Σίκινος: Ποιος θυμάται το “Ρομίλντα»;

Του Νίκου Λακόπουλου

ΝΙΚΟΣ ΛΑΚΟΠΟΥΛΟΣ

11328719_718350444955154_1518254413_oΤo “Ρομίλντα» αγκομάχησε δεκατρείς ώρες στο Αιγαίο. Έπιασε Κύθνο, Σέριφο, Μήλο, Κίμωλο, Φολέγανδρο. Τέσσερις το πρωί έφτασε στη Σίκινο, κουρασμένο. Κανένας δεν ήταν στο λιμάνι. Δύο Γερμανοί τουρίστες έψαχναν απεγνωσμένα δωμάτιο να κοιμηθούν. Σαν από μηχανής ο Θεός, ο Δημήτρης, που εκείνη την ώρα έλυνε τους κάβους, πλησίασε και είπε μια μαγική φράση που περιείχε και τη λέξη room.

Καθώς το πλοίο χωνόταν με μανούβρες ανάμεσα στα βράχια στο λιμάνι της Αλοπρόνοιας, είχα την εντύπωση ότι μας ακολουθούσαν πειρατές! Η ανάσα τους έγινε πιο αισθητή όταν το «Ρομίλντα» αναχώρησε σιωπηκά για την Ιο, την Νιω. Στο λιμάνι απλώθηκε δέος.

«Ήταν άνοιξη του 1937» γράφει στο βιβλίο του για τη Σίκινο» ο Κυριάκος Τσακίρης. «Με συνοδεία χωροφυλάκων αλυσοδεμένος μετάγομαι μ’ ένα σαράβαλο σκυλοπνίχτη της άγονης γραμμής για τη Σίκινο. Ρωτούσα τους χωροφύλακες της συνοδείας να μάθω για το νησί». «Εκεί σε στέλνουν; Είναι καλό για γλάρους και κομμουνιστές»!!

Το αυτοκίνητο που θα με περίμενε, έφυγε μόλις εμφανίστηκε το πλοίο. Έντρομοι οι δύο τουρίστες, κάποιας ηλικίας ρωτούσαν αν έχει κάπου να μείνουν. Ο Δημήτρης, μας διένειμε εκεί που θα μέναμε. Κάπου ψηλότερα από το λιμάνι, ένα φως με περίμενε. Μπήκα σε ένα άδειο δωμάτιο και κοιμήθηκα. Με ανοιχτό το φως και την αίσθηση ότι κάποιος άλλος θα μπει στο δωμάτιο. Οι πειρατές τώρα ήταν παντού!

«Βράχια, βράχια, ατέλειωτα βράχια, γκρίζα μολυβένια, ασπρόμαυρα, καφετιά, χάνονταν στον ορίζοντα ή βούλιαζαν απότομα μέσα στα βαθυγάλανα νερά», γράφει ο εξόριστος στη Σίκινο από τον Μεταξά, Κυριάκος Τσακίρης. Μια πέτρινη προβλήτα στενή και μικρή»

«Ανεβαίνοντας και περιδιαβάζοντας γύρω διαπίστωνα με συγκίνηση ότι η Σίκινος δεν ήταν μόνο για «γλάρους και κομμουνιστές!!! Ήταν ένα πολύ όμορφο κυκλαδίτικο νησί, κάτασπρα χαμηλά σπίτια με χωματένιες ταράτσες και μικρές λουλουδιασμένες αυλές.

Στενά, φιδωτά κλαντερίμια μπερδεύονταν και χάνονταν μέσα στις φραγκοσυκιές και τ΄αθάνατα, τις κληματαριές, τις αμυγδαλιές και τις μουριές, τις πρασιές και τα πολύχρωμα λουλούδια. Ψηλά πάνω σε βράχους οι κάτασπροι νησιώτικοι ανεμόμυλοι, άλλοι ρημαγμένοι κι άλλοι με τ΄άσπρα φτερά τους, γύριζαν στο δικό τους ρυθμό»

 

Ξύπνησα μεσημέρι. Από τις «Καμάρες» όπου έμενα η θέα προς το λιμάνι τώρα ήταν …ανάποδα. Οι πειρατές είχαν …εξαφανιστεί. Ένα ήσυχο λιμάνι. Η Σίκινος είναι παράξενο. Έχει πολλά σπίτια παρατημένα τη στιγμή που άλλα χτίζονται. Eίναι ένα νησί πολύ decadence!

Την εποχή της δικτατορίας Μεταξά δεν υπήρχε βέβαια ηλεκτρικό, αλλά λάμπες πετρελαίου ή λαδοκάντηλα. Πολλές στέρνες, ολόκληρες εκτάσεις από ελιές, μικροί αμπελώνες ,ανεμόμυλοι που άλεθαν κάθε μέρα κριθάρι, καλαμπόκι, σιτάρι. Και τότε, όπως και τώρα, ένας μεγάλος ανεμόμυλος ήταν ρημαγμένος, χωρίς ακτίνες και πανιά, χωρίς πόρτα και παραθύρι.sikinos2

«Με σκάφη και μυλόπετρες αραχνιασμένες και φαγωμένες. Σοβάδες ρημαγμένοι, τοίχοι μουχλιασμένοι, χορταριασμένοι. Σου προξενούσε λύπη και πίκρα όταν σκεφτόσουν πως κάποτε τούτος ο ρημαγμένος μύλος λειτουργούσε περήφανος μ’ ανοιγμένα φτερά» γράφει ο Κυριάκος Τσακίρης.

Το απόγευμα ανεβαίνοντας προς το κάστρο φαντάστηκα, πως όλα αυτά τα κτήματα, στις πλαγιές κάποτε ήταν αμπέλια και κήποι. Τότε η Σίκινος ήτανε τόπος εξορίας. Σήμερα μάλλον είναι εξόριστη η ίδια η Σίκινος. Ο Γιώργος ο Μάναλης που με φιλοξενούσε στις «Καμάρες» μου παρείχε μαζί με τη φιλοξενία και ένα σκούτερ. Πριν πρoλάβω να ρωτήσω οτιδήποτε εξαφανίστηκε. «Φτιάχνω ένα οινοποιείο, έλα να το δεις» είπε μόνο.

Από τις «Καμάρες» κατέβηκα στο λιμάνι κι άρχισα να εξερευνώ ένα νησί που πολλοί οδηγοί παραλείπουν να αναφέρουν. Ανάμεσα στην Φολέγανδρο και την Ιο η Σίκινος ζει αιώνες τώρα στη σκιά. Πρωτόγονη και γοητευτική ζει μέσα στο δικό της παραμύθι. Και μάλλον, ως νησί της άγονης γραμμής, δεν περιμένει γράμμα από κανέναν.

Ύστερα από ένα καφέ στο «Οστρέλα», πήρα το δρόμο για την Χώρα. Το «Κάστρο». Από ότι κατάλαβα κάποτε υπήρχαν εδώ, στους λοφίσκους, βαλανιδιές και πλατανιές, συκιές, κυρίως κυπαρίσσια, ελιές, αμπέλια. Στα μισά του δρόμου στο Μποναμά υπάρχει μία βρύση. Εδώ γινόντουσαν οι κρυφές ερωτικές συναντήσεις. Σταμάτησα, αλλά η βρύση δεν είχε πια νερό.

Οι άντρες –λέει- αντί για παπούτσια φορούσαν πατούμενα από ρόδες αυτοκινήτων. Οι γυναίκες δερμάτινα γοβάκια με λεπτές κάλτσες, φορέματα πολύχρωμα, φούστες και ζουμπούνια της μόδας της εποχής. Κόυμπωσα το Yamaha μπουφάν μου, έδεσα τα Harley Davinson μποτάκια μου, έσφιξα το Camel παντελόνι μου, φόρεσα τα Ray ban γυαλιά μου και -πάντα χωρίς κράνος, Έλληνας-, ξεκίνησα να κατακτήσω το περίφημο Κάστρο έχοντας πίσω μου τώρα εκατοντάδες πειρατές!

Η ιστορία της Σικίνου μοιάζει μ΄αυτή του….Μωυσή. Κάποτε οι γυναίκες της Λήμνου, έσφαξαν όλους τους άντρες του νησιού! Όμως η Υψιπύλη δεν ήθελε να σφάξει και τον δικό της τον πατέρα. Τον έβαλε σε μια λάρνακα και τον άφησε στη θάλασσα. Τα κύματα φέρανε τον Θόαντα στη Σίκινο που λεγόταν τότε Οινόη. Κάποιος ψαράς τον βρήκε και τον έσωσε και να τα γλέντια, να τα κατσικάκια, να τα κρασιά. Η Οινόη ήταν πάντα το νησί του κρασιού και της …παρέας.

Ίσως σ΄αυτή την κρήνη, εδώ στον Μποναμά, ίσως στο κάστρο ή σε καμία παραλία σαν αυτή στο όρμο Μάλτα, ο Θόας γνώρισε μια νύμφη. Η Νηιάδα που ήτανε Σικινιώτισσα. Εκεί στο ναό του Απόλλωνα παντρεύτηκαν και έκαναν ένα παιδί, τον Σίκινο. Από τότε η Οινόη, που ήταν αμπελόφυτος, λέγεται Σίκινος -που αν προσέξετε έχει ξανά μέσα της οίνο, ίσως και από ….σύκα. (Σύκ- οινος!)

Στη Σίκινο έχουνε βρεθεί αρχαία νομίσματα. Πάνω είχανε ένα κεφάλι από τη μια και μια μέλισσα ή ένα σταφύλι από την άλλη -γιατί η Σίκινος ακόμα και τώρα έχει εξαιρετικό μέλι. Υπήρχε τότε και Βουλή και Δήμος και Ιερό του Πύθιου Απόλλωνα. Άποικοι ή κατακτητές πέρασαν από δω, πριν από μας, οι Αθηναίοι, οι Μακεδόνες οι Πτολεμαίοι, όλοι. Οι Ρωμαίοι στέλναν εδώ εξόριστο όποιον δεν ήθελαν στη Ρώμη. Οι Ενετοί έχτισαν πριν από οχτακόσια χρόνια το κάστρο για να αντιμετωπίζουν τους πειρατές, πράγμα ανώφελο σήμερα που οι πειρατές πάνε στο νησί εύκολα οδηγώντας μια Harley Davinson ή μια Alfa Romeo.

Οι Τούρκοι.

To Κάστρο, είναι μια πόλη μινιατούρα. Τα σπίτια αυτά είναι από τα καλύτερα, λένε, που υπάρχουν στα μεσαιωνικά κάστρα των Κυκλάδων. Η χώρα είναι χωρισμένη σε δύο χωριά που τα ενώνει -ή τα χωρίζει- ένα σχολείο. Εκεί στο κοίλωμα στο «Ηλιοβασίλεμα», ελλείψει άλλου μέσου, έφτασα με το σκουτεράκι μου την κατάλληλη στιγμή. Την ώρα που ο ήλιος άρχισε να βασιλεύει!

Σκαρφαλωμένη σε ένα γκρεμό η χώρα της Σίκινου προσφέρει απίστευτη θέα όταν ο ήλιος δύει και το Αιγαίο είναι ξαπλωμένο στα πόδια σου. Είναι μια στιγμή μαγείας. Το έρημο τοπίο παίρνει διάφορα χρώματα, ώσπου το σκοτάδι βυθίζει το νησί σε ένα παραμύθι.

Όταν μπήκα στα στενά σοκάκια με τα καλντερίμια και τα γεράνια, τους ανεμόμυλους και τα μικρά σπιτάκια -που αντιστέκονται στον άνεμο κάνοντας ένα δίχτυ- είχα την αίσθηση ότι με ακολουθεί ο Οδυσσέας Ελύτης!

«Θαύμασα τον Παρθενώνα/ και στην κάθε του κολόνα/ βρήκα τον χρυσό κανόνα./ Όμως σήμερα το λέω/ βρίσκω το καλό κι ωραίο/ σε μια σπορ Alfa Romeo”!

Το μοναστήρι ψηλά πάνω διέθετε πολεμίστρες και «ζεματίστρες». Αλλά μέσα προς το γκρεμό, όπου ακουμπάει, έχει και μια μικρή έξοδο προς το κενό: οι κάτοικοι προτού πέσουν στα χέρια των εχθρών, είχαν αυτή την επιλογή: να πέσουν στα βράχια και τη θάλασσα.

Η θέα καθώς πλησιάζω είναι τρομακτική. Απομακρύνομαι γρήγορα καθώς οι άνεμοι εδώ είναι τόσο δυνατοί που παρασύρουν τους ανθρώπους. Aφησα τους πειρατές να πολιορκούν το μοναστήρι και κατέβηκα το καλντερίμι με τις βουκαμβίλιες.

Τα σπιτάκια πολλές φορές είναι τόσο μικρά, αλλά και χαμηλά που ίσα ίσα που χωράει κάποιος. Όλο το χωριό είναι φτιαγμένο, όπως όλα τα κυκλαδίτικα νησιά, σα να είναι ένα τεράστιο …σαλόνι. Για να βαδίσεις τη μικρή αυτή χώρα περνάς κυριολεκτικά μέσα από τις κρεβατοκάμαρες των κατοίκων. Τα δρομάκια με το καλντερίμι πολλές φορές γίνονται τόσο στενά που ίσα ίσα που χωράς για να περάσεις. Ο ασβέστης δίνει περισσότερο χρώμα στις βουκαμβίλιες και τα γεράνια.

Στο «Ηλιοβασίλεμα»με περίμενε ο Θοδωρής για ένα ρακόμελο. Τώρα το πρόσεξα καλύτερα. Είναι ένα καφέ-ζυθε-εστιατόριο-πανδοχείο. Δεν ανοίγει τον χειμώνα. Άλλωστε μάλλον εδώ τον χειμώνα, θα συχνάζει μόνον ο Θεός και μάλλον δεν πίνει καφέ.

«Αλήθεια έχει έρθει εδώ ο Ελύτης;” ρώτησα τον Θοδωρή. «Μα τι λες;” λέει. «Δεν έχεις δει την εκκλησία;. Τόχει γράψει στην διαθήκη του και η γυναίκα του χτίζει κάτω από το μοναστήρι μια εκκλησία».

Την άλλη μέρα, την είδα την εκκλησία. Είναι ένα μικρό εκκλησάκι στην κορυφή, να βλέπει μακρυά το Αιγαίο. Ψάχνοντας περισσότερο βρήκα ανάμεσα σε άλλες αναφορές κι αυτό τον στίχο.

«Η Παναγιά το πέλαγο/ κρατούσε στην ποδιά της’/ Τη Σίκινο, την Αμοργό/ και τ άλλα τα παιδιά της».

 

GAFerries-shipsΜέσα στην πόλη-μινιατούρα κρύβονται άλλα δύο εστιατόρια, το καφενείον της Αναστασίας, πολύ προσεγμένο και με σπεσιαλιτέ την πορτοκαλόπιττα, δύο μπαράκια, ένα….νοστιματοπωλείο, που δεν ξέρουμε αν θα ανοίξει εφέτος, ακόμα και ένα art shop κλειστό σε ένα ερειπωμένο σπίτι. Δύο τρία μπακάλικα έχουν την δομή λιλιπούτειου μάρκετ ή αν θέλετε mini-mini market. To εφημεριδοπωλείο είναι κυριολεκτικά μια γωνίτσα με είδη λαϊκής τέχνης. Με λίγη τύχη θα βρείτε εφημερίδα της …περασμένης εβδομάδας. Στην πλατεία θα βρείτε και το μοναδικό μηχάνημα αυτόματης ανάληψης της Εθνικής τράπεζας.

Το άλλο χωριό στην απέναντι πλευρά, δεν έχει μαγαζιά και προσφέρει ωραία θέα. Το βράδυ περπατώντας ανάμεσα στα ερειπωμένα σπίτια και το σκοτάδι ένιωσα πως είμαι σε ένα χωριό φάντασμα και ότι κάποιος με ακολουθούσε.

Με τα πρώτα κοκόρια πήρα το δρόμο για την Επισκοπή. Εδώ γίνεται ένα σύγχρονο οινοποιείο. Στην αυλή του εκτίθεται ο εξοπλισμός του παλιού. Αν πάτε ζητείστε να δοκιμάσετε κρασί. Ο κ. Μάναλης θα σας δείξει πως γινόταν παλιά το κρασί. Πιο πάνω βρίσκονται τα ερείπια της αρχαίας πόλης. Ένα παλιό μοναστήρι έχει χτιστεί από κομμάτια ταφικού μνημείου του 3ου μ.Χ. αιώνα. Εδώ βρισκόταν ο ναός του Πύθιου Απόλλωνα και η Αγορά της αρχαίας Πόλης σε ένα φυσικά οχυρωμένο οικισμό. Στην αυλή της εκκλησίας σήκωσα μια πέτρα και είδα μια υπόγεια λαξευτή δεξαμενή. Μάλλον άκουσα και φωνές!

Ανηφορίζοντας με τα πόδια στην πιο ψηλή κορυφή είδα μπροστά μου ένα εκπληκτικό θέαμα. Όλες οι γειτονοπούλες της Σικίνου ξαπλωμένες κολυμπούσαν πάνω στο Αιγαίο. Η Φολέγανδρος, η Παροναξία, η Κίμωλος, η Μήλος. Καθώς γύριζα στα χαλάσματα άκουγα νοερά τον Ian Curtis να λέει «She lost control” κι ύστερα το «Αnimals» των Pink Floyd που περιέχει ήχους από το Αιγαίο. Εκεί κάθισα. Οι τολμηροί από σας θα προχωρήσετε στον Αγιο – Σπυρίδωνα με τα πόδια. Μετά από μια πορεία σε μικρό μονοπάτι, κλεισμένο μονοπάτι και ….χωρίς μονοπάτι, θα φτάσετε σε μια βραχοπλαγιά. Εδώ είναι το μελισσοκομείο του παπά της χώρας. Πιο κάτω, στον Έρμο Καρά -εσάς και μόνο εσάς, του τολμηρούς εξερευνητές-σας περιμένει μια μικρή παραλία, με βότσαλα.

Η Σίκινος δεν προσφέρεται για «χλιδάτες» διακοπές, αλλά για τολμηρούς πεζοπόρους, ησυχαστές, εξερευνητές και άτομα που επιδιώκουν μια εσωτερική …. ανάβαση. Η Σίκινος είναι ένα νησί για να βρεις τον εαυτό σου. Η να τον χάσεις. Ξυπνώντας το πρωί με κοκόρια ή τριγυρνώντας στα χαλάσματα το πέρασμα του χρόνου από την αρχαία Οινόη εκπέμπει ένα αλλιώτικο ερωτισμό.  Απέναντι στην Ιο, στη Φολέγανδρο ή πιο πέρα στην Μήλο, κάποιοι ξεφαντώνουν, αλλά ο θόρυβος δεν φτάνει ως εδώ.

Η Σίκινος είναι underground. Ίσως οι πρώτοι επισκέπτες χίπηδες, να αισθάνθηκαν πως «η ιστορία εδώ ακούγεται σαν μακρινή ηχώ».Εντελώς ακατοίκητη από την βορεινή πλευρά η Σίκινος δέρνεται χειμώνα καλοκαίρι από ανέμους. Κι όμως πάνω σ΄αυτό το ανεμοδαρμένο νησί, ο επαρκής επισκέπτης, θα συναντήσει πλευρές της μαγείας που δεν προσφέρουν πολλά νησιά. Εδώ η γαλήνη συναντά το δέος, η ομορφιά γίνεται απόκοσμη, οι αιώνες ενώνονται στα χαλάσματα της βυζαντινής πόλης. Η Σίκινος ζει τον δικό της χρόνο. Ανακαλύψτε την. Μόλις που προλαβαίνετε.