Πώς το Κινάλ-ΠΑΣΟΚ από ρυθμιστής γίνεται πρόβλημα: όταν κάνεις πολλές τρίπλες, χάνεις τη μπάλα

Του Νίκου Λακόπουλου

Mε την ψαλίδα ανάμεσα στη ΝΔ και τον ΣΥΡΙΖΑ – Προοδευτική Συμμαχία να κλείνει όλο και περισσότερο ο Κυριάκος Μητσοτάκης βρίσκεται σε ένα δίλημμα: να εξαντλήσει την τετραετία με ορατό πλέον τον κίνδυνο να είναι δεύτερο κόμμα ή να καταφύγει σε εκλογές όσο πιο γρήγορα γίνεται για να περισώσει ό,τι μπορεί.

Ήδη έχει αποδεχθεί ότι ο λαός θα αποφασίσει αν θα κυβερνηθεί από ένα ή δύο κόμματα, αλλά η δήλωση του Νίκου Ανδρουλάκη πως “εμείς δίνουμε την ευκαιρία δια της ψήφου στην παράταξη μας να μην έχετε πρωθυπουργό ούτε τον έναν, ούτε τον άλλο» περιπλέκει τα πράγματα.

Η πολιτική πλατφόρμα του Κινάλ-ΠΑΣΟΚ -ένα κόμμα που δεν ξέρει ακόμα ούτε το όνομά του- εισάγει στην πολιτική νέα ήθη: θα ψηφίσουμε για πολιτικά κόμματα, αλλά πρωθυπουργός θα γίνει κάποιος που δεν θα κατέβει στις εκλογές.

Η ουσία όμως της δήλωσης του Ανδρουλάκη είναι πως δεν πρόκειται να συναινέσει σε μια προοδευτική κυβέρνηση υπό τον Αλέξη Τσίπρα, όσο και σε μια κυβέρνηση Κινάλ -ΝΔ υπό τον Μητσοτάκη.

Και η πιο σοβαρή διαπίστωση είναι πως αν πρόκειται να υπάρξει κυβέρνηση συνεργασίας θα συζητηθούν οι όροι μετά τις εκλογές -δηλαδή η χώρα δεν θα έχει κυβέρνηση για πολλούς μήνες.

Η σκέψη πως «στις πρώτες εκλογές η παράταξή μας θα πάρει ένα πολύ μεγάλο ποσοστό και θα είναι κυβερνητική δύναμη με σοσιαλδημοκρατικό πρόγραμμα» όμως δεν πατάει πουθενά. Αντίθετα υπήρξαν κι άλλα κόμματα που εμφάνιζαν δημοσκοπικά ποσοστά ως και 15% και τα πήρε το ποτάμι στις κάλπες.

Μια περίεργη “λύση”

Η λύση άλλου πρωθυπουργού από αυτόν που θα πάρει την πρώτη ή την δεύτερη εντολ΄ή -ενός αγνώστου ακόμη που γνωρίζει ο Ανδρουλάκης- επιτείνει το αδιέξοδο και κάνει πιθανό το ενδεχόμενο να μην δώσουν οι ψηφοφόροι καν την δυνατότητα στο Κινάλ-ΠΑΣΟΚ να είναι ο ρυθμιστής των εκλογών -ιδιαίτερα αν οι πρώτες εκλογές αποβούν άκαρπες.

Η σκέψη ότι ένα κόμμα που θα πάρει 30-35%% θα πρέπει να αποδεχθεί πρωθυπουργό και πρόγραμμα από ένα πολύ μικρότερο -υπό την μορφή μάλιστα εκβιασμού- είναι παράδοξη και υπερφίαλη -ιδιαίτερα αν διατυπώνεται πριν καν το κόμμα μετρήσει τη δύναμή του στις εκλογές.

Η φράση «φιλοδοξώ να βάλω τους όρους ώστε η πατρίδα μας να αλλάξει κατεύθυνση» δείχνει μια μεγαλομανία που δεν σέβεται και πολύ την λαϊκή ετυμηγορία: ο Ανδρουλάκης έχει κατά νου κάποιον άλλο έτοιμο πρωθυπουργό που δεν γνωρίζουμε ή προορίζει γι’ αυτή τη θέση τον εαυτό του.

Αν όχι την πρώτη Κυριακή -που ο Ανδρουλάκης καίει, τότε την δεύτερη οι ψηφοφόροι θα ψηφίσουν για κυβέρνηση υπέρ ή εναντίον του Μητσοτάκη και του Τσίπρα. Και αυτό που κρίνεται στις εκλογές μαζί με την κυβέρνηση είναι το μέλλον του Κινάλ-ΠΑΣΟΚ- Δημοκρατική Παράταξη ή όπως αλλιώς θα λέγεται.

Το μέλλον του Κινάλ- ΠΑΣΟΚ

Αν τα δύο μεγαλύτερα κόμματα δεν αποδεχθούν τον εκβιασμό η απάντηση στον γρίφο που διαμορφώνεται γύρω από τις επόμενες, τις μεθεπόμενες και ίσως και τις…τρίτες εκλογές, δεν περιέχει το κόμμα του Ανδρουλάκη.

Η ζωή θα απαντήσει με μια κυβερνητική λύση που θα προέλθει από έναν νέο δικομματισμό με βασικό θέμα τον σχηματισμό κυβέρνησης. Το Κινάλ – ΠΑΣΟΚ δεν θα έχει κανένα λόγο ύπαρξης κι ίσως ένα πολύ μικρό κόμμα να θυμίζει πως υπήρξε κάποτε αυτό το κίνημα που έγινε κόμμα.

Το ΠΑΣΟΚ έχανε από τα αριστερά, αλλά στράφηκε προς τα δεξιά συγκυβερνώντας με τον μεγάλο πολιτικό του αντίπαλο, τον λόγο ύπαρξής του.

Το νέο ΠΑΣΟΚ θα πρέπει να ψάξει πολύ για να θυμηθεί τι κόμμα ήταν και πότε και η σοσιαλδημοκρατία στην οποία ορκίζεται ο Ανδρουλάκης είναι μια δεξιά σοσιαλδημοκρατία που θεωρεί τον ΣΥΡΙΖΑ θανάσιμο εχθρό.

Αν όμως το κόμμα του Ανδρουλάκη είχε μια ελπίδα για το μέλλον αυτή θα ήταν μια αριστερή αναγέννηση. Οι πολλές τρίπλες οδηγούν το κόμμα στο να χάσει τη μπάλα και να έχει την τύχη της Ένωσης Κέντρου ή του Ποταμιού.

Λίγο αριστερά, πολύ δεξιά και πάντα στο κενό του “Κέντρου” -με λίγη οικολογία και πολύ -δεξιά- σοσιαλδημοκρατία- είναι η συνταγή προς την εξαφάνιση.

Η δημοσκοπική άνοδος εμφανίστηκε ενώ δεν είχε καν αρχηγό και όταν απέχτησε ένα νέο και άγνωστο ουσιαστικά “νέογερο” κατά έναν απο τους συνοψηφίους του που αντί για ανανέωση έβλεπαν “μούχλα”.

Η στρατηγική της σοσιαλδημοκρατίας δεν οδηγεί σε κυβερνητική λύση και η κάθε εμφάνιση του νέου αρχηγού κοστίζει και κάτι. Ακόμα και αν στις πρώτες εκλογές πάρει ένα διψήφιο νούμερο, τι θα συμβεί όταν η πόλωση για εκλογή κυβέρνησης και όχι εκλεκτόρων πρωθυπουργού πάρει κυβέρνηση Μητσοτάκη ή κυβέρνηση Τσίπρα;

O Nίκος Ανδρουλάκης αντί να δηλώσει “παρών” σ’ αυτή την αναμέτρηση με σαφή τοποθέτηση πετάει την μπάλα στην εξέδρα και από ρυθμιστής -πρωταγωνιστής λέει ο ίδιος- του πολιτικού συστήματος γίνεται μέρος του προβλήματος και μπορεί τελικά να είναι αυτός ο χαμένος των εκλογών.

Ίσως γιατί δεν κατάλαβε πως οι 370.000 που πήγαν να ψηφίσουν στις εσωκομματικές εκλογές -ο καθένας για διαφορετικούς λόγους- δεν σημαίνει πως θα ψηφίσουν το κόμμα και στις εκλογές.

Ιδιαίτερα αν υποψιασθούν πως θα ψηφίσουν ΠΑΣΟΚ και θα τους προκύψει για πρωθυπουργός κάποιος που δεν γνωρίζουν από το πολιτικό παρασκήνιο.

Μοιάζει με μια παγίδα στην οποία ο Νίκος Ανδρουλάκης προσπαθεί να οδηγήσει τους άλλους και κινδυνεύει να πέσει ο ίδιος μέσα. Σαν κι αυτό τον παίχτη που παίρνει στον αγώνα την μπάλα κι αντί να δώσει πάσα αρχίζει να κάνει τρίπλες. Ώσπου χάνει την μπάλα.