Χριστουγεννιάτικο τραπέζι

Toυ Γιάννη Πανούση

Από πού ερχόμαστε, ποιοί είμαστε

Τί είναι τέλος πάντων αυτός ο Θεός;

Κ. Ταβουλτσίδης, Η Έλιξ

 

Κάποτε μαζευόμασταν όλοι. Γονείς, παππούδες, γιαγιάδες, θείοι/θείες, συμπέθεροι, παιδιά, εγγόνια, νονοί, κουμπάροι.

Ύστερα άρχισαν να απουσιάζουν ορισμένοι. Μερικοί για πάντα, άλλοι λόγω ‘’ανειλημμένων υποχρεώσεων’’.

Τώρα γεμίζουμε τη γαλοπούλα με νοσταλγία και βάζουμε γαρνιτούρα τις διαψεύσεις της ζωής μας.

Η μοναξιά της μεγαλούπολης, θα πουν κάποιοι.

Η υπαρξιακή αγωνία και η ψυχική κόπωση, θα πουν άλλοι.

Διαφωνίες, φιλοδοξίες, πολιτικές αποστασιοποιήσεις, παρεξηγήσεις, θα πουν οι περισσότεροι.

Ίσως να ισχύουν όλα ή το καθένα ξεχωριστά.

Αυτό που μοιάζει όμως βέβαιο είναι ότι δεν είμαστε πλέον οι ίδιοι, ότι δεν περιμένουμε να μας φωτίσει το Λαμπρό Άστρο, ούτε η Πρωτοχρονιά,ούτε η [όποια] Πρώτη Φορά, γιατί έχουμε συνειδητοποιήσει ότι the day after  θα έχουμε γίνει χειρότεροι από σήμερα.

Γίναμε [ή μας κάνανε] έτσι. Απαθείς για το μέλλον, εμπαθείς για το παρελθόν, εγωπαθείς για το τώρα.

Μόνοι κι απομονωμένοι [ως πρόσωπα κι ως χώρα], δίχως ελπίδα, αχτίδα, πυξίδα, δεν περιμένουμε τους Μάγους [λέγεται ότι έχασαν το δρόμο ή ότι υπεξαίρεσαν τα δώρα] αλλά μάλλον τους Βαρβάρους για να μας δώσουν μια κάποια λύση.

‘’Αλλά τί μπορεί πια μόνος του να κάνει ο Θεός;’’ [Κ. Μαρδάς, Γυμνή Θεολογία]