Τι σημαίνει η επίσκεψη και οι προτάσεις Ολάντ

Toυ Μελέτη Ρεντούμη

ΡΕΝΤΟΥΜΗΣ ΜΕΝΕΛΑΟΣ

 

Ο Πρόεδρος της Γαλλίας όπως  όλοι γνωρίζουμε επισκέφθηκε πρόσφατα την χώρα μας, με τις δέουσες τιμές, όπως αρμόζει σε ηγέτη μιας μεγάλης ευρωπαϊκής χώρας. Οι συζητήσεις έγιναν, τα γεύματα τελείωσαν και ο καθένας κάνει την δική του αποτίμηση, κυρίως από την ελληνική πλευρά, προσδοκώντας σε μία μεγαλύτερη στήριξη της Γαλλίας, στο θέμα του ελληνικού χρέους όσο και για την εφαρμογή των μεταρρυθμίσεων του νέου Μνημονίου.

Τι είναι όμως αυτό που τελικά συζητήθηκε; Γιατί είχε τόση σημασία η γαλλική επίσκεψη στην Αθήνα; Και αν ναι, υπήρξε κάτι χειροπιαστό, κάποια συγκεκριμένη πρόταση προς την ελληνική πλευρά;

Η απάντηση είναι ότι όντως υπήρξε σημαντική αυτή η επίσκεψη τόσο για οικονομικούς όσο και για γεωστρατηγικούς λόγους.

Η Γαλλία, ως μεγάλη δύναμη και οικονομία παγκοσμίως, δεν θα μπορούσε σε καμία περίπτωση, να ξεχάσει τα συμφέροντά της στην ΝΑ Μεσόγειο.

Έχει επενδύσει σε υποδομές στην Βόρειο Αφρική και παίζει καθοριστικό ρόλο για την διέλευση των νέων αγωγών πετρελαίου και φυσικού αερίου, στην ευρύτερη ΑΟΖ που ενώνει την Αίγυπτο, το Ισραήλ και την Κύπρο. Δεν είναι τυχαίο άλλωστε το ενδιαφέρον της  γαλλικής πολυεθνικής Total, για έρευνες στα συγκεκριμένα οικόπεδα της περιοχής, όσο και για την επεξεργασία των σεισμικών δεδομένων στο Ιόνιο, που έχει προκηρύξει η ελληνική κυβέρνηση.

Εκτός από τα παραπάνω, η Γαλλία, ενδιαφέρεται ν΄αποτελέσει ένα γεωστρατηγικό εταίρο των Ελλήνων, ως αντίβαρο της Γερμανικής επιρροής, επιδιώκοντας την εμβάθυνση των γαλλικών συμφερόντων, τόσο στο θέμα του ελληνικού χρέους όσο και σε θέματα στρατηγικών υποδομών, όπως είναι οι μεταφορές και τα logistics.

Μπορεί βέβαια, να είναι συνολικά θετική η προσέγγιση της Γαλλίας, όμως πρέπει να δούμε ποιες είναι οι συμφωνίες και οι προτάσεις που καλείται η χώρα μας να δεχθεί, τόσο σε οικονομικό όσο και σε γεωπολιτικό επίπεδο.

Στο οικονομικό σκέλος, που μας αφορά άμεσα, υπάρχει ήδη μια σημαντική πρόταση στο τραπέζι, από την γαλλική πλευρά, που σίγουρα σηκώνει πολύ συζήτηση τόσο στην βιωσιμότητα όσο και στην εφαρμογή της.

Πιο συγκεκριμένα, προτάθηκε η μετατροπή του διακρατικού χρέους της Ελλάδας προς την Γαλλία, όπως προκύπτει από την αρχική δανειακή σύμβαση του 2010, ύψους περίπου 10 δις ευρώ, να μετατραπεί σε μετοχές δημοσίων επιχειρήσεων καθώς και μεγάλων περιουσιακών στοιχείων της χώρας μας.

Εκ πρώτης όψεως, θα πει κάποιος, ότι η χώρα απομειώνει άμεσα το χρέος της κατά 10 δις  και μειώνει έτσι αντίστοιχα τους τόκους εξυπηρέτησης.

Όμως, να μην ξεχνάμε, ότι ήδη έχει σχεδιαστεί το νέο υπερταμείο που αντικαθιστά το ΤΑΙΠΕΔ, αξίας 50 δις ευρώ, όπως τα 25 δις, προκύπτουν τόσο από υποδομές δημοσίου συμφέροντος προς ιδιωτικοποίηση, όσο και από μεγάλα περιουσιακά στοιχεία.

Μάλιστα έχει συμφωνηθεί με το 3ο Μνημόνιο, τα 25 δις, ν’αξιοποιηθούν σε ορίζοντα μέχρι και 30 έτη για να μην απαξιωθούν οι τιμές την δεδομένη δύσκολη οικονομική συγκυρία.

Με βάση τα παραπάνω, δεν απαιτείται ενθουσιασμός για την γαλλική πρόταση καθώς ούτως ή άλλως μέσω του νέου υπερταμείου, θα γίνονταν σταδιακές ιδιωτικοποιήσεις μέσω διαγωνισμών, είτε με στρατηγικό εταίρο και μετοχοποίηση είτε με ολική μεταβίβαση των περιουσιακών στοιχείων.

Αυτό σημαίνει ότι η ελληνική πλευρά, για να καταστεί βιώσιμη η γαλλική πρόταση, οφείλει άμεσα ν’ αποτιμήσει τόσο με ιστορικές τιμές όσο και με τρέχουσες, τις υποδομές και τα περιουσιακά στοιχεία, που ενδιαφέρουν του Γάλλους και βέβαια να μην δεχθεί την όποια λίστα σαν πακέτο, αλλά να γίνει διαπραγμάτευση για το τί θα περιέχει το εν λόγω καλάθι.

Αν αποτιμηθούν με τρέχουσες αξίες 10 δις περιουσιακών στοιχείων, τότε θα καταλάβετε, ότι με αυτό το ποσό, οι Γάλλοι δύνανται ν’ αγοράσουν ταυτόχρονα, ΟΛΠ, ΟΛΘ, ΕΥΑΘ, μικρή ΔΕΗ, ΔΕΦΑ, ΔΕΣΦΑ και πολύ μεγάλα ακίνητα ως εκτάσεις του Δημοσίου σε νησιά φιλέτα.

Θέλουμε άραγε την παραχώρηση τόσο σημαντικών υποδομών, χωρίς καμία προσπάθεια διεθνούς ενδιαφέροντος μόνο  σε έναν παίκτη στην διεθνοπολιτική σκακιέρα;

Θέλουμε επίσης να προχωρήσουμε σε τέτοιου είδους συναλλαγές, εκτός του πλαισίου της ΕΕ, γιατί περί αυτού πρόκειται, μέσω μιας διακρατικής συμφωνίας;

Ακόμα και αν το αποφασίσουμε, τί παραπάνω πρόκειται να λάβει η Ελλάδα ως αντάλλαγμα, σαν στήριξη, στο θέμα του προσφυγικού, στις ελληνοτουρκικές σχέσεις αλλά και στο Κυπριακό όπου εντείνονται οι διεργασίες επίλυσης;

Είναι καίρια λοιπόν τα θέματα που έθεσα και απαιτούν σοβαρές και όχι πρόχειρες απαντήσεις τόσο στο οικονομικό όσο και στο διπλωματικό πεδίο.

Η κυβέρνηση, καλά θα κάνει, ν’αρχίσει να μελετά σε βάθος τις προτάσεις, με τρόπο σοβαρό, αξιοποιώντας όλες τις παραμέτρους και όχι να υπερηφανεύεται για σπουδαίες λύσεις για το ελληνικό χρέος, μέσω μικροκομματικών σκοπιμοτήτων, για θέματα τα οποία θα επηρεάσουν άμεσα τις σχέσεις της Ελλάδος με του εταίρους της για τα επόμενα χρόνια.

 

Ο Μελέτης Ρεντούμης, είναι οικονομολόγος τραπεζικός μέλος της Πολιτικής Γραμματείας της  Δυναμικής Ελλάδας.