Ο Καραμανλής, ο Τσίπρας, ο Μεϊμαράκης, ο Σαμαράς και οι άλλοι

Του Γ. Λακόπουλου

ΛΑΚΟΠΟΥΛΟΣΤί έπαθαν ξαφνικά οι καραμανλικοί της ΝΔ και ξαναζεσταίνουν τη σούπα των σχέσεων του Καραμανλή με τον Αλέξη Τσίπρα; Γιατί πρόσωπα υπεράνω πάσης υποψίας σε ό,τι αφορά την αφοσίωση τους στον πρώην Πρωθυπουργό μετέχουν στη συζήτηση, αν μίλησε και πότε ο Καραμανλής με τον σημερινό Πρωθυπουργό, η οποία με τη σειρά της ρίχνει νερό στο μύλο των ψιλοπροβοκατόρικων διαδόσεων ότι ο Καραμανλής «βάζει πλάτη στον Τσίπρα» με αντάλλαγμα να μην σκαλίζει την κυβερνητική θητεία του; Και γιατί όλα αυτά γίνονται τις παραμονές μιας εσωκομματικής διαδικασίας που δεν θα κρίνει απλώς τον επόμενο επίγονο του Καραμανλή, αλλά και το μέλλον του ίδιου ως φυσικού ηγέτη της ευρύτερης Κεντροδεξιάς στην οποία θα μπορούσαν να προσκολληθούν για χάρη του και άλλες δυνάμεις ;

Τα ερωτήματα αυτά συνθέτουν τα πολιτικά μυστήρια των ημερών στα οποία συγκαταλέγονται οι κοινοβουλευτικές αντοχές της κυβέρνησης Τσίπρα, οι αντοχές και το προσδόκιμο ζωής της ΝΔ ως κόμμα, η στιγμή που το τρένο της μεγάλης φυγής θα επιβάλει ευρύτερα κυβερνητικά σχήματα και η επισφράγιση του τέλους της Μεταπολίτευσης με την έναρξη μιας νέας Μεταπολίτευσης στην  οποία συνειρμικά πολλοί τοποθετούν τον Καραμανλή με την προσθήκη ενός νέου κρίκου στην αλυσίδα Λαϊκό Κόμμα-Εθνικός Συναγερμός-ΕΡΕ-ΝΔ.

Όλα αυτά βέβαια θα κριθούν στο πλαίσιο των εξελίξεων που διαμορφώνονται υπό την επήρεια εξωτερικών παραγόντων, αλλά και του τυχαίου ή του απροβλέπτου, όπως π.χ. τα εκλογικά αποτελέσματα. Οι συσχετισμοί της κυριακάτικης κάλπης στη ΝΔ θα κρίνουν πολλά. Δεν θα απαντήσουν μόνο στο ερώτημα της ηγεσίας της αλλά και στο ερώτημα της ενότητάς της με τις φήμες να φέρουν τον Αντώνη Σαμαρά πρόθυμο να επαναλάβει το 1992-93, αυτή τη φορά όχι εναντίον του Μητσοτάκη, αλλά εναντίον του Καραμανλή που τον ευεργέτησε.

Ο Καραμανλής της μετακυβερνητικής περιόδου του, σημαδεύεται από ένα στοιχείο που δεν είχε ποτέ άλλος πολιτικός ηγέτης – πλην ίσως του θείου του στην περίοδο της αυτοεξορίας του. Δεν είναι η σιωπή του, είναι ότι έχει ακροατήριο παρά τη σιωπή του. Δεν μιλάει, αλλά πολλοί τον ακούνε. Όχι με τις περίφημες «διαρροές» που κοινοποιούν την εικαζόμενη ή την πραγματική βούλησή του. Αλλά και με τα καραβάνια που σπεύδουν στο υπερυψωμένο ισόγειο της Παναγή Κυριακού για να ακούσουν τη γνώμη του και μόλις την ακούσουν να τον προτρέψουν «να βγει μπροστά». Συνήθως δέχονται τον ευγενικό και ενίοτε επενδυμένο με χιούμορ αποκλεισμό ενός τέτοιου ενδεχομένου εκ μέρους του με την μόνιμη υποσημείωση ότι ενδιαφέρεται μόνο για τη τύχη παράταξης.

Μιλάει με τον Τσίπρα ο Καραμανλής ;

Σ’ αυτό το πλαίσιο έχουν εγερθεί τα δυο θέματα των ημερών. Το ένα αφορά την υποστήριξή του στον Βαγγέλη Μεϊμαράκη, που έγινε τελικά το κεντρικό ζήτημα των εκλογων από τη στιγμή που κυριάρχησε στην επικαιρότητα ότι ο Καραμανλής φρόντισε να καταστήσει ημιεπίσημη αυτή την προτίμηση του. Η αλήθεια είναι ότι ο Καραμανλής δεν ανέθεσε σε κανέναν να ανακοινώσει αντ’ αυτού «ψηφίστε Μεϊμαράκη». Σε όσους σπεύσουν στο γραφείο του λέει ότι ο ίδιος κρίνει το σ αυτή τη όση η εκλογή Μειμαράκη διασφαλίζει την ενότητα. Δεν είναι «διαρροή», ούτε «ανακοίνωση κύκλων» όπως εμφανίστηκε. Είναι η γνώμη του σε όσους την αναζητούν. Και σ’ αυτή τη γνώμη συμπεριλαμβάνεται ο αποκλεισμός της διάσπασης, ξορκίζοντας το ενδεχόμενο να την επιχειρήσει ο Σαμαράς.

Το δεύτερο θέμα των ενδεχόμενων επαφών του με τον Τσίπρα είναι κάπως περίπλοκο. Κατ’ αρχήν ο Καραμανλής δεν είναι ο τύπος του πολιτικού που θα συνωμοτούσε εναντίον του κόμματός του, πολύ περισσότερο που θα έστηνε γέφυρες πίσω από τις πλάτες των άλλων με τον πολικό του αντίπαλο – γιατί τί άλλο είναι ο Τσίπρας;

Ενδεχομένως η πολιτική του ανάλυση να συμπεριλαμβάνει και το συμπέρασμα ότι με τον Τσίπρα και την Αριστερά στην κυβέρνηση μπορούν να περάσουν μέτρα και μεταρρυθμίσεις που με δική του κυβέρνηση, αλλά και με κυβέρνηση ΠΑΣΟΚ ή συγκυβέρνηση, όπως αποδεδείχθηκε, θα ήταν αδύνατο. Έχει άλλωστε την εμπειρία με το ασφαλιστικό και άλλες αλλαγές που επιχείρησε ο ίδιος και βρήκε απέναντί του κόμματα, συνδικάτα και στελέχη της ΝΔ. Αλλά αυτό είναι άλλη υπόθεση και δεν περιορίζεται στον ίδιο. Και πολλοί Ευρωπαίοι το ίδιο πιστεύουν αυτή την περίοδο.

Γιατί στις περίφημες προσωπικές επαφές του Καραμανλή με τον Τσίπρα η επικαιρότητα δεν προσέθεσε τίποτε καινούργιο. Κατ’ αρχήν αν άνοιξε κάποια στιγμή ο δρόμος τέτοιων επαφών δεν τον άνοιξε ο Καραμανλής αλλά ο Τσίπρας, την εποχή που ήταν ακόμη στην αντιπολίτευση και έκανε ανοίγματα στον «καραμανλισμό».

Δεύτερον, είναι λογικό να υπήρξε προσωπική επαφή όταν ο Τσίπρας πρότεινε, όπως είναι βέβαιο, στον Καραμανλή την Προεδρία της Δημοκρατίας. Ακόμη και για λόγους τάξης είναι εύλογο να υποθέσει κανείς ότι αυτή πρόταση έγινε τετ α τετ . Δεν μπορεί να έγινε με ενδιάμεσους ή με ταχυδρομικά περιστέρια. Τώρα αν υπάρχει και εκ του σύνεγγυς σποραδική επικοινωνία, όπως υπαινίχθηκε ο Στυλιανίδης, είναι μια πολύ λεπτή συζήτηση, καθώς στο ελληνικό πολιτικό σύστημα όλοι συζητούν με όλους εκ του σύνεγγυς. Ακόμη και ο Ανδρέας Παπανδρέου με τον Μητσοτάκη τη στιγμή που τον έστελνε στο Ειδικό Δικαστήριο.

Περισσότερη ουσία έχει αν υπήρξε επικοινωνία στην κορύφωση της αποτυχημένης διαπραγμάτευσης Τσίπρα με τους Ευρωπαίους, δηλαδή τη στιγμή που ο Τσίπρας είχε μπροστά του δυο ενδεχόμενα: ή να βγάλει τη χώρα από την Ευρωζώνη ή να υπογράψει το Μνημόνιο. Και αν υπήρξε, ποιος είχε την πρωτοβουλία; Ο Πρωθυπουργός θέλησε να έχει τη γνώμη του προκατόχου του, άρα να εικάσουμε ότι υπήρξαν και άλλες επαφές αυτού του επίπεδου; Ή ο Καραμανλής παρενέβη για να αποτρέψει το μοιραίο;.

Η λογική ανάλυση οδηγεί στο δεύτερο. Όπως όλοι θυμούνται, εκείνη την περίοδο όλα κρεμόταν από μια κλωστή και η προσοχή είχε στραφεί σε δυο πρώην πρωθυπουργούς για να κάνουν κάτι. Ο Κ. Σημίτης που είχε αυτοπροβληθεί ως «πατέρας του ευρώ» περιορίσθηκε σε μια δήλωση και ένα άρθρο. Ο Καραμανλής, ως επικεφαλής της παράταξης που συνέδεσε τη χώρα με την Ευρωπαϊκή Ένωση, μισοέσπασε τη σιωπή του με τηλεοπτικό μήνυμα για το Δημοψήφισμα, στοιχείο που έδειχνε πόσο σοβαρά έπαιρνε τους κινδύνους. Λογικό είναι να σήκωσε και το τηλέφωνο και να προειδοποίησε τον Τσίπρα για τις συνέπειες.

Για να επιστρέψουμε στην αρχή, η παρέμβαση της φρουράς του Καραμανλή στη συζήτηση για τις εκλογές στη ΝΔ και για τη σχέση του με τον Τσίπρα τις περιορίζει στις πραγματικές διαστάσεις τους. Είναι λογικό να θέλει ο Καραμανλής τη ΝΔ όσο το δυνατόν ενωμένη, είναι εύλογο να πιστεύει ότι ο Μεϊμαράκης μπορεί να διασφαλίσει αυτή την ενότητα, αφού στην πραγματικότητα οι άλλες υποψηφιότητες έχουν περισσότερο προσωπικό χαρακτήρα και είναι δικαίωμά του να το λέει, χωρίς να παρεμβαίνει δημόσια στην προεκλογική κούρσα, κάτι που θα ήταν άκομψο.

Εξίσου λογικό είναι ένας πρώην πρωθυπουργός να κάνει ό,τι περνάει από το χέρι του για να αποτρέψει το ανατριχιαστικό ενδεχόμενο να βρεθεί η χώρα εκτός Ευρωζώνης και εκτός Ευρώπης τελικά. Σ’ αυτή την περίπτωση, τα μέσα που χρησιμοποιεί και ο τρόπος που το κάνει κρίνονται εκ του αποτελέσματος και αποσαφηνίζονται από την ιστορία. Είναι πολλά που δεν ξέρουμε ακόμη. Αλλά σε τελευταία ανάλυση ο Καραμανλής σιωπά, αλλά δεν είναι βουβό πρόσωπο.