Ο Αντώνης Σαμαράς προαναγγέλλει την –δεύτερη–διάσπαση της ΝΔ

Toυ Γ. Λακόπουλου

ΛΑΚΟΠΟΥΛΟΣ

Μέσω του ισπανικού τύπου ο Αντώνης Σαμαράς διαβεβαίωσε ότι «είναι εδώ». Ότι «εξακολουθεί να είναι ενεργός στις πολιτικές υποθέσεις της χώρας». Δικαίωμά του ασφαλώς – άλλωστε στην πολιτική για τους περισσότερους το χούι φεύγει τελευταίο.

Ωστόσο στην περίπτωση Σαμαρά δεν πρόκειται απλώς για επιθυμία παράτασης της παρουσίας του στο δημόσιο βίο. Πρόκειται για αναγγελία διάσπασης της ΝΔ. Διόλου παράδοξο, καθώς ο ίδιος άνθρωπος το έκανε και στο παρελθόν. Μόνο που αυτή τη φορά η διάλυση του ενός πυλώνα του πολιτικού συστήματος, πέραν του ότι διαλύει ταυτόχρονα το ίδιο το σύστημα, θα εξελιχτεί σε μακροημέρευση της σημερινής κυβέρνησης, που θα συνεχίσει χωρίς αντίπαλο.

Το 1992 ο Σαμαράς έχασε το αξίωμα του υπουργού Εξωτερικών που του είχε αναθέσει επιπόλαια, ο τότε πρωθυπουργός Κ. Μητσοτάκης, με σκοπό να ανακόψει την άνοδο του Μιλτιάδη Έβερτ. Ένα χρόνο αργότερα τον έριχνε από την κυβέρνηση, για λόγους και με μεθόδους που δεν έχουν ακόμη διερευνηθεί πλήρως. Η Πολιτική Άνοιξη που ίδρυσε ως προσωπικό του κόμμα δεν μακροημέρευσε.

Στο σχετικά μικρό διάστημα που υπήρξε επικεφαλής της ελληνικής διπλωματίας έδωσε καταστροφικά δείγματα γραφής. Πρώτα με τον τυχοδιωκτισμό στο χειρισμό των ελληνοαλβανικών σχέσεων ανοίγοντας άναρχα τα σύνορα με τη γειτονική χώρα.

Μετά με την αδυναμία του -ή σκοπιμότητα- να καταλάβει τι ακριβώς αποφασίστηκε για τη διάλυση της Γιουγκοσλαβίας στο Συμβούλιο Κορυφής του Μάαστριχτ, όπου ο Μητσοτάκης – για να προλάβει ένα υπερατλαντικό ραντεβού με τον Μπους- τον άφησε στο πόδι του κατά τη σύνταξη των συμπερασμάτων.

Η εικόνα για το όνομα του νέου κράτους των Σκοπίων που μετέφερε στην Αθήνα και στον τότε πρόεδρο της Δημοκρατίας Κωνσταντίνο Καραμανλή, δεν ήταν ακριβής όπως προέκυψε στη συνέχεια. Αλλά αντί να παραιτηθεί άρχισε να αυτοπροβάλλεται ως ένα είδος μετεμψύχωσης του Παύλου Μελά και του Μεγάλου Αλεξάνδρου.

Μετέτρεψε έτσι το «Μακεδονικό» σε ανοιχτή πληγή της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής που αιμορραγεί ακόμη. Η πολιτική που επέβαλε τότε με τον εθνικολαϊκισμό και την ακροδεξιά ρητορική του καταλήγει σε εθνικό φιάσκο – παρά την προσπάθεια του Ανδρέα Παπανδρέου και του Κάρολου Παπούλια αργότερα να διασώσουν την κατάσταση με την Ενδιάμεση Συμφωνία. Συμφωνία την οποία, όπως φάνηκε πρόσφατα στην Αμερική, ο Αλέξης Τσίπρας ως Πρωθυπουργός και ο Νίκος Κοτζιάς ως Εξωτερικών σήμερα δεν μπορούν να υπερασπιστούν.

Μετά την ανατροπή της κυβέρνησης Μητσοτάκη, ο Σαμαράς διέσπασε τη ΝΔ, αλλά επειδή το κόμμα του δεν κατάφερε τίποτε περισσότερο από το να μπει μια φορά στη Βουλή και μια στην Ευρωβουλή κατέστη αποσυνάγωγος.

Επανήλθε στην πολιτική σκηνή χάρη στην μεγαλοθυμία του Κ. Καραμανλή που τον έκανε πρώτα ευρωβουλευτή και μετά υπουργό Πολιτισμού. Ακολούθως έγινε αρχηγός της ΝΔ χάρη στα λάθη της κυρίαρχης τότε Ντόρας Μπακογιάννη: από την αποδοχή εκλογικής διαδικασίας που δεν προέβλεπε το καταστατικό, μέχρι την αψυχολόγητη σύγκρουση με τον Δημήτρη Αβραμόπουλο.

Στην πρώτη εκλογική αναμέτρηση ως επικεφαλής της ΝΔ ο νέος αρχηγός την οδήγησε στην τραγωδία με 18%. Εν τω μεταξύ είχε επιδείξει απίστευτη αδυναμία κατανόησης της συγκυρίας και ως αντιμνημονιακός άνοιξε -με τα «Ζάππεια»- το δρόμο που περπάτησε στη συνέχεια ο Αλέξης Τσίπρας.

Με την πρώτη θέση στις επαναληπτικές εκλογές του 2012 κατάφερε να αναδειχτεί Πρωθυπουργός επικεφαλής τριμερούς κυβέρνησης, την οποία στη συνέχεια με τις μεθοδεύσεις του κατέστησε διμερή. Πρώτα υπέγραψε το δεύτερο Μνημόνιο και μετά, απερίσκεπτα ή κουτοπόνηρα, επέστρεψε στο αντιμνημονιακό παρελθόν του διακηρύσσοντας ότι το σκίζει! Έτσι έριξε πάλι νερό στο μύλο του Τσίπρα, τον οποίο δεν δέχτηκε να συναντήσει ποτέ ως αρχηγό της αξιωματικής αντιπολίτευσης, ενισχύοντάς τον και μ’ αυτόν τον τρόπο.

Επιπλέον τον διευκόλυνε όταν πρότεινε ως πρόεδρο της Δημοκρατίας -με την εκλογή του οποίου μπορούσαν να αποτραπούν οι εκλογές σε μια κρίσιμη στιγμή- τον αντιπρόεδρο του κόμματος του. Μένει να δούμε πως και γιατί ο επικεφαλής του ΣΥΡΙΖΑ δεν αξιοποίησε αυτό το δώρο για να επιβάλει στην Προεδρία, μετά τις εκλογές, τον δικό του αντιπρόεδρο και να κλείσει το κύκλωμα εξουσίας. Οπότε φαντάζεται κανείς με όσα επακολούθησαν, τι θα συνέβαινε με κάποιο Συριζαίο και όχι τον Προκόπη Παυλόπουλο στο Προεδρικό Μέγαρο.

Κανονικά την επομένη της ήττας του Ιανουαρίου ο Αντώνης Σαμαράς όφειλε να υποβάλει την παραίτηση του από την ηγεσία της ΝΔ, όπως έκανε και ο Βαγγέλης Βενιζέλος στο ΠΑΣΟΚ. Δεν το έκανε πιστεύοντας ότι έχει μεθοδεύσει τα πράγματα ώστε ο Τσίπρας να αποδειχθεί «παρένθεση» και να επιστρέψει ο ίδιος. Αν είχε παραιτηθεί και η ΝΔ εξέλεγε νέο αρχηγό, η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ θα είχε αντίπαλον δέος και ενδεχομένως θα είχε αποτραπεί η τραγωδία που οδήγησε στο τρίτο Μνημόνιο.

Παίρνοντας ενεργά μέρος στο δημοψήφισμα του Ιουλίου ο Αντώνης Σαμαράς ηττήθηκε για μια ακόμη φορά. Αλλά και πάλι δεν έκανε αυτό που έπρεπε: να προκηρύξει συνέδριο για την εκλογή αρχηγού. Έδωσε τη σκυτάλη σε κάποιον για να ηττηθεί όπως και έγινε -διευκολύνοντας πάλι τον Αλέξη Τσίπρα- προκειμένου να δημιουργηθούν συνθήκες επανόδου του.

Αυτές τις συνθήκες άρχισε να δημιουργεί από την επόμενη των εκλογών, αλλά δεν υπάρχει κανείς που να πιστεύει ότι θα τα καταφέρει. Οι υποψήφιοι που τον βολεύουν δεν έχουν τύχη.

Αυτό θα έπρεπε τελικά να τον αποθαρρύνει. Αλλά ο πολιτικός που ξεκίνησε ως πολιτικό τέκνο του Ευάγγελου Αβέρωφ με τους «Κένταυρους» και τους «Ρέητζερς» -που διέλυσε ο Μεϊμαράκης στη συνέχεια– επιμένει. Στην πραγματικότητα ετοιμάζει ένα ακόμη χτύπημα στο κόμμα που τον ανέδειξε. Θα το διασπάσει για δεύτερη φορά. Καμιά άλλη ερμηνεία δεν μπορεί να δοθεί στην επιμονή του «είμαι εδώ». Και η εμπειρία δείχνει ότι όσες φορές ο συγκεκριμένος πολιτικός «ήταν εδώ», είτε η χώρα είτε το κόμμα του το πλήρωσαν.