Το timing του εκλογικού νόμου

Του Μελέτη Ρεντούμη

ΡΕΝΤΟΥΜΗΣ ΜΕΝΕΛΑΟΣΤα νέα δημοσιονομικά μέτρα έχουν ψηφιστεί, η μεγάλη δόση που ορίζει το Μνημόνιο σύντομα εκταμιεύεται μετά και την τελευταία έγκριση από τα θεσμικά όργανα της ΕΕ και ενώ όλοι θα περίμεναν, ο πρωθυπουργός να σπεύσει να εκμεταλλευθεί το καλοκαίρι στο να προωθήσει τάχιστα την εφαρμογή των μέτρων, ώστε να μην προβεί σε νέες περικοπές αργότερα, αποφασίζει ξαφνικά να θέσει θέμα νέου εκλογικού νόμου.

Πρόκειται σίγουρα για ένα σοβαρό θεσμικό ζήτημα, το οποίο αφορά την λαϊκή ετυμηγορία και τον τρόπο λειτουργίας της δημοκρατίας στη χώρα, αλλά όπως όλοι γνωρίζουμε, δεν βρισκόμαστε ούτε σε προεκλογική περίοδο, ούτε έχει τεθεί τουλάχιστον από την κυβέρνηση θέμα πρόωρων εκλογών.

Παρ’όλα αυτά η κυβέρνηση, αποφασίζει να καλέσει όλα τα πολιτικά κόμματα να καταθέσουν τις προτάσεις τους, ώστε σύντομα και εκείνη να παρουσιάσει τις δικές της, με στόχο όπως αναφέρει να μεταβληθεί ο εκλογικός νόμος στα πλαίσια της απλής αναλογικής.

Ως εκλογικό σύστημα η απλή αναλογική είναι ένα πάγιο αίτημα της αριστεράς και σε αυτό, τουλάχιστον ως προς την πρόθεση η κυβέρνηση θέλει να φανεί συνεπής.

Όμως, η διαβούλευση ενός τέτοιου νόμου, δεν μπορεί να γίνεται εν μέσω θέρους, με δεκάδες δημοσιονομικά και οικονομικά θέματα ανοικτά και την ανεργία να καλπάζει.

Ένας εκλογικός νόμος συζητείται με ψυχραιμία σε μια οικονομία που έχει πρώτα σταθεροποιηθεί, δεν απειλείται από ρευστότητα και υπάρχει ισχυρή εγχώρια ζήτηση αγαθών και υπηρεσιών ώστε και το ενδιαφέρον των πολιτών, να μπορεί να μετατοπιστεί ευκολότερα από τον αγώνα της επιβίωσης σε θέματα θεσμικά.

Δυστυχώς τίποτα από τα παραπάνω δεν συμβαίνει, γεγονός που υπονοεί, ότι η κυβέρνηση φέρνει σκοπίμως το θέμα στο τραπέζι, αφενός για ν’ αποπροσανατολίσει την κοινή γνώμη από τα τεράστια προβλήματα και την διόγκωση της ύφεσης από τα νέα μέτρα, αφενός για να προλάβει τις πολιτικές εξελίξεις.

Στόχος λοιπόν της κυβέρνησης, δεν είναι άλλος από το να πείσει τα υπόλοιπα κόμματα του κοινοβουλίου να δεχθούν βασικές αλλαγές, όπως το σπάσιμο των μεγάλων περιφερειών, την μείωση του bonus του πρώτου κόμματος, αλλά και την διατήρηση του ορίου εισόδου, για να πετύχει τον μαγικό αριθμό 200 στη Βουλή, που θα δώσει συνταγματικά το δικαίωμα εφαρμογής του νέου εκλογικού νόμου από τις επόμενες εκλογές.

Μπορεί οι αλλαγές που προτείνονται, αν δεν εφαρμοστούν με σημαντικές αποκλίσεις, να είναι όντως προς την σωστή κατεύθυνση, αρκεί να εξασφαλίζουν τελικά κυβερνησιμότητα στο πρώτο κόμμα και να μην δημιουργούν πολυδιάσπαση του πολιτικού συστήματος.

Πέραν όμως της αποτελεσματικότητας ενός αναλογικότερου νόμου που δεν έχει εφαρμοστεί και δεν γνωρίζουμε και της όποιας συναίνεσης μπορεί να εξασφαλίσει η κυβέρνηση στη Βουλή, γιατί σπεύδει άμεσα να επιτύχει την αλλαγή του εκλογικού νόμου;

Μήπως η κυβέρνηση διαβλέπει νέα ύφεση και δημοσιονομικό αδιέξοδο που θα φέρει νέα πρόσθετα μέτρα; Θέλει λοιπόν με αυτό τον τρόπο να είναι έτοιμη για το αίτημα των εκλογών που μπορεί να ζητήσει η αντιπολίτευση και προσπαθεί να πάρει θέση ισχύος με ρυθμιστικό ρόλο ανεξάρτητα αν χάσει;

Σίγουρα είναι πολλά τα ερωτήματα και ακόμη πιο δύσκολες οι απαντήσεις, μέσα σ’ ένα ρευστό πολιτικό τοπίο, το οποίο πυροδοτείται από την παρατεταμένη ύφεση χωρίς να υπάρχει ηλιαχτίδα φωτός.

Το πιο απογοητευτικό σενάριο όμως, θα ήταν ο Α.Τσίπρας, να γνωρίζει ότι θα χάσει τις επερχόμενες εκλογές με την υφιστάμενη οικονομική ύφεση και να υποδηλώνει εκ των προτέρων άρνηση εφαρμογής των μέτρων, κοροϊδεύοντας στην ουσία τόσο τους δανειστές όσο και μεγάλο μέρος της ελληνικής κοινωνίας που αναμένει μία έστω ισχνή ανάκαμψη.

Συμπερασματικά, η συζήτηση για τον εκλογικό νόμο, χάνει την σοβαρότητά της, αν δεν υπάρξει εθνική στρατηγική για τα μείζονα προβλήματα της χώρας, ώστε να εξέλθει σχετικά σύντομα από τον φαύλο κύκλο των ελλειμμάτων και της ύφεσης.

Ακριβώς αυτό πρέπει με υπευθυνότητα να καταθέσει και η αντιπολίτευση ωθώντας την κυβέρνηση να εφαρμόσει τα μέτρα που ψήφισε χωρίς να συμμετέχει σε κανένα παιχνίδι νομής της εξουσίας παίζοντας με τους θεσμούς.

 

Ο Μελέτης Ρεντούμης είναι οικονομολόγος τραπεζικός.