Στρατηγικό λάθος του «συστήματος Μαξίμου» η επίθεση στον Γιάννη Πανούση

ΦΩΤΟ: ΑΠΕ - ΜΠΕ

Toυ Γ. Λακόπουλου

ΛΑΚΟΠΟΥΛΟΣ

Όλες οι κυβερνήσεις κάνουν το μοιραίο λάθος κάποια στιγμή. Θα το έκανε αναπόφευκτα και η κυβέρνηση Τσίπρα. Το κακό γι’ αυτήν είναι ότι το έκανε αρκετά νωρίς. Πρόκειται για  το σχέδιο «εξόντωσης» πρώην υπουργού της, για μια υπόθεση στην οποία είναι εξ’ αρχής εκτεθειμένη.

Ακόμη και αν ο Γιάννης Πανούσης είχε κάνει λάθη στο χειρισμό της υπόθεσης «τρομοκρατία-κοινό έγκλημα-πολιτική», όπως αναδείχθηκε από τις νόμιμες παρακολουθήσεις της ΕΥΠ, της οποίας υπήρξε προϊστάμενος, δεν παύει να ήταν μέλος της κυβέρνησης Τσίπρα.

Σε αυτές τις περιπτώσεις άλλωστε, προσπαθείς να αντιμετωπίσεις το πρόβλημα όχι αυτόν που το επισημαίνει. Προφανώς η ενασχόληση του Πρωθυπουργού με άλλα θέματα αυτή την περίοδο επέτρεψε στο «σύστημα Μαξίμου» να προβεί σε ολέθριους χειρισμούς, αντιφατικούς μεταξύ τους.

Δεν γίνεται κάτι να χαρακτηρίζεται «μυθιστόρημα» και ταυτόχρονα να «βλάπτει την εθνική ασφάλεια». Δεν γίνεται να προτρέπεις κάποιον να πάει στη Δικαιοσύνη και να του επιτίθεσαι επειδή πήγε. Δεν γίνεται να ανατίθεται με προσωπική απόφαση του Πρωθυπουργού ένας κρίσιμος τομέας σε έναν πανεπιστημιακό και μετά κυβερνητικοί πανεπιστημιακοί να του επιτίθενται συμπλεγματικά. Δεν γίνεται να αφήνει η κυβέρνηση ακάλυπτο έναν πρώην υπουργό –και συνεπώς και τους συνεργάτες του όσο ήταν εν ενεργεία– καλύπτοντας συγχρόνως ένα κομματικό στέλεχος που θεωρεί πως όποιος πηγαίνει στον εισαγγελέα «δίνει» κάποιον, ή πιστεύει πως οι ιδεολογικές δοξασίες του υπερισχύουν των νόμων και των θεσμών.

Η θεαματική κουστωδία κυβερνητικών παραγόντων που έσπευσαν, μετά τον Πανούση, στον Άρειο Πάγο και η ολομέτωπη επίθεση αποδόμησής του, που επιχειρείται εναντίον του τα τελευταία 24ωρα, φτάνοντας ως τις αστειότητες της δήθεν επιχειρούμενης αποσταθεροποίησης της κυβέρνησης, μαρτυρούν μια ανεξήγητη -ή από άλλη σκοπιά απολύτως εξηγήσιμη- σπουδή. Όπως και νάχει διάλεξαν λάθος άνθρωπο.

Ο Πανούσης είναι sui generis τύπος και όσοι τον ξέρουν λένε ότι δεν διαπραγματεύεται ζητήματα ηθικής ακεραιότητας, διαχείρισης, ακαδημαϊκής κρίσης, αλλά και πολιτικής συμπεριφοράς. Ενδεικτικά αναφέρονται  στις αρχές της δεκαετίας του 1980, τότε που μαζί με τον Διονύση Κλάδη, ήταν ο βασικός δημιουργός του νόμου-πλαίσιο για τα ΑΕΙ. Τρία χρόνια μετά την εφαρμογή του νόμου στα Πανεπιστήμια, δημοσιεύει ένα άρθρο στο Βήμα με τίτλο «mea culpa», διαπιστώνοντας ότι η «Δημοκρατία στην εκπαίδευση» που εισήγαγε ο νέος, τότε, νόμος λειτουργούσε μεν υπέρ της Δημοκρατίας, αλλά κατά της Εκπαίδευσης.

Στο τέλος της ίδιας δεκαετίας ως καθηγητής του Πανεπιστήμιου Θράκης έκανε ένα τολμηρό πείραμα. Έπεισε έναν καθηγητή από την συντηρητική παράταξη να κατεβούν μαζί για την πρυτανεία. Κέρδισαν και δημιούργησαν ένα μοντέλο αδιανόητο για τα πολιτικά και πανεπιστημιακά ήθη της εποχής. Δεν δίστασε όμως να τα τινάξει στον αέρα όταν διαπίστωσε ότι η άλλη πλευρά ανέχθηκε φαινόμενα κακοδιαχείρισης.

Τηρουμένων των αναλογιών το ίδιο συνέβη και με την μετακίνηση του στην ενεργό πολιτική, ως βουλευτής της ΔΗΜΑΡ. Στήριξε τον Φώτη Κουβέλη, αλλά όταν έκρινε ότι αποφάσιζε πίσω από την κουρτίνα, διαχώρισε τη θέση του και επέστρεψε σπίτι του.

Εκεί τον βρήκε ο Αλέξης Τσίπρας για να τον επιστρατεύσει στην κυβέρνηση του, ξέροντας με ποιον είχε να κάνει: ο Πανούσης δεν είναι δεδομένος και διαχειρίσιμος.  Πρωτίστως δεν ανέχεται εκπτώσεις σε ζητήματα που κατέχει από την επιστήμη του.

Έτσι επισήμανε εγκαίρως- όχι εν κρυπτώ αλλά δημοσίως και με θάρρος- τις θεσμικές παρεκβάσεις περιθωριακών κομματικών παραγόντων. Συνέχισε να το κάνει ακόμη και όταν έγινε στόχος κύκλων που όπως αποδεικνύεται διασυνδέονται με κάποιους από αυτούς τους παράγοντες.

Οι εσωκομματικές φράξιες είχαν διαφορετική άποψη για τον τρόπο εφαρμογής του νόμου και τελικά τον απομάκρυναν από την κυβέρνηση. Το γεγονός της απομάκρυνσής του θα τον άφηνε παγερά αδιάφορο, αν ο Πρωθυπουργός –που τον χρησιμοποίησε για να κάνει τη δουλειά του στην πρώην φάση– είχε την ευγένεια, ή την πρόνοια να του τηλεφωνήσει για να κλείσει τη συνεργασία που ο ίδιος επιδίωξε. Κυρίως δε, αν με την λήξη της θητείας του στο υπουργείο, έπαυαν και οι απειλές εναντίον του.

Δημοσιοποίησε τις απειλές, θέλοντας να δημιουργήσει έναν τοίχο ασφάλειας για τον εαυτό του και την οικογένειά του, προφανώς γιατί παρέμενε απροστάτευτος από την κυβέρνηση. Αυτό από μόνο του όφειλε να προβληματίσει τον Τσίπρα. Γιατί δηλαδή, ένας πρώην υπουργός του, αισθάνεται ότι βρίσκεται στο έλεος των παρανόμων και αποφασίζει να φροντίσει μόνος του για την ασφάλειά του;

Η διπλή αντίδραση από το Μεγάρου Μαξίμου ήταν μάλλον αψυχολόγητη. Πρώτα τον προέτρεψαν να πάει στη Δικαιοσύνη και μετά τον έβαλαν στο σημάδι επειδή πήγε, προσφέροντας ταυτόχρονα κάλυψη σε κομματικές δραστηριότητες και πρόσωπα που εμφανώς βυσσοδομούσαν εναντίον του. Ο δε Πρωθυπουργός άφαντος.

Ήταν η μοιραία κίνηση στη λάθος στιγμή. Στο εξής η κυβέρνηση έχει να αντιμετωπίσει έναν άνθρωπο που δεν έχει τίποτε να χάσει και τίποτε να φοβηθεί από τη στρατηγική της εκμηδένισής του που επέλεξαν. ‘Όπως θα έλεγε ο Ιρλανδός ποιητής Μπρένταν Μπήαν: «Με δίκασαν ερήμην και με καταδίκασαν εις θάνατον ερήμην. Τους είπα ότι μπορούν να με εκτελέσουν ερήμην»

Η εστίαση στον πρώην υπουργό και όχι στο θέμα που ανέδειξε, αποτελεί στρατηγικό λάθος για την κυβέρνηση και δεν θα την βγάλει πουθενά. Εφόσον όσα λέει και όσα κατέθεσε στη Δικαιοσύνη ο διακεκριμένος εγκληματολόγος είναι πραγματικά, θα τα ξαναβρεί μπροστά της. Και τότε δεν θα υπάρχει κανένας Πανούσης -είτε ως εν ενεργεία είτε ως πρώην υπουργός- για να προστατεύει τον Πρωθυπουργό.