H προσφυγική κρίση, οι ελληνικοί στόχοι και η τουρκική ματαιοδοξία

ΦΩΤΟ: ΑΠΕ - ΜΠΕ

Του Θανάση Λουκόπουλου

ΛΟΥΚΟΠΟΥΛΟΣ ΘΑΝΑΣΗΣ

 

Ως συνήθως, τα πάντα έμειναν ανοιχτά μετά την πρόσφατη σύνοδο κορυφής της ΕΕ για το προσφυγικό-μεταναστευτικό.  Είναι άλλωστε πάγια τακτική, όταν η γνωστή ευρωπαϊκή ηγεσία δεν θέλει να πάρει συγκεκριμένες αποφάσεις, καταφεύγει σε  κείμενα επιδεχόμενα πολλών ερμηνειών. Οι εκβιασμοί και τα ανατροφοδοτούμενα σενάρια θα πάρουν, για άλλη μια φορά, τη θέση θαρραλέων αποφάσεων που έχει ανάγκη η Ευρώπη.

Παρά ταύτα, υπό προϋποθέσεις, η Ελλάδα μπορεί με όχημα την πρωτοφανή προσφυγική κρίση, να προωθήσει δύο-τρία μείζονος σημασίας ζητήματα.  Όπως για παράδειγμα, την ανάδειξη των εξωτερικών συνόρων της ΕΕ, που είναι τα σύνορα της Ελλάδας, σε κοινή ευρωπαϊκή υπόθεση η οποία θα λειτουργεί για τα επόμενα χρόνια ως παράγοντας σταθεροποίησης και σε καμιά περίπτωση αμφισβήτησης των αρχών που διαπνέονται από το διεθνές δίκαιο.

Δεν είναι εύκολο το εγχείρημα, καθώς κορυφαίοι κύκλοι της ΕΕ, θα επιχειρήσουν να αναγορεύσουν την Τουρκία σε προνομιακό συνομιλητή, με αφορμή την μεταναστευτική κρίση. Εκτιμάται ότι οι ίδιοι κύκλοι θα επιχειρήσουν να δώσουν στον Ερντογάν και την νέα πολιτική τάξη που εκπροσωπεί, την χαμένη αίγλη ώστε να μπορέσει να παίξει πρωτοπόρο ρόλο στις σχέσεις ΕΕ και μουσουλμανικών χωρών της Μέσης Ανατολής και να σταθεί ανάχωμα στις επιθετικές πρωτοβουλίες της Ρωσίας στην περιοχή.

Όμως και μόνο το γεγονός ότι στην πρόσφατη σύνοδο κορυφής, οι ευρωπαίοι ηγέτες συζήτησαν πολλά, όμως αποφάσεις πήραν για πολύ λίγα, φανερώνει και το μέγεθος του γεωπολιτικού παιχνιδιού που παίζεται αυτή τη στιγμή στην ευρύτερη περιοχή της Ν.Α. Μεσογείου, αλλά και την εμφανή αδυναμία της Ευρώπης  να διαμορφώσει τους όρους αυτού του παιχνιδιού.

ΠΡΟΣΦΥΓΕΣ Από πολιτικής απόψεως, η Ευρώπη ανησυχεί από την ανθεκτικότητα του ISIS και την τρομοκρατία που εγκαθιδρύει σε περιοχές με πολιτική αστάθεια. Εξακολουθεί όμως να μην κατανοεί  ότι  αυτή η αστάθεια είναι αποτέλεσμα των παλινωδιών και των κατακερματισμένων πολιτικών των ευρωπαϊκών οργάνων στο Ιράκ, στη Συρία, στον Λίβανο, στην Αίγυπτο, ακόμη και στην Ουκρανία. Παλινωδίες που  επιτρέπουν  σε ΗΠΑ και Ρωσία να προωθούν τα συμφέροντά τους και να διανέμουν ρόλους κατά το δοκούν.

Μέσα σε αυτό το βαρύ κλίμα καλείται η Ελληνική εξωτερική πολιτική, παρά τα γνωστά ενδογενή προβλήματα, να αποκτήσει εξωστρεφή ανακλαστικά και επεξεργασμένες προτάσεις βάσει των πληροφοριών και προκλήσεων, που θα είναι καθοριστικές το επόμενο χρονικό διάστημα.

Ρήγματα είναι βέβαιο ότι θα δημιουργηθούν. Το ζητούμενο είναι κατά πόσο η ελληνική κυβέρνηση θα έχει την ωριμότητα να τα εκμεταλλευτεί.

­­ Περίπτωση πρώτη.  Εκφράστηκε ομοθύμως από τους Ευρωπαίους ηγέτες, η ετοιμότητα της ΕΕ για αποτελεσματικότερο έλεγχο των εξωτερικών συνόρων της ΕΕ και ιδιαίτερα της θαλάσσιας περιοχής του Αιγαίου. Έμειναν ωστόσο ανοιχτά θέματα που αφορούν στα όρια της επιχειρησιακής δράσης , της λειτουργίας της ευρωπαϊκής ακτοφυλακής και των πόρων συντήρησής της, καθώς και των ομάδων ταχείας δράσης υπό την εποπτεία της FRONTEX.

Αυτό σημαίνει πως μέχρι το ευρωπαϊκό συμβούλιο του Δεκεμβρίου, η Ελληνική κυβέρνηση πρέπει να παρουσιάσει συνεκτικές και αξιόπιστες προτάσεις ώστε ο έλεγχος των συνόρων να αποτελέσει, προφανώς ελληνική υπόθεση, αλλά με την σφραγίδα της ΕΕ. Εξέλιξη που θα γίνει σεβαστή από όλους όσους εξακολουθούν να αμφισβητούν τα αυτονόητα, αλλά αυτή τη φορά κατά τρόπο μόνιμο και οριστικό.

Περίπτωση δεύτερη.  Η Τουρκία θεωρεί ότι οι διαπραγματεύσεις που άρχισε με την ΕΕ, θα της επιφέρουν οικονομική ενίσχυση-ενδεχομένως ναι- αλλά κυρίως αναβάθμιση του ρόλου της και επανεκκίνηση των ενταξιακών διαπραγματεύσεων με κατάργηση της βίζας για τους τούρκους πολίτες. Επειδή είναι σχεδόν βέβαιο ότι για άλλη μια φορά θα επιχειρήσει να κινηθεί μεταξύ εκβιασμών και αναβλητικότητας, για όσα η ίδια αναλάβει να διεκπεραιώσει,  θα δώσει πολλές αφορμές ώστε στο τέλος να αναγκάσει την ηγεσία της ΕΕ να την αντιμετωπίσει ως μία χώρα που όχι μόνο δεν μπορεί να συγχρονιστεί με τους ευρωπαϊκούς κανόνες αλλά συνεχίζει να λειτουργεί υπονομευτικά των ευρωπαϊκών συμφερόντων. Όσο αυτό θα ωριμάζει, τόσο θα δίνεται η ευκαιρία στην Ελλάδα να προωθεί τις θέσεις της, αναφορικά με την διαχρονική απειλή που αποτελούν οι επεκτατικές πολιτικές της γείτονος.

AIGAIO 55Περίπτωση τρίτη.  Με κατάλληλες πολιτικές και υποστηρικτικές συνεργασίες, η Ελλάδα μπορεί να συνδέσει την λειτουργία των hot spots , που εγκρίθηκαν στη σύνοδο κορυφής, με την δημιουργία ενός μόνιμου μηχανισμού διαχείρισης των προσφυγικών ροών και αυτοματοποίησης της διαδικασίας επαναπατρισμού.

Την μεγάλη ευρωπαϊκή ανάγκη για κάτι τέτοιο, θα πρέπει η Ελληνική κυβέρνηση να συνδέσει  με την αναθεώρηση της συνθήκης του Δουβλίνου 2, η οποία λειτούργησε ετεροβαρώς και κατά των ελληνικών επιδιώξεων. Μια ανάλογη αντιμετώπιση θα απομακρύνει τον ορατό κίνδυνο να μετατραπεί η Ελλάδα σε αποθήκη μεταναστών και θα επισπεύσει τις διαδικασίες δημιουργίας ζωνών διαχείρισης μεταναστευτικών ροών ,στις ίδιες τις μουσουλμανικές χώρες. Η ορατή απειλή να πληρώσει η Ελλάδα ένα δυσβάσταχτο τίμημα που δεν της αναλογεί, εκτιμάται στις Βρυξέλλες ότι θα δημιουργήσει για την χώρα μας ευνοϊκούς συσχετισμούς κατανόησης των προτάσεών της.

Περίπτωση τέταρτη.  Το ζήτημα της διαχείρισης της προσφυγικής κρίσης, έχει επαναφέρει στην επιφάνεια τη διαφωνία μεταξύ εκείνων των χωρών που τάσσονται υπέρ της αυστηρής δημοσιονομικής πειθαρχίας όπως η Γερμανία και των χωρών εκείνων που επιθυμούν μια ευρύτερη ερμηνεία των κανόνων του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης όπως η Ιταλία και η Γαλλία.

Ορισμένες χώρες (όπως η Ιταλία και η Αυστρία) αιτήθηκαν επισήμως τη χαλάρωση αυτού του αυστηρού πλαισίου, λόγω των «εξαιρετικών περιστάσεων» που αντιμετώπισαν τους τελευταίους μήνες εξαιτίας των προσφυγικών ροών. Τα αιτήματα  εξετάζονται από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, χωρίς όμως να είναι ξεκάθαρο αν αυτή η δημοσιονομική χαλάρωση θα επιβαρύνει αποκλειστικά τα κράτη-μέλη ή θα συνδυάζεται με επαύξηση των κοινοτικών πόρων για την αντιμετώπιση των δαπανών που συνδέονται με το κόστος της ανθρωπιστικής βοήθειας που παρέχουν κυρίως οι χώρες πρώτης υποδοχής.

Το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο αναμένεται να αποδώσει μια ερμηνεία εφαρμογής της ρήτρας ευελιξίας του Συμφώνου Ανάπτυξης και Σταθερότητας έως τον Δεκέμβριο. Αν και το θέμα φαίνεται εξαιρετικά τεχνικό, ενδέχεται να έχει σημαντικές επιπτώσεις στην οικονομική πολιτική της Ευρώπης και να προκαλέσει σημαντική ρήξη μεταξύ του Συμβουλίου και της Επιτροπής.

Γίνεται ευλόγως αντιληπτό, πόσο κρίσιμο είναι η Ελλάδα να είναι έτοιμη και ευέλικτη, προκειμένου να αποκομίσει τα άκρως αναγκαία δημοσιονομικά και οικονομικά οφέλη, που της αναλογούν.

ΦΩΤΟ: ΑΠΕ - ΜΠΕ
ΦΩΤΟ: ΑΠΕ – ΜΠΕ