Τι πρέπει να κάνουμε με το Χρέος (2)

Του Νίκου Χριστοδουλάκη

Για το αν έπρεπε η Ελλάδα να μπει στο Ευρώ το 2000

Όχι μόνο πιστεύω και τώρα ότι θα έπρεπε να μπει τότε, αλλά αν μπορούσα θα φρόντιζα να γίνει και πιο νωρίς. Δηλαδή, ακόμα και χωρίς να λύσει μερικά από τα προβλήματα που είχε τότε. Υπάρχουν δύο σχολές στην οικονομική σκέψη. Η μια θεωρία είναι ότι για να μπεις σε μια κατηγορία ανεπτυγμένων χωρών ή σε έναν διεθνή οργανισμό, πρέπει να κάνεις πάρα πολλή προετοιμασία, να είσαι καλής διαγωγής σε όλα τα μέτωπα, να μαζέψεις όλα τα πιστοποιητικά και μετά να μπεις. Εγώ είμαι μιας άλλης σχολής, που πιστεύει ότι οι οικονομικές διεργασίες είναι ένα δυναμικό φαινόμενο και όταν εντάσσεσαι σε έναν οργανισμό ή σε μια διεθνή ενότητα που σου δίνει ευκαιρίες, τότε καταφέρνεις καλύτερα να προσαρμοστείς και να βελτιωθείς.

Με λίγα λόγια, η πρώτη είναι η θεωρία του purgatorium, ότι αν έχεις κάνει κρίματα στο παρελθόν, πρέπει να περάσεις από καθαρτήριο και μόνον όταν μετανοήσεις επαρκώς, θα γίνεις δεκτός. Η άλλη θεωρία λέει ότι όταν έχεις ευκαιρίες, μπορεί να τα καταφέρεις καλύτερα. Θεωρώ ότι και μεταρρυθμίσεις μπορείς να κάνεις καλύτερα όταν είσαι σε ένα προηγμένο οικονομικό περιβάλλον και επενδύσεις μπορείς να φέρεις περισσότερες όταν το κόστος χρήματος είναι φθηνότερο αλλά και διαρθρωτικά προβλήματα να λύσεις με πιο εύκολο τρόπο.

Κατά συνέπεια, όχι μόνο θα συμφωνούσα να ξαναμπεί το 2000 η Ελλάδα στο ευρώ, αλλά θα έλεγα ότι άργησε κιόλας και θα έπρεπε να είχε μπει με τις άλλες χώρες το 1998. Ακόμα και τα δύο χρόνια που μεσολάβησαν τότε, κάτι θα είχαμε κερδίσει παραπάνω. Άλλωστε και ιστορικά βλέπει κανείς ότι οπότε η Ελλάδα τόλμησε παρά τις διαρθρωτικές αδυναμίες να εισέλθει σε διεθνή οικονομικά συστήματα, βελτιώθηκε με ραγδαίο τρόπο. Σας λέω μερικές χαρακτηριστικές περιπτώσεις. Το 1865, για παράδειγμα, η Ελλάδα ήταν ένα μικρό βασίλειο και εθεωρείτο το πρόβλημα των προβλημάτων. Εισήλθε όμως στη Λατινική Ένωση και βελτιώθηκε πολύ η οικονομία της τα προσεχή χρόνια. Καταστράφηκε μετά με τον πόλεμο του 1893 και τον διεθνή οικονομικό έλεγχο και ούτω καθεξής.

Το 1910 η Ελλάδα ξαναβρισκόταν στο χείλος του γκρεμού, γι’ αυτό είχε γίνει και το κίνημα του 1909. Το πρώτο πράγμα που έκανε ο Βενιζέλος το 1910 ήταν να τη ξαναβάλει στο διεθνές σύστημα χρυσού, ακριβώς επειδή είχε προβλήματα. Γιατί, άμα δεν έχεις προβλήματα μένεις και μόνος σου. Η Ελβετία δεν έχει ανάγκη να μπει στο ευρώ. Τα έχει λύσει τα προβλήματα. Είναι μικρή, δεν έχει λόγο να μπει στο ευρώ. Όπως, επίσης και το 1927 όταν υπήρχαν κύματα φτώχειας, προσφυγιάς και εξαθλίωσης στη χώρα, ο Βενιζέλος ακριβώς για αυτό το λόγο μπήκε στο διεθνές σύστημα χρυσού για να μπορέσει να πάρει χρηματοδότηση και να τα αντιμετωπίσει. Ακριβώς επειδή είχε προβλήματα μπήκε και στο σύστημα Μπρέτον Γουντς.

Το 1952 η Ελλάδα μπήκε στη συμφωνία του δολαρίου, σταθεροποίησε την οικονομία της και πέτυχε οικονομική ανάπτυξη. Όσοι πιστεύουν ότι πρώτα θα έπρεπε να γίνουμε η πεμπτουσία της αρετής, της ομορφιάς και της τελειότητας και μετά θα πάμε στο ευρώ, ακόμα εκεί θα περιμέναμε. Και νομίζω ότι όλες οι χώρες, άλλες λιγότερο, άλλες περισσότερο, μπήκαν στο ευρώ ακριβώς και για να αυτοδιορθωθούν στην πορεία. Τουλάχιστον προσωπικά δεν έχω την παραμικρή αμφιβολία.

Για τις αποκλίσεις στα δημοσιονομικά την περίοδο της ένταξης

Έχει γίνει μια συζήτηση στην Επιτροπή εδώ ότι βρέθηκε τώρα ότι η Ελλάδα το 1999 είχε 5% έλλειμμα, ενώ έπρεπε να έχει 3%. Και τα επόμενα χρόνια είχε 4% και 5%, οπότε λένε η Ελλάδα δεν μπήκε με το σπαθί της, ήταν σκουριασμένο, πλαστικό το σπαθί. Δεν είναι ακριβώς έτσι τα πράγματα. Η Ελλάδα μέχρι το 2006 χρησιμοποιεί μια μέθοδο στην ταξινόμηση δαπανών, η οποία έχει πλέον εγκαταλειφθεί. Είναι η ταμειακή μέθοδος, σύμφωνα με την οποία οι δαπάνες ταξινομούνται όταν πληρώνονται και όχι όταν γίνονται. Από το 2006 υποχρεωτικά, με απόφαση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής έχει αλλάξει η μέθοδος αυτή και από τότε ανελλιπώς μέχρι σήμερα ακολουθείται η λεγόμενη εθνικολογιστική μέθοδος, σύμφωνα με την οποία οι δαπάνες καταχωρούνται όταν ολοκληρώνεται το έργο ασχέτως του πότε εξοφλούνται.

Τι έκανε με την απογραφή η κυβέρνηση του 2004: Πήρε τις εξοπλιστικές δαπάνες, γιατί κυρίως περί αυτού πρόκειται που ήταν περίπου 2% το χρόνο, οι οποίες έπρεπε να 15 ταξινομηθούν σταδιακά μετά το 2004 μέχρι το 2009 περίπου και τις πήγε πίσω και έτσι διευρύνθηκαν τα δημοσιονομικά ελλείμματα κατά δύο περίπου μονάδες. Αν αφαιρέσετε δύο μονάδες από τα μεγέθη που έχουν τώρα γράψει για την Ελλάδα, επιστρέφει γύρω στο 2,5% με 3%.

Θεωρώ όνειδος της τότε Ευρωπαϊκής Ένωσης ότι επέτρεψε τη συμμετοχή του ΔΝΤ στη δανειακή διάσωση ενός κράτους – μέλους της. Δεν θα έπρεπε να συμμετάσχει από την πρώτη στιγμή. Ευτυχώς υπήρξαν δυνάμεις (Γιούνκερ, Τρισέ, κ.α.), οι οποίες τότε έδωσαν μάχη εναντίον της επιβολής του ΔΝΤ στο πρόγραμμα διάσωσης το 2010, αν και ανεπιτυχώς.
Θεωρώ όνειδος της τότε Ευρωπαϊκής Ένωσης ότι επέτρεψε τη συμμετοχή του ΔΝΤ στη δανειακή διάσωση ενός κράτους – μέλους της. Δεν θα έπρεπε να συμμετάσχει από την πρώτη στιγμή.

Η Ελλάδα είναι η μόνη χώρα που ακολουθεί μια μεθοδολογία πολιτικής σκοπιμότητος μέχρι το 2006 και μια άλλη μεθοδολογία μετά το 2006. Και αυτό είναι στατιστική αισχύνη και πρέπει να διορθωθεί. Όμως, γίνονται και άλλες αναπροσαρμογές εκ των υστέρων επειδή η ίδια η Eurostat έχει αυστηροποιήσει αρκετούς κανόνες. Επειδή τα θέματα αυτά θίγονται κατ’ επανάληψη καλό είναι να δούμε τα ελλείμματα όλων των χωρών της ευρωζώνης από το 1997 και μετά, γιατί η ΟΝΕ έγινε το 1998 με βάση τα ελλείμματα του 1997. Με τις αναθεωρήσεις της Eurostat η Ισπανία προκύπτει τώρα ότι το 1997 είχε έλλειμμα 3,9%. Η Γαλλία είχε έλλειμμα 3,6%. Η Ιταλία είχε έλλειμμα 3,01%. Η Πορτογαλία έλλειμμα 3,7%. Η Γερμανία μπήκε με 2,95%, δηλαδή με το δεύτερο δεκαδικό ψηφίο μετά τις αναθεωρήσεις. Άραγε βγήκε κανείς να πει ότι αυτές οι χώρες δεν μπήκαν με σωστά στατιστικά στοιχεία; Βγήκε κανείς στη Γαλλία και είπε ότι δεν μπήκε με το «σπαθί» της; Επίσης και στην Πορτογαλία, στην Ιταλία, στην Ισπανία κ.λπ.; Δεν το λέει κανείς αυτό. Αυτή ήταν μια στατιστική μεθοδολογία η οποία ακολουθήθηκε.

Όχι μόνο θα συμφωνούσα να ξαναμπεί το 2000 η Ελλάδα στο ευρώ, αλλά θα έλεγα ότι άργησε κιόλας και θα έπρεπε να είχε μπει με τις άλλες χώρες το 1998. Ακόμα και τα δύο χρόνια που μεσολάβησαν τότε, κάτι θα είχαμε κερδίσει παραπάνω.

Η Ελλάδα είχε κάνει μεγάλες προσαρμογές, και αν αφαιρέσετε το 2% των εξοπλιστικών προγραμμάτων που πρέπει να πάνε για αργότερα, η Ελλάδα έρχεται στα ίδια επίπεδα. Εν πάση περιπτώσει θέλω να πω ότι αυτά είναι πολύ ενδιαφέροντα θέματα να συζητάει κανείς σε σεμινάρια ή σε επίπεδο πολιτικού εγχώριου ανταγωνισμού, αλλά αν τα ενσωματώσουμε στη συζήτηση για το χρέος δεν θα αποκτήσουμε εκείνη την ισχυρή εθνική επιχειρηματολογία που χρειάζεται. Διότι, μην ξεχνάμε ότι για να πετύχουμε την απομείωση του χρέους, πρέπει να πείσουμε τους άλλους και όχι τους εαυτούς μας.

Δε νομίζω ότι υπάρχει κανείς στην Ελλάδα που δεν θέλει να μειωθεί το χρέος. Όμως, πρέπει να πείσει τους πιστωτές και για να γίνει αυτό πρέπει να μιλάμε με μια ενιαία και πειστική επιχειρηματολογία.

Για το χρέος του ΔΝΤ

Σε ό,τι αφορά το ΔΝΤ, συμφωνώ ότι υπάρχει ένα θέμα. Είναι στο καταστατικό του ΔΝΤ ότι δεν μπορεί να μειώνει τα χρέη του. Κατά την άποψή μου – που την έχω διατυπώσει πολλές φορές δημόσια – θεωρώ όνειδος της τότε Ευρωπαϊκής Ένωσης ότι επέτρεψε τη συμμετοχή του ΔΝΤ στη δανειακή διάσωση ενός κράτους – μέλους της. Δεν θα έπρεπε να συμμετάσχει από την πρώτη στιγμή. Ευτυχώς υπήρξαν δυνάμεις (Γιούνκερ, Τρισέ, κ.α.), οι οποίες τότε έδωσαν μάχη εναντίον της επιβολής του ΔΝΤ στο πρόγραμμα διάσωσης το 2010, αν και ανεπιτυχώς.

Καλό θα ήταν να υπήρχε και μια μάχη από την πλευρά της Ελλάδος στην είσοδο του ΔΝΤ, διότι πολλοί πιθανόν να το επιζητούσαν κιόλας. Να έχετε υπόψη σας ότι ιστορικά το ΔΝΤ μέχρι τότε είχε μόνο ρόλο παρατηρητή στην αρχή των συνεδριάσεων του Eurogroup. Δεν επιτρέπετο να συμμετάσχει στις κανονικές διαδικασίες. Αντίθετα, τώρα έγινε αφέντης και μέγας καθοδηγητής. Παρόλα αυτά πιστεύω ότι πρέπει με κάποιο τρόπο να αξιοποιήσουμε την επιχειρηματολογία του ΔΝΤ, την οποία την ασπάζονται και πολλοί διεθνείς αναλυτές. Προσέξτε, όμως, με την προϋπόθεση ότι δεν θα υπάρξει ειδικό πρόγραμμα κυρώσεων και προσαρμογής μετά την απομείωση του χρέους.

Το ΔΝΤ δεν έχει κάνει καμία απομείωση και καμμιά διαγραφή χρέους μέχρι τώρα χωρίς βαρύτατο πρόγραμμα προσαρμογής. Άρα, δεν αρκεί απλώς να λέμε ότι θέλουμε τη συνηγορία του ΔΝΤ και μερικοί να πανηγυρίζουν λέγοντας ότι: «Να το είπε και το ΔΝΤ». Το είπε το ΔΝΤ χωρίς νέο μνημόνιο; Τότε έχει πράγματι ενδιαφέρον. Τότε θα είναι μια ωραία συζήτηση. Αν θέλει μνημόνιο όμως τότε ανοίγουν άλλες περιπετειώδεις διαδρομές. Και εκεί όχι διάδρομο δεν θα βρείτε, αλλά θα είναι όρυγμα στον φλοιό της γης.

Επενδύσεις και Υπερταμείο

Όσον αφορά τα θέματα ΑΟΖ, να επισημάνω ότι αυτό, προφανώς, είναι ένα ενδεχόμενο, το οποίο όμως μέλλει να αποδειχθεί και μετά μένει να κατοχυρωθεί μέσα από πολύχρονες συνήθως διαδικασίες. Κατά την άποψή μου εάν αυτά αποδειχθούν ότι είναι εκμεταλλεύσιμα και αξιοποιήσιμα σε ένα ορατό χρονικό διάστημα, τότε το Υπερταμείο, το οποίο έχει κάνει η Κυβέρνηση, θα μπορούσε να μετασχηματιστεί σε ένα Ταμείο Εθνικού Πλούτου, όπως έχει κάνει η Νορβηγία. Εκεί συσσωρεύονται και πολλές φορές προεξοφλούνται οι μελλοντικές αποδόσεις του ορυκτού πλούτου – στη Νορβηγία είναι το φυσικό αέριο, εδώ μπορεί να είναι το πετρέλαιο, το φυσικό αέριο ή άλλα καύσιμα – έτσι ώστε να αυξήσει τις επενδύσεις η χώρα. Και θα μπορούσε, φυσικά, να παίξει ένα πολύ σημαντικό ρόλο. Όμως ακόμα πιστεύω ότι θέλει πολλή δουλειά και συστηματικές μελέτες για να δούμε τη βιωσιμότητα και την οικονομική αξιοποιησιμότητα αυτού του ορυκτού πλούτου.

Όσον αφορά το ζήτημα αν θέλουμε την απομείωση για να γίνουν επενδύσεις ή επενδύσεις για να γίνει απομείωση. Νομίζω ότι εάν η συζήτηση είναι ότι δεν πάει μπροστά η οικονομία, δεν γίνεται το ένα, δεν κάνουμε το άλλο επειδή δεν μας μειώνετε το χρέος, τότε αυτό διαμορφώνει μια πολύ αρνητική εικόνα. Σου λέει μετά ο άλλος ότι είναι μια οικονομία, η οποία παίρνει στροφές ανάποδα και πηγαίνει προς τα πίσω και κάποτε φυσικά δεν θα μπορέσει να πληρώσει το χρέος της και κάποτε θα μειωθεί με ένα πολύ βαρύ μνημόνιο που θα έρθει μετά. Εγώ προτείνω να κρατήσουμε το στόχο της απομείωσης, να κάνουμε μια σειρά από ενέργειες, αλλά να μην καταναλώνεται όλος ο πολιτικός χρόνος και να αφιερωθεί στην προώθηση της ανάπτυξης.

Πιστεύω ότι υπάρχουν πολλές πιθανές επενδύσεις και ενδιαφερόμενοι επενδυτές, αφού η Ελλάδα είναι ένα συμπιεσμένο ελατήριο όσον αφορά την ανάπτυξη. Υπάρχουν τομείς που εύκολα οι επενδυτές θα πείθονταν να έρθουν με μια βασική προϋπόθεση, ότι δουλεύει το μαγαζί, ότι γίνονται τα πράγματα, δεν ανατρέπονται κάθε τόσο, δεν έγκειται στην κάθε πολιτική διαμάχη αν θα γίνει ή δεν θα γίνει μια μεγάλη επένδυση. Και φυσικά ότι η Ελλάδα θα παραμείνει νομισματικά σταθερή μέσα στο σύστημα του ευρώ. Αυτά ζητάνε. Αν το καταλάβουμε, θα αρχίσει μια άλλη δυναμική επενδύσεων και τότε μπορεί να έρθει η απομείωση χρέους ως συμπλήρωμα και επιτάχυνση της αναπτυξιακής διαδικασίας, αντί να την θεωρούμε ότι είναι η προϋπόθεση για να αρχίσει.

Πλεονάσματα και ανάπτυξη

Σε ό,τι αφορά τα πλεονάσματα. Θεωρώ ότι είναι ανέφικτο το πρωτογενές να πάει πάνω από 2%. Αυτά δεν τα πιάναμε τις καλές εποχές. Να θυμίσω ότι 3% πιάσαμε το 1999, μετά έπεσε στο 2,5%, μετά στο 1,5% κ.λπ.. Ξέρετε, μεγάλα πλεονάσματα έχουν πιάσει συγκεκριμένες χώρες, όπως είναι το Λουξεμβούργο ή άλλες χώρες υπό ιδιάζουσες συνθήκες. Δεν είναι μακροπρόθεσμα εφικτά. Όμως αυτό το οποίο θα μπορούσε να αποδεχθεί η Ευρωπαϊκή Ένωση, η οποία έχει μια μονομανία με αυτό το θέμα είναι να επιβάλει δεσμεύσεις αναπτυξιακού χαρακτήρα.

Αν ζητούσαν τη γνώμη μου, θα τους έλεγα το εξής: «Συμφωνήστε στο 1,5%, 1,6%, 1,8%, 2%, διότι δεν μπορεί να βγάλεις κάτι περισσότερο, αλλά να τεθούν μια σειρά από αναπτυξιακούς όρους». Δηλαδή, για παράδειγμα να αυξηθεί το πρόγραμμα δημοσίων επενδύσεων κατά 1% το χρόνο, οπότε θα υποχρεώσεις την Κυβέρνηση να κάνει πιο αποτελεσματική συλλογή εσόδων σαν να είχε στόχο πλεονάσματος 3%, αλλά το 1% θα πάει στις επενδύσεις για να γίνει ανάπτυξη. Τότε αρχίζει και διαμορφώνεται ένα υπαρκτό και εφικτό πεδίο συμφωνίας. Και εμείς θα έχουμε μια σχετικά λογική δημοσιονομική σταθεροποίηση, διότι είδαμε πού οδήγησαν οι ακρότητες των προηγουμένων ετών, και ταυτόχρονα θα έχουμε ένα εργαλείο ανάπτυξης για να πάρει μπροστά η αναπτυξιακή μηχανή. Οι δημόσιες επενδύσεις θα επισκευάσουν και θα φτιάξουν νέες υποδομές που οι περισσότερες έχουν ρημάξει τα προηγούμενα χρόνια.

Χρέος και ρευστότητα

Σε ό,τι αφορά τα ζητήματα με τα αποθέματα και τις ροές και πού πρέπει να σταματήσει το χρέος για να είναι βιώσιμο θέλω να σας πω ότι αυτή είναι μια συζήτηση, η οποία δεν ξέρουμε πού θα καταλήξει σε παγκόσμιο επίπεδο. Τι είναι μεγάλο χρέος και τι είναι μικρό χρέος δεν το έχουμε μάθει ακόμα με έναν αναντίρρητο τρόπο. Αυτό που έχουμε μάθει είναι ότι εξαρτάται από την συγκυρία. Για παράδειγμα, χρέος 150% πριν από 20 χρόνια ήταν κάτι το αδιανόητο. Η Αμερική παραλίγο να το φτάσει πριν από μερικά χρόνια. Δεν έπαθε όμως κάτι ιδιαίτερο.

Στην Ευρώπη άμα έλεγες ότι, ολόκληρη η Ευρωζώνη θα έχει χρέος 100% θα σε «πυροβολούσαν». Τώρα σχεδόν το πλησιάζει. Είναι κάτι σχετικό. Προφανώς το μεγάλο χρέος είναι κακό, διότι είναι μια δυνητική απειλή. Μην ξεχνάτε όμως ότι οι κρίσεις δεν ξεσπάνε αυτόματα ή υποχρεωτικά επειδή μια χώρα έχει μεγάλο χρέος. Οι κρίσεις ξεσπάνε, επειδή μια χώρα έχει τρομερή έλλειψη ρευστότητας σε ένα στενό χρονικό διάστημα. Τότε ξεσπάνε οι κρίσεις.

Η κρίση του 1932 δεν έγινε επειδή η Ελλάδα είχε μεγάλο χρέος. Το χρέος ήταν μικρό. Το είχε σβήσει ο πόλεμος και εν μέρει είχε χαριστεί κιόλας. Η κρίση τότε ξέσπασε, επειδή δεν είχε να πληρώσει τόκους και χρεολύσια την δεδομένη περίοδο. Γι’ αυτό ξέσπασε η κρίση. Η κρίση στην Αργεντινή δεν έγινε, επειδή είχε μεγάλο χρέος η χώρα. Είχε 60% χρέος, το οποίο στην Ευρώπη θα το θεωρούσαν ευλογία να έχεις τέτοιο ποσοστό. Ξέσπασε, επειδή δεν είχε να πληρώσει.

Το 2010 η κρίση στην ευρωζώνη δεν έγινε λόγω του μεγάλου χρέους. Οι χώρες που είχαν τα μεγάλα χρέη, Ιταλία και Βέλγιο, έμειναν σχεδόν ανέπαφες. Άλλες χώρες με μηδαμινό χρέος μπήκαν στην κρίση. Η Ιρλανδία το 2007 είχε χρέος 25%, η Λετονία μπήκε σε κρίση με 18% χρέος σχεδόν όσο είχαμε εμείς έλλειμμα, λόγω της έλλειψης ρευστότητας. Προφανώς, όταν έχεις μεγάλο χρέος ο κίνδυνος να έχεις κρίση ρευστότητας είναι μεγάλος, αλλά η πυροδότηση δεν είναι αυτόματη. Άρα, θεωρώ ότι το βασικό πρόβλημα της χώρας είναι να παραμείνει σε μια κατάσταση βιώσιμης ρευστότητας με όλες αυτές τις εξομαλύνσεις που πρέπει να κάνουμε. Μετά προφανώς και μια περαιτέρω απομείωση του χρέους, θα βοηθήσει ακόμη περισσότερο.

Ποιο χρέος μπορεί να μειωθεί;

Έχει επίσης σημασία σε ποιους θα πούμε τα επιχειρήματα της απομείωσης. Υπάρχουν τρεις κύριες κατηγορίες πιστωτών: οι ιδιώτες ομολογιούχοι, τα ομόλογα της ΕΚΤ, τα οποία είναι γύρω στα 50 δισ. και έχουμε και τα 240 δισ.των θεσμών. Αυτά τα τρία χρέη έχουμε. Τους ιδιώτες τους αφήνουμε απέξω, γιατί κουρεύτηκαν ήδη στο 30% περίπου και δεν πρόκειται να ξανα-αγοράσουν ομόλογα, άμα τους πεις ότι επανέρχεται κούρεμα. Η ΕΚΤ θα μπορούσε να συζητήσει – όχι κούρεμα, γιατί απαγορεύεται να ειπωθεί αυτή η λέξη– αλλά κάποιο συμψηφισμό του χρέους της με μελλοντικές οφειλές, που θα μας δώσει μέσω του λεγόμενου νομισματικού μερίσματος, το λεγόμενο seigniorage.

 Το 2010 η κρίση στην ευρωζώνη δεν έγινε λόγω του μεγάλου χρέους. Οι χώρες που είχαν τα μεγάλα χρέη, Ιταλία και Βέλγιο, έμειναν σχεδόν ανέπαφες. Άλλες χώρες με μηδαμινό χρέος μπήκαν στην κρίση.
Το 2010 η κρίση στην ευρωζώνη δεν έγινε λόγω του μεγάλου χρέους. Οι χώρες που είχαν τα μεγάλα χρέη, Ιταλία και Βέλγιο, έμειναν σχεδόν ανέπαφες. Άλλες χώρες με μηδαμινό χρέος μπήκαν στην κρίση.

Υπάρχει στην Ε.Ε. μια συζήτηση, μια πρόταση για την απομείωση του χρέους των κρατών της ευρωζώνης το λεγόμενο υπόδειγμα PADRE. Σύμφωνα με αυτό, η ευρωπαϊκή τράπεζα η οποία κάθε χρόνο μας δίνει ένα νομισματικό μέρισμα ως κέρδη από την κυκλοφορία του νομίσματος, θα μπορούσε να το προεξοφλήσει έναντι του ομολόγου που κρατά. Δεν νομίζω ότι μπορεί να κάνει κάτι άλλο η ΕΚΤ. Σχετικά με τα 240 δις. Ευρώ , τα οποία έχουν οι θεσμοί, αν βγάλουμε τα 14 του ΔΝΤ που δεν κόβονται, μένουν 225 και τα έχουν ο ESM, ο EFSF και τα κράτη. Αυτό θέλει 20 συστηματικές παρεμβάσεις και μεθοδεύσεις. Τα βήματα πρέπει να γίνονται σιγά σιγά, δεν υπάρχει μια ενέργεια που πρέπει να γίνει δια μιας, θέλει συνεχώς μια διαπραγμάτευση και επιμέρους μάχες.

Το βασικό πρόβλημα της χώρας είναι να παραμείνει σε μια κατάσταση βιώσιμης ρευστότητας με όλες αυτές τις εξομαλύνσεις που πρέπει να κάνουμε. Μετά προφανώς και μια περαιτέρω απομείωση του χρέους, θα βοηθήσει ακόμη περισσότερο.

Εάν δεν είχε γίνει η περσινή και η προπέρσινη κεφαλαιοποίηση, θα σας έλεγα ότι υπάρχουν 41 δισ., τα οποία είναι δυνάμει ανακτήσιμα από την κεφαλαιοποίηση την οποία εγγυήθηκε το ελληνικό δημόσιο λόγω του PSI. Γιατί το PSI, ναι μεν έκανε διαγραφή 110 δις. αλλά διέγραψε και 37 δισ. από τις ελληνικές τράπεζες, τα οποία μετά ήρθε το ελληνικό δημόσιο και τα εγγυήθηκε με ομόλογα για να κάνουν ανακεφαλαιοποίηση. Το έκανε διότι νόμισε ότι κάποτε θα πουλούσε τις μετοχές των τραπεζών και θα τα επανεισέπραττε. Αυτό το όνειρο έσβησε εν μέρει το 2013, που έγινε η επόμενη κεφαλαιοποίηση και μετά έσβησε οριστικά στην περσινή κεφαλαιοποίηση οπότε εξαϋλώθηκε η αξία αυτών των μετοχών. Άρα τη χάσαμε αυτή την ευκαιρία. Αντίθετα η Ισπανία νομίζω ότι έκανε ανακεφαλαιοποίηση τραπεζών 41 δισ., άνευ υποχρεώσεως του ισπανικού δημοσίου να αυξήσει το χρέος ισοπόσως.

Πρέπει να κυνηγάμε ευκαιρίες, οι οποίες εμφανίζονται στη διάρκεια μιας πορείας και να μην τις αφήνουμε να χάνονται. Ο EFSF έχει το εξής καλό, ότι τα χρέη που έχουμε προς αυτόν είναι ευέλικτα και είναι εύκολο να τα τραβάει προς τα πίσω. Οι θεσμοί στους οποίους χρωστάμε τα 225 δις. δεν θα φτάσουν σε μια ρήξη τύπου χρεοκοπίας, εάν η Ελλάδα έχει δυσκολίες αποπληρωμής. Δεν θα μας εξουθενώσουν για να στήσουν σενάριο κερδοσκοπίας εναντίον της χώρας. Αυτή είναι η εκτίμησή μου και το βλέπω με την πρακτική που έχουν να μειώνουν επιτόκια και να σπρώχνουν εξοφλήσεις προς το μέλλον.

Αυτό, λοιπόν, πρέπει να το αξιοποιήσουμε και στην πορεία θα το δουν και αυτοί, ότι αφού «το σπρώχνεις λίγο προς τα πίσω, κόψτο και λίγο». Όμως το γλυκό θα δέσει όταν και η εσωτερική οικονομία πηγαίνει καλά και έχει προοπτικές, διότι αν δεν έχει θα σου πουν «εντάξει να το μειώσουμε, αλλά να εφαρμόσεις βαρύ πρόγραμμα μετά» το οποίο μπορεί να περιλαμβάνει τα πάντα.

 

Ομιλία του πρώην υπουργού Οικονομικών στη συνεδρίαση της Επιτροπής Οικονομικών της Βουλής