηση των απαιτούμενων μεταρρυθμίσεων.

Μέσα από σκληρές πολιτικές δημοσιονομικής σταθεροποίησης σε συνδυασμό με έναν χαμηλό βαθμό ανταγωνιστικότητας, πολλαπλές τραπεζικές κρίσεις  καθώς και την απώλεια εμπιστοσύνης των επενδυτών στις χρηματαγορές, η κρίση χρέους σε πολλές χώρες του ευρώ όπως η Ελλάδα μετασχηματίστηκε σύντομα σε μία δομική οικονομική κρίση με υψηλή ανεργία και βαθιά ύφεση. Συνεπεία τούτων, εντατικοποιήθηκαν οι  δομικές οικονομικές διαφορές και αποκλίσεις μεταξύ των χωρών της ευρωζώνης. Επιπλέον οδήγησαν οι πολιτικές διαπραγματεύσεις για την χορήγηση πακέτων  διάσωσης συνδυασμένων αντιπαραβολικά με αντίστοιχα σκληρά μεταρρυθμιστικά πακέτα  σε δραστικές πολιτικές εντάσεις μεταξύ των χωρών-δανειστών από την μία πλευρά  και εκείνων των χωρών από την άλλη  που μπήκαν είτε στον ρόλο του δανειολήπτη, είτε στον ρόλο του διεκδικητή χαλαρότερων  δημοσιονομικών  πολιτικών για να βγουν οι αριθμοί.

Μακροπρόθεσμα ωστόσο ο δρόμος για δημοκρατικές μεταρρυθμίσεις με κοινωνικό πρόσημο εντός της ΕΕ ενδέχεται να ανοίξει και επομένως δεν αποκλείεται σε βάθος χρόνου η αλλαγή των ευρωπαϊκών συμβάσεων με κατεύθυνση την ενοποίηση να ξαναμπεί κατά προτεραιότητα στην πολιτική ατζέντα.

Για την αντιμετώπιση της κρίσης η ευρωζώνη και η ΕΕ διεύρυναν εμφανώς τα εργαλεία πολιτικής τους. Ειδικότερα εντατικοποιήθηκε ο έλεγχος των εθνικών προϋπολογισμών μέσω του λεγόμενου ευρωπαϊκού εξαμήνου (European Semester-Consilium) ως τακτικός κύκλος οικονομικού και δημοσιονομικού συντονισμού στα πλαίσια της οικονομικής διακυβέρνησης και μέσω  του δημοσιονομικού συμφώνου. Με τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητας (ESM) θεσπίστηκε ένα τακτικό ταμείο για την χορήγηση δανείων διάσωσης υπό αυστηρούς όρους. Την ίδια στιγμή επιχειρείται με την τραπεζική ένωση η διάλυση του πλέγματος μεταξύ κρίσεων στον τραπεζικό τομέα και κρίσεων χρέους των κρατών και η ενίσχυση του ευρωπαϊκού τραπεζικού τομέα. Εντούτοις παραμένουν τα κεντρικά στρατηγικά  ελλείμματα της ευρωζώνης όπως και  οι δομικές διαφορές των χωρών ενώ δεν αποκλείεται η εκ νέου ανάφλεξη κρίσεων   σε μεμονωμένες χώρες για πολιτικούς η οικονομικούς λόγους.

Η πορεία της ΕΕ προς  την μόνιμη επίλυση της κρίσης του ευρώ μπλοκάρεται μεσοπρόθεσμα  για πολιτικούς λόγους υπό την έννοια ότι η επικράτηση των συντηρητικών δυνάμεων εμποδίζει τόσο την θεσμική εμβάθυνση όσο και την δημοσιονομική χαλάρωση ως όρο για την διευκόλυνση της ανάκαμψης και συνακολούθως της άντλησης νέου κεφαλαίου εμπιστοσύνης προς το ευρωπαϊκό εγχείρημα. Μακροπρόθεσμα ωστόσο ο δρόμος για δημοκρατικές μεταρρυθμίσεις με κοινωνικό πρόσημο εντός της ΕΕ ενδέχεται να ανοίξει και επομένως δεν αποκλείεται σε βάθος χρόνου η αλλαγή των ευρωπαϊκών συμβάσεων με κατεύθυνση την ενοποίηση να ξαναμπεί κατά προτεραιότητα στην πολιτική ατζέντα. Όμως οι χώρες του ευρώ παραμένουν βαθιά διχασμένες τόσο όσον αφορά τα βραχυπρόθεσμα διορθωτικά μέτρα όσο και την μακροπρόθεσμη κατεύθυνση  της ευρωζώνης.

Η προσφυγική κρίση

Στην οικονομική κρίση προστέθηκε πρόσφατα και η προσφυγική κρίση. Ο υψηλός αριθμός προσφύγων που εισέρχεται από το 2015 στην Ευρώπη θέτει την ΕΕ και τα μέλη της μπροστά σε δραστικές προκλήσεις. Σχεδόν τα περισσότερα κράτη δεν ήταν έτοιμα να αντιμετωπίσουν την ισχυρή προσέλευση προσφύγων. Πολλές χώρες στα εξωτερικά σύνορα της ζώνης του Schengen όπως η Βουλγαρία και η Ουγγαρία προσέφυγαν στην ανέγερση φραχτών στα σύνορα τους. Ακολούθησαν άλλες χώρες όπως η Γερμανία, η Αυστρία , η Σουηδία , η Δανία και η Γαλλία με την  επαναφορά συνοριακών ελέγχων ακόμα και εντός των ορίων της ζώνης του  Schengen. Με την αμφισβήτηση των ανοικτών συνόρων τίθεται πλέον σε αμφιβολία η μεγαλύτερη πρακτική και συμβολική κατάκτηση της ευρωπαϊκής ενσωμάτωσης.

Την ίδια στιγμή και παρά την ύπαρξη κοινών εξωτερικών συνόρων υπάρχουν τεράστιες διαφορές των χωρών της ΕΕ τόσο όσον αφορά τις  προδιαγραφές όσο και την βούληση για την υποδοχή, υποστήριξη και φροντίδα των αιτούντων ασύλου. Συνεπώς οι πρόσφυγες κατανέμονται  εντελώς άνισα στις χώρες της ΕΕ. Ένα μεγάλο μέρος των προσφύγων συγκεντρώνεται στην Γερμανία, την Σουηδία και ορισμένες άλλες χώρες ενώ οι μεσογειακές  χώρες και ιδιαίτερα η Ελλάδα και η Ιταλία εκτίθενται τόσο ως κεντρικά σημεία μετάβασης προσφύγων όσο και ως χώρες με τις μεγαλύτερες υποχρεώσεις στην φύλαξη συνόρων.

Σίγουρα  οι χώρες μέλη της ΕΕ συμφώνησαν  κάποια κοινά βήματα  στο προσφυγικό όπως η  συγκρότηση μίας λίστας σίγουρων χωρών προσέλευσης,  η ενίσχυση της ευρωπαϊκής συνοριοφυλακής Frontex και η κατανομή  160.000 αιτούντων ασύλου. Ωστόσο  το τελευταίο συμφωνήθηκε με απλή πλειοψηφία δηλαδή με σοβαρές ενστάσεις χωρών της κεντρικής και ανατολικής Ευρώπης οι οποίες μέχρι σήμερα αρνούνται να υλοποιήσουν την απόφαση. Σε ζωτικά ζητήματα όπως η πρακτική κατανομή των προσφύγων, η καθιέρωση ενός  μόνιμου μηχανισμού κατανομής , η συμπεριφορά απέναντι στην Τουρκία , η ενίσχυση της κοινής φύλαξης των συνόρων υπάρχουν σοβαρές αντιθέσεις μεταξύ των χωρών μελών της ΕΕ.

Αντιευρωπαϊκά κόμματα και λαϊκισμός

Σε ακολουθία των πολλαπλών κρίσεων αποδυναμώθηκε η εμπιστοσύνη απέναντι στην ΕΕ. Η ευρωκρίση για παράδειγμα ενίσχυσε τον σκεπτικισμό απέναντι στην ΕΕ τόσο εντός των χωρών που εκτίθενται σε σκληρά μέτρα λιτότητας συνεπεία δανείων διάσωσης, όσο και εντός των χωρών δανειστών συνεπεία των υψηλών οικονομικών μεταβιβάσεων. Κατά συνέπεια ενισχύονται συστηματικά αντιευρωπαϊκά, ακροδεξιά και λαϊκιστικά πολιτικά κόμματα και σχηματισμοί. Τα σχήματα αυτά δεν έχουν ενιαία πολιτική κατεύθυνση και καταλαμβάνουν ένα ευρύ φάσμα το οποίο φτάνει από τον ήπιο ευρωσκεπτικισμό που αρνείται απλά την περαιτέρω ενσωμάτωση, έως έναν σκληρό αντιευρωπαϊσμό που φτάνει στα όρια ενός ανοικτού εθνικισμού ακροδεξιών κομμάτων.

Με την αμφισβήτηση των ανοικτών συνόρων τίθεται πλέον σε αμφιβολία η μεγαλύτερη πρακτική και συμβολική κατάκτηση της ευρωπαϊκής ενσωμάτωσης.

Λόγω του ευρύτατου αυτού φάσματος τα αντιευρωπαϊκά κόμματα κατανέμονται στο ευρωπαϊκό κοινοβούλιο στις υπάρχουσες πολιτικές ομάδες και οικογένειες κομμάτων, ή εμφανίζονται ως ανεξάρτητοι βουλευτές. Ο κατακερματισμός αυτός δεν επιτρέπει στα αντιευρωπαϊκά σχήματα να έχουν ισχυρή επιρροή στην διαμόρφωση της ευρωπαϊκής νομοθεσίας παρά την ενίσχυση τους. Η επιρροή τους εκφράζεται επομένως περισσότερο σε εθνικό επίπεδο όπου εμφανίζουν σοβαρή εκλογική άνοδο και συμμετέχουν εν μέρει και σε κυβερνήσεις. Με τον τρόπο αυτό τα αντιευρωπαϊκά κόμματα ασκούν σοβαρή πίεση στην διαμόρφωση εθνικών πολιτικών αλλάζοντας παράλληλα το αξιακό οπλοστάσιο των καθιερωμένων κομμάτων και συνολικά την στάση τους απέναντι  στην δημοκρατία και  στην ΕΕ.

Κατακλείδα: τάσεις διχασμού

Οι τάσεις διχασμού εντός της ΕΕ αποτελούν ταυτόχρονα  αίτιο όσο και συνέπεια των κρίσεων. Από την μία πλευρά η διαφοροποιημένη ενσωμάτωση στην βάση της οποίας μόνο ορισμένες ομάδες κρατών μελών μπορούν να προχωρήσουν από κοινού, καθιερώθηκε σε πολιτικό κανόνα μιας περαιτέρω ενσωμάτωσης της ΕΕ . Κεντρικά εργαλεία πολιτικής  για την αντιμετώπιση της κρίσης όπως η τραπεζική ένωση και ευρωπαϊκός μηχανισμός σταθερότητας λειτούργησαν μόνο στο πλαίσιο  της ευρωζώνης λόγω του ότι χώρες που δεν ανήκαν στην ζώνη του ευρώ όπως η Μεγάλη Βρετανία θα έθεταν βέτο σε περίπτωση ευρύτερης εφαρμογής στο πλαίσιο της ΕΕ .

Σε ορισμένες περιπτώσεις επιτεύχθηκαν συμφωνίες μόνο μέσα από την χρήση συμβάσεων του διεθνούς δικαίου εκτός της ΕΕ διότι κάποιες χώρες της ΕΕ μπλόκαραν κάθε τροποποίηση των ευρωπαϊκών συμβάσεων όπως η εισαγωγή του  δημοσιονομικού συμφώνου. Ενώ κατά την  παράδοση της ΕΕ  οι χώρες μέλη διαπραγματεύονται αμφιλεγόμενα ζητήματα έως ότου υπάρχει κάποιος ικανοποιητικός συμβιβασμός για όλες τις πλευρές, υπό την πίεση των κρίσεων αυξήθηκε η ετοιμότητα άρνησης απέναντι σε συμβιβασμούς  η πλειοψηφικής παράκαμψης διαφωνούντων χωρών.

Η Ελλάδα βρέθηκε πολλές φορές εκτεθειμένη στην πίεση πλειοψηφικής παράκαμψης της πολιτικής βούλησης των εθνικών της αντιπροσωπειών και επομένως διαθέτει επαρκές know how στον συγκεκριμένο τομέα. Πολλές φορές μάλιστα η χώρα μας αντέδρασε στην πίεση με προσωρινή και άτυπη αναστολή η παράκαμψη των μνημονίων και αντίστοιχη αναπροσαρμογή όταν το επέβαλε η πίεση των εταίρων. Η συγκεκριμένη κατάσταση ωστόσο δεν αποτελεί στρατηγική πολιτικής, ούτε για τις χώρες μέλη της ΕΕ ούτε  για το θεσμικό της οικοδόμημα. Το ερώτημα που τίθεται είναι με πόση διαφοροποιημένη ενσωμάτωση και με πόσες αποφάσεις κατά μεμονωμένων χωρών μπορεί η ΕΕ να παραμείνει βιώσιμη.

 

 O Μαυροζαχαράκης Εμμανουήλ είναι ο Πολιτικός Επιστήμονας-Κοινωνιολόγος