Τι ήταν τελικά το δημοψήφισμα;

 

Του Γ. ΛακόπουλουΛΑΚΟΠΟΥΛΟΣ ΓΙΩΡΓΟΣ

Αρχής γενομένης από την συνέντευξη του Πρωθυπουργού,  το δημοψήφισμα του Ιουλίου θα είναι ένα από θέματα που θα αναδεικνύει προεκλογικά τόσο ο ΣΥΡΙΖΑ όσο και το κόμμα που προέκυψε από τη διάσπασή του. Η κάθε πλευρά το διαβάζει διαφορετικά.

Αν παραβλέψουμε τη θεωρία των Λαφαζάνη, κατά την οποία ήταν εντολή  σύγκρουσης με  την Ευρώπη και επιστροφής στη δραχμή, η ρητορική του ΣΥΡΙΖΑ θα κινηθεί στα όρια που έθεσε ο Αλέξης Τσίπρας:  ήταν μια στιγμή υπερηφάνειας για τον ελληνικό λαό και τομή για την Ευρώπη. Μια ανεπανάληπτη στιγμή  εθνικού μεγαλείου και ένα καταλυτικό  διαπραγματευτικό όπλο στα χέρια της ελληνικής κυβέρνησης.

Κολοκύθια με τη ρίγανη. Αν ήταν κάτι το δημοψήφισμα ήταν τα εξής :

-Πρώτον, μια αντιευρωπαϊκή  και αντικοινοτική εκδήλωση  στην   οποία εξώθησε το εκλογικό σώμα η  κυβερνητική προπαγάνδα , όταν η κυβέρνηση πάτησε τα κορδόνια της στη διαπραγμάτευση και όπως ομολόγησε ο Τσίπρας  κανείς δεν άκουγε τις βαρουφακίες με τις οποίες πολιτευόταν..

-Δεύτερον, μια τραγική  στιγμή απώλειας της εμπιστοσύνης των Ευρωπαίων στην Ελλάδα και  εκμηδένισης της αξιοπιστίας της. Η προκήρυξη του δημοψηφίσματος  αυτή τη φορά ήταν χειρότερο πλήγμα για τη χώρα από την απόπειρα που είχε κάνει ο Παπανδρέου το 2011. Τώρα πλέον κανείς δεν βασίζεται σε όσα λένε οι ελληνικές κυβερνήσεις στις επίσημες συναντήσεις και θα πάρει καιρό μέχρι να κλείσει αυτή η πληγή.

-Τρίτον, μια ολέθρια επιλογή που  ανατίναξε το ελληνικό τραπεζικό σύστημα . Οι τράπεζες έκλεισαν  επειδή η αβεβαιότητα που προκάλεσε το δημοψήφισμα  θα έστελνε τους καταθέτες να αποσύρουν τα λεφτά τους τα οποία οι τράπεζες δεν είχαν και γι’ αυτό κατέβασαν ρολά . Δεν έκλεισαν γιατί δεν  χορηγήθηκε  δανεική  ρευστότητα  από την  Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα. Άλλωστε δεν θα  ξανανοίξουν μέχρι να δημιουργηθεί κλίμα που επιτρέπει τη διατήρηση των καταθέσεων στα τραπεζικά θησαυροφυλάκια.

-Τέταρτον, μια διαδικασία  που επιδείνωσε τη διαπραγματευτική θέση της Ελλάδας καθόσον ως μπλόφα δεν έπιασε εξ ου και  προέκυψε ένα  πολύ οδυνηρό μνημόνιο, που δεν δικαιολογεί το σόφισμα του Πρωθυπουργού ότι ‘μετέτρεψε το όχι σε μια κακή συμφωνία με ναι σε μια καλύτερη’.

Αν το ζητούμενο ήταν να  φτάσει στο σημείο να υπογράψει το μνημόνιο που υπέγραψε γιατί δεν το πρότεινε  πριν το δημοψήφισμα  να του ανάψουν και  λαμπάδες στην Ευρώπη;

Η εκ των υστέρων μετατροπή μια άστοχης ενέργειας σε πολιτικό θρίαμβο  μπορεί να εξυπηρετεί το διαγκωνισμό του ΣΥΡΙΖΑ με τους διασπαστές του για την εκπροσώπηση του πνεύματος που οδήγησε στο σαρωτικό ‘όχι’.

Η ιστορία όμως  αν θα καταγράψει αυτό το περιστατικό  δεν θα το κάνει για το δικαιώσει όπως διατείνεται ο Τσίπρας. Θα το διδάσκουν τις σχολές πολιτικών επιστημών ως παράδειγμα προς αποφυγή. Ένα παράδειγμα που δεν προσφέρεται για τον ατυχή παραλληλισμό του με το ΟΧΙ του 1940, το οποίο δεν μετατράπηκε σε  ‘ναι’  και σε μια ‘καλή’  συνθήκη συνθηκολόγησης μια εβδομάδα αργότερα.

Είναι από ανιστόρητο και ελαφρύ -αν δεν είναι κάτι χειρότερο- να συγκρίνεται το ‘Όχι” στους εισβολείς φασίστες και ναζιστές με την άρνηση  της κυβέρνησης να  συμφωνήσει με τους εταίρους της χώρας στο πλαίσιο των κανόνων της  δημοκρατικής κοινοτικής Ευρώπης. Ποιος εφοδιάζει τον Πρωθυπουργό με τέτοια επιχειρήματα;

Ενδεχομένως το ‘όχι’ του δημοψηφίσματος προσφέρεται για σύγκριση με το ‘όχι’ των Κυπρίων στο σχέδιο Ανάν: το 75% απέληξε σε ταπεινωτική ήττα του  μακαρίτη Τάσσου Παπαδόπουλου που το προκάλεσε.