The days of wine and roses: Game over!

 

Του Γιώργου Μαρκάκη

 

Ο οργανισμός μας και το σύστημά μας λιπαίνονταν και τροφοδοτούνταν για δεκαετίες χωρίς αντίκρισμα.

Υπάρχουν πολλοί που εκνευρίζονται με την τακτική και πολιτική των τραπεζών “….Κουλ μπέιμπι”.  Λες και ευσταθεί ικανά να κάνω κριτική σε μια βδέλλα ή την αμοιβάδα για τον βιολογικό της ρόλο και προγραμματισμό που έχει διαμορφώσει η φύση της εκατομμύρια χρόνια τώρα όταν εγώ μαζί με κάποιες άλλες χιλιάδες τέρατα σύγχρονης μάθησης,  έκανα μπάνιο σε πισίνες και μαγικά  blue lagoon όταν ακόμα πίστευα ότι το Καρπενήσι βρίσκεται κάπου μεταξύ Κυκλάδων και Δωδεκανήσου.

Συγνώμη δεν το κατανοώ αυτό.

Όταν παίρναμε δάνεια για να χτίσουμε τα σπίτια μας και τα εξοχικά μας, τι πιστεύαμε; Ότι Μέγας Χορηγός  στα ευρώ που εισπράτταμε extra large  ήταν ο Στρατός Σωτηρίας;

Ναι, ξέρω, όντως μερικοί πραγματικά λαδώνονταν ακόμα και αν το λάδι μας ήταν εισαγωγής από την Ιταλία γιατί δεν υπήρχαν χέρια να μαζέψουν τον καρπό, αφού όλοι τρέχαμε στα ξερονήσια τα καλοκαίρια παλεύοντας με αστακομακαρονάδες. Και βλέπαμε τα προσπέκτ του ενδεχόμενου νέου μας 4Χ4, που είναι ικανό να ανέβει ‘χλιμιντρίζοντας’ κάθετα στον τοίχο. Από την απελπισία όταν καταλαβαίνει ότι το αφεντικό δεν ξέρει ότι το ρημάδι το Καγιέν είναι πρωτεύουσα μιας επαρχίας της Γαλλίας στη Λατινική Αμερική, που συντηρείται πανέξυπνα από το Παρίσι με ΕΕ κονδύλια για να στέλνει τους Arianne  και τους δορυφόρους 500 χλμ πάνω από το κεφάλι μας, έτσι ώστε να suportar-ει το νέο 4G που αποκτήσαμε.

«Κι αυτό γιατί εμείς, αλλά και οι βουλευτές που εκλεγούν στις πιο πλούσιες περιοχές της Ευρώπης, την …Ήπειρο και την Εύβοια κοιμώνται όρθιοι στα espresso cafe των 5 ευρώ, βλέποντας τα  ίδια αυτά τα SUV των συναδέλφων τους να σκαρφαλώνουν απίστευτα με εκπληκτική άνεση στις κορυφές του όρους Λυκαβηττού. Χωρίς να έχεις ανάγκη να μισθώσεις τοπικούς Σέρπα της περιοχής.

Σάμπως πόσοι γνωρίζουν από την ίδια μας τη Φυλή που έχουν ένα Touareg  ότι αυτή η προτίμηση στο συγκεκριμένο μοντέλο  έκανε τους Γερμανούς να τρίβουν τα χέρια τους για ένα τσούρμο 500ευρα που εισπράττουν. Και, ναι, μερικούς πετσί και κόκαλο πραγματικούς επαναστάτες αντάρτες του Πολισάριο στην έρημο της Σαχάρας. Που τρέχουν να αποφύγουν τις ναπάλμ  και τα φάντομ  του Βασιλιά του Μαρόκου -έχοντας στα χέρια τα βράδια μεταφρασμένο τα ελληνικά στιχάκια του Ύμνου μας. Πιστεύοντας ότι τους στηρίζουμε στον αγώνα τους βαπτίζοντας τα αμάξια με τον ιερό Αγώνα τους!

Η ανάγνωση του Σολωμού, του Καβάφη, του Μακρυγιάννη και όλων των άλλων σπουδαίων μας δεν ωφελεί και πολύ όταν γίνεται με καλειδοσκόπιο, ρε παιδιά. Θα έπρεπε να γίνεται με μεγεθυντικό φακό, αφού τα γράμματά τους τα μικρύναμε αφάνταστα στις σύγχρονες εκδόσεις τους εμείς οι νεώτεροι.

Φυσικά όταν το λάδι της μηχανής λιγοστεύει. Τα γρανάζια τρώγονται μεταξύ τους. Η ίδια η απέραντη καταναλωτική αισιοδοξία που μας είχε κυριεύσει αγοράζοντας ανεξέλεγκτα, σήμερα δρα αντιστρόφως ανάλογα. Πιέζοντάς μας και κατευθύνοντάς μας  να τινάξουμε το τάβλι με τα πούλια μαζί και τα ζάρια στον αέρα και μετά στο πάτωμα. Με μια ελαφριά, αδέξια -τάχα μου- κίνησή μας, όταν γνωρίζουμε ότι δεν πάμε μακριά.

Όταν ο ξέφρενος καλπασμός μας εμπρός είχε αφήσει τα νώτα ανυπεράσπιστα και ο αντίπαλός μας έχει «πιάσει παραμάνα», τι μας απομένει παρά να κάνουμε ένα ελληνικής επινόησης κόλπο. Ο από μηχανής θεός, ρε συ, ….ελληνική επινόηση ή από μηχανής διαβολάκος που τραγουδούσε και ο αξέχαστος Παναγιώτης Μιχαλόπουλος.

Θα προσθέταμε εδώ ….το εξής lap-τoπικό εφεύρημα,  στο ερώτημα.

– Κάνουμε RESET. Πατάω reset. Στο ποδόσφαιρο συνήθως κλείνουν τους προβολείς…

-Εδώ όμως είναι τάβλι, ρε μέγιστε! Με δουλεύεις; Πετάς πετσέτα ;

– “ΟΧΙ, ΟΧΙ, ΟΧΙ! Κανένα πρόβλημα.  Ουπς πάνε… πέσανε στο πάτωμα ….Συγνωμη μωρέ τσσσ  τσσσσ τσσς. Ρε συ τι κάνουμε τώρα; Ρε συ …να ξαναρχίσουμε την παρτίδα από την αρχή…. Δεν θυμάμαι πού ήταν τα πούλια μας ξέρεις…”

Αισθανόμαστε ασφυξία από το πολύ ‘άνισο’ πρεσάρισμα. Λες και η ζωή μας μετετράπη σε ένα εφιαλτικό καρτούν που τρέχουμε να σωθούμε. Όπως – ΝΑΙ- στο Πλακωτό. Ο ένας πάνω στον άλλο. Λες και είμαστε ανάμεσα από πλάκες σε ελαιοτριβείο που δεν έχουν καρπό να  πατήσουν, ενώ οι Πόρτες κλείνουν και εμείς μάλλον θα είμαστε απ’ έξω…. οπότε ένα τίμιο Φεύγα είναι ό,τι  μας απομένει -τινάζοντας το τάβλι ταυτόχρονα και την μπάνκα στον αέρα.

Κάπως έτσι ανάλογα ίσως κάναμε στα μαθητικά τραπεζώματα στις πρώτες εκδρομές -που δεν είχαμε κοντρόλ της τσέπης- των λίγων χρημάτων που μας είχαν δώσει να διαχειριστούμε υπεύθυνα οι γονείς μας από το στέρημά τους για την 5ήμερη.

Τι κάναμε δηλαδή;

Παραγγέλναμε ό,τι υπήρχε στο μαγαζί από πιάτα. Πρώτα Δευτέρα, τρίτα, τέταρτα και πέμπτα, αφού οι ταχύτητες στο σασμάν μας ήταν εύκολες και…. Όταν ερχόταν ο λογαριασμός, εμείς πετάγαμε 10 δραχμές στο τραπέζι και φεύγαμε. Με πλάγια πηδηματάκια όταν το μερίδιό μας σύμφωνα με τον άμπακο που φάγαμε ήταν δέκα φορές παρά πάνω και πάντα –πάντα!- ελαφρώς ζαλισμένοι.

“-Πάω να ξαπλώσω στην παραλία δεν αισθάνομαι καλά ….παιδιά. Εγώ; Πλήρωσα. Άφησα τα λεφτά στο τραπέζι μαζί με τα υπόλοιπα”.

GAME OVER.

Next ?