Φάλτσα Τραγούδια

Του Γιάννη Πανούση

Η δημοκρατία δεν κατελύθη

από εκείνους που εφοβείτο ο λαός

αλλά από εκείνους στους οποίους

εμπιστεύθηκε τη διακυβέρνησή της.

Αισχίνου, Κατά Κτησιφώντος, 234.

Αυτή η χώρα μοιάζει υπνωτισμένη. Εκλαμβάνει τα όνειρα ως αντικειμενικότητα και τα είδωλα ως νικηφόρους στρατηγούς.

Ζούμε σε περίοδο νοηματικών κενών. Καταναλώνουμε (συλλογικές) παραστάσεις χωρίς ουσιώδεις έννοιες, σε α-χρονική α-βαθή πολιτική γραμματική;

Χρειαζόμαστε ειδικούς πυθόχρηστους ερμηνευτές για να μας εξηγήσουν πώς οι συνεχείς ήττες προβάλλονται ως στρατήγημα νίκης.

Τί όμως πιστεύει ο ίδιος ο λαός;

  • Ποια αγαθά καθ΄εαυτά θέλουμε οι έλληνες και καλούμε το πολιτικό σύδτημα να προστατεύσει;
  • Είμαστε ένας συνθετικός λαός ή αντιθετικό τσούρμο;
  • Υπάρχει κοινότητα αξιών ή μόνον εχθρότητα πράξεων;
  • Τι (εν)νοούν οι έλληνες ως μοιραίο για τη χώρα;
  • Πότε θα κλείσουμε τις πληγές με τους εμφυλίους μας;
  • Τι νοσταλγούμε και τι  επιθυμούμε κατά βάθος στο επίπεδο των μεταρρυθμίσεων;
  • Ποιος πρέπει να προστατεύει ποιον (και πώς;) μέσα στη παρατεταμένη κρίση;

Οι απαντήσεις δύσκολες, ιδίως αν τα ερωτήματα παραμένουν χωρίς άμεσο παραλήπτη.

Δυστυχώς διαχρονικά –μέσω της  μακραίωνης Ιστορίας μας- δεν συναντάμε το Θεό (της ευδαιμονίας) αλλά το Διάβολο (του Διχασμού). Δεν χρησιμοποιούμε τη Μνήμη κατά της Λήθης, αλλά την Αμνησία υπέρ του Λάθους.

Όλες οι «επί του Όρους» ομιλίες των Ηγετών (κατά βάση «επί μπαλκονιών, τρακτέρ, τηλεοράσεων κλπ») είναι αμφίσημες, δίκοπες, ετεροχρονισμένες. Διδαχθήκαμε πώς να σκηνοθετούμε παλαιούς μύθους οι οποίοι όμως ολοκληρώνονται με τραγωδίες που βγάζουν την Ελλάδα εκτός του σημερινού νέου κόσμου.

Ο φόβος ως αναμονή του επερχόμενου κακού συνοδεύεται από μία εργαλειοποίηση της ιδεολογικής καταδυνάστευσης, από ένα αθεϊκό φάντασμα δοξασιών που κόβει τη Μοίρα της Ελλάδας σε κομμάτια και κατανέμει ευχές και κατάρες (ένθεν/κακείθεν) χωρίς αίσθηση Ενιαίου και Ενότητας του συν-ανήκειν.

Ένας sui generis κυβερνητικός μυστικισμός, ένας ασύμμετρος επιδειξισμός, μια αλαζονική ειρωνεία (του μισο-χαμόγελου της άνεσης), ένας ευτράπελος λαϊκισμός συγκροτεί (άθελά του;) ένα πλαίσιο παραλόγου (= χωρίς λογική) και ασκόπου (= χωρίς νόημα) κορυβαντι(α)σμού.

Αν η Κυβερνητική  συνεχίζει να θεωρείται ως τέχνη του κυβερνάν κι αν οι επαγωγικές αποδείξεις (που εκκινούν από άκαμπτα αξιώματα) δεν είναι συμβατές στον περίπλοκο κόσμο που ζούμε, τότε πρέπει το γρηγορότερο δυνατό να εγκαταλείψουμε τον «αριστερό διαφωτισμό».

Δεν είναι ηθικό σφάλμα (ούτε άλλοθι) το να υπολογίζεις λαθεμένα λόγω ιδεοληψίας. Αποκοτιά είναι να πέφτεις εσύ στο γκρεμό όχι να σπρώχνεις τους άλλους.

Η Νέο ήρθε (όπως ήρθε) αλλά από σχέδιο πώς πάμε;

Η πολιτική γενναιοδωρία, η μη-κατασπατάληση της Ελπίδας, η μη-διασπάθιση της κοινοβουλευτικής «περιουσίας» έχουν τεθεί εκτός πολιτικού ρεπερτορίου.

Τα ερειπωμένα όνειρα και η απαξία προς την πολιτική εύκολα και ανερυθρίαστα χρεώνονται στους «άλλους».

Η εγκοίμηση Υπουργών στη Βουλή, ο μαιναδισμός πολλών στελεχών, το ένα καλό που δικαιολογεί (sic) είκοσι κακά, διαμορφώνουν άλλοτε όρους πολιτικού θεατρινισμού κι άλλοτε ψευδαισθήσεις αυτάρκειας. Ορισμένοι πρέπει να μελετήσουν την αρετή της μεσότητας. Δεν μπορούν ν΄ αποφύγουν ή να κρύψουν το συναίσθημα της αιδούς με τρικ.

Ακόμα κι αν δεν φτάνουν όλοι οι ψίθυροι ταυτόχρονα στο αυτί των κυβερνώντων θεωρώ αδύνατο να είναι τόσο «σφραγισμένο, περικυκλωμένο, αποστειρωμένο» το Μέγαρο Μαξίμου (και το Προεδρικό Μέγαρο) ώστε να μην ακούνε ή να μη βλέπουν τίποτα.

Εκτός αν ακούνε με τα μάτια και μυρίζουν με την αφή.

Από την ενοχή όλων των κομμάτων της Νεώτερης Ελλάδας μέχρι τη ντροπή των κομμάτων της Μεταπολίτευσης ένα τραγούδι δρόμος.

Τι  είδους όμως τραγούδι;

Των ηττημένων (του ’44 -‘49), των ξενιτεμένων (‘50) των αισιόδοξων (του ‘60) των συμβιβασμένων (του ‘67), των εξεγερμένων (του ‘73), των βολεμένων (του σήμερα);

Αυτό είναι  το πρόβλημα στην Ελλάδα.

Τραγουδάμε τον ίδιο στίχο, την ίδια μουσική, αλλά για διαφορετικούς λόγους και σκοπούς.

Υ.Γ. Όποιος τραγουδάει ρεμπέτικα δε γίνεται αυτόματα ρεμπέτης, κι όποιος τραγουδάει αντάρτικα δε γίνεται αυτόματα «αντάρτης».