Του Σωκράτη Αργύρη
Στις 3 Φεβρουαρίου 2012, εν μέσω μνημονίων, συνήλθε το διεθνές Δικαστήριο της Χάγης με την εξής σύνθεση: Πρόεδρος: Χισάσι Οβάντα (Ιαπωνία), Αντιπρόεδρος: Πίτερ Τόμκα( Σλοβακία),
Δικαστές: Αμπντούλ Koroma ( Σιέρα Λεόνε), Μπρούνο Simma (Γερμανία), Ρόννυ Abraham (Γαλλία), ο σερ Κένεθ Keith (Νέα Ζηλανδία), Βερνάρδος Sepúlveda-Amor (Μεξικό), Μοχάμεντ Bennouna (Μαρόκο) , Λέονιντ Skotnikov (Ρωσία), Αντόνιο Cançado Trindade(Βραζιλία), Αμπντουλκαουί Γιουσούφ(Σομαλία), Κρίστοφερ Greenwood (ΗΒ), Xue Hanqin(Λαϊκή Δημοκρατία Κίνας) και η Τζόαν Donoghue (ΗΠΑ). Δικαστής ad hoc Τζόρτζιο Gaja (Ιταλία) έκδοσε την απόφαση επί της προσφυγής που άσκησε η Γερμανία κατά της Ιταλίας για παραβίαση του διεθνούς δικαίου λόγω της εκδίκασης από τα ιταλικά δικαστήρια υποθέσεων που αφορούν αποζημιώσεις για αδικοπραξίες του Τρίτου Ράιχ.
Στην εν λόγω δίκη παρενέβη η χώρα μας στις 13.01.2011 ως μη διάδικο μέρος βάσει του Άρθρου 62 του Καταστατικού του ΔΔΧ, με σκοπό να ενισχύσει τις ιταλικές θέσεις ενώπιον του Δικαστηρίου.
Το Δικαστήριο με την Απόφασή του – η οποία είναι τελική- έκρινε:
1) με 12 ψήφους έναντι τριών ότι η Ιταλική Δημοκρατία παραβίασε την υποχρέωσή της για σεβασμό της ετεροδικίας που απολαμβάνει η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας, κατά το διεθνές δίκαιο, διότι δέχθηκε αστικές αξιώσεις που βασίζονται σε παραβιάσεις του διεθνούς ανθρωπιστικού δικαίου τις οποίες διέπραξε το Γερμανικό Ράιχ μεταξύ των ετών 1943 και 1945,
2) με 14 ψήφους έναντι μιας ότι η Ιταλική Δημοκρατία έχει παραβίαση την υποχρέωση σεβασμού της ετεροδικίας που απολαμβάνει η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας κατά το διεθνές δίκαιο, επειδή έλαβε εκτελεστικά μέτρα στο ακίνητο της Villa Vigoni,
3) με 14 ψήφους έναντι μιας ότι η Ιταλική Δημοκρατία παραβίασε την υποχρέωση σεβασμού της ετεροδικίας που απολαμβάνει η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας, κηρύσσοντας εκτελεστές στην Ιταλία τις αποφάσεις των Ελληνικών δικαστηρίων που βασίζονται σε παραβιάσεις του διεθνούς ανθρωπιστικού δικαίου που διαπράχθηκαν στην Ελλάδα από το Γερμανικό Ράιχ,
4) με 14 ψήφους έναντι μιας ότι η Ιταλική Δημοκρατία πρέπει να διασφαλίσει ότι οι αποφάσεις των δικαστηρίων της και άλλων δικαστικών αρχών που παραβίασαν την ετεροδικία που απολαμβάνει η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας παύουν να ισχύουν, θεσπίζοντας κατάλληλα νομοθετικά ή άλλα μέτρα της δικής της επιλογής (της Ιταλίας).
(5) απορρίπτει, ομόφωνα, όλες τις άλλες προτάσεις της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας
1. Αντικείμενο της διαφοράς και δικαιοδοσια του Δικαστηρίου.
Το Δικαστήριο υπενθυμίζει ότι στις 23 Δεκεμβρίου 2008 η Γερμανία κίνησε διαδικασίες με προσφυγή εναντίον της Ιταλίας. Στην προσφυγή της, η Γερμανία ζητά από το Δικαστήριο να κρίνει ότι η Ιταλία παραβίασε την υποχρέωση σεβασμού της δικαιοδοτικής ασυλίας την οποία απολαμβάνει κατά το διεθνές δίκαιο, λόγω του ότι η Ιταλία δέχθηκε αστικές αξιώσεις ενώπιον των Ιταλικών δικαστηρίων με αίτημα την αποκατάσταση ζημιών που προκλήθηκαν από παραβιάσεις του διεθνούς ανθρωπιστικού δικαίου που διαπράχθηκαν από το Γερμανικό Ράιχ κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου πολέμου. Η Ιταλία επίσης παραβίασε την ετεροδικία της Γερμανίας λαμβάνοντας μέτρα εκτέλεσης εναντίον της Villa Vigoni, ακίνητο γερμανικής ιδιοκτησίας στην Ιταλική επικράτεια. Και ότι έχει περαιτέρω παραβιάσει την Γερμανική ετεροδικία κηρύσσοντας εκτελεστές στην Ιταλία αποφάσεις των Ελληνικών αστικών δικαστηρίων που καταδίκασαν την Γερμανία επί τη βάσει όμοιων πράξεων με αυτές που καταγγέλθηκαν στα Ιταλικά δικαστήρια.
Το Δικαστήριο υπενθυμίζει ότι η Προσφυγή της Γερμανίας βασίζεται στο Άρθρο 1 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την Ειρηνική Επίλυση των Διαφορών και ότι η Ιταλία δεν έχει ασκήσει ένσταση για την δικαιοδοσία του Δικαστηρίου ή το παραδεκτό της προσφυγής. Το Δικαστήριο κρίνει ότι ο όρος του Άρθρου 27 της εν λόγω Σύμβασης που θέτει έναν χρονικό περιορισμό, δηλαδή ότι η Σύμβαση δεν εφαρμόζεται σε διαφορές που σχετίζονται με γεγονότα ή καταστάσεις πριν την θέση σε ισχύ της Σύμβασης μεταξύ των διαδίκων” δεν εφαρμόζεται όσον αφορά τις απαιτήσεις της Γερμανίας. Κατ’ αποτέλεσμα τα “γεγονότα ή καταστάσεις” που αφορούν την παρούσα διαφορά βασίζονται στις Ιταλικές δικαστικές αποφάσεις που αρνήθηκαν την ετεροδικία της Γερμανίας και με μέτρα εκτέλεσης που εφαρμόστηκαν σε ιδιοκτησία της Γερμανίας. Το Δικαστήριο σημειώνει ότι αυτές οι αποφάσεις και τα μέτρα ελήφθησαν μεταξύ του 2004 και του 2011, δηλαδή μετά τη θέση σε ισχύ της Ευρωπαϊκής Σύμβασης. Το Δικαστήριο συνακόλουθα έχει δικαιοδοσία να δικάσει την διαφορά.
Το Δικαστήριο κρίνει ότι ενώ δεν καλείται να δικάσει το εάν η Γερμανία έχει καθήκον αποκατάστασης έναντι των θυμάτων της Ιταλίας για τα εγκλήματα που διαπράχθηκαν από το Γερμανικό Ράιχ, πρέπει πάντως να αποφασίσει εάν η παραβίαση υποχρέωσης κράτους να εκπληρώσει πλήρως την υποχρέωση αποκατάστασης έχει έννομες συνέπειες ως προς την ύπαρξη και το πεδίο της ετεροδικίας του κράτους σε αλλοδαπά δικαστήρια.
2. Οι φερόμενες παραβιάσεις της Γερμανικής δικαιοδοτικής ασυλίας στις διαδικασίες που κίνησαν Ιταλοί αιτούντες.
Το Δικαστήριο παρατηρεί ότι οι διαδικασίες στα Ιταλικά δικαστήρια αφορούν πράξεις που τέλεσαν οι γερμανικές ένοπλες δυνάμεις και τα όργανα του Γερμανικού Ράιχ. Το Δικαστήριο κρίνει ότι το ζήτημα που καλείται να εκδικάσει δεν είναι το εάν αυτές οι πράξεις ήταν παράνομες – ένα θέμα που δεν αμφισβητείται- αλλά εάν, τα Δικαστήρια είχαν υποχρέωση να σεβαστούν την γερμανική ετεροδικία στις αγωγές αποζημίωσης που ασκήθηκαν ενώπιόν τους.
Το Δικαστήριο σημειώνει ότι, μεταξύ των Διαδίκων, τυχόν δικαίωμα ετεροδικίας απορρέει μόνον από το διεθνές εθιμικό δίκαιο. Το Δικαστήριο κρίνει ότι πρέπει να εξετάσει και να εφαρμόσει το δίκαιο περί της κρατικής ετεροδικίας που ίσχυε κατά το χρόνο που τα Ιταλικά δικαστήρια απέρριψαν την ετεροδικία και άσκησαν την δικαιοδοσία τους και όχι το δίκαιο που ίσχυε μεταξύ των ετών 1943-1945.
Α. Το πρώτο επιχείρημα της Ιταλίας: η αρχή της εδαφικής αρμοδιότητας επί αδικοπραξιών
Το Δικαστήριο παρατηρεί ότι η καρδιά του πρώτου ιταλικού επιχειρήματος είναι ότι το διεθνές εθιμικό δίκαιο έχει αναπτυχθεί έως του σημείου κατά το οποίο ένα Κράτος δεν έχει δικαίωμα ετεροδικίας όσον αφορά πράξεις που προκάλεσαν θάνατο, προσωπικές βλάβες ή ζημιές στην περιουσία επί του εδάφους του κράτους της δωσιδικίας, ακόμη κι αν οι εν λόγω πράξεις τελέστηκαν βάσει του εξουσιαστικού δικαίου (jure imperii). Πρόκειται για την “εξαίρεση της αδικοπραξίας” στην κρατική ετεροδικία. Μετά από μια εις βάθος ανάλυση της σχετικής εθνικής και διεθνούς πρακτικής, το Δικαστήριο κρίνει ότι το διεθνές εθιμικό δίκαιο συνεχίζει να επιβάλλει το σεβασμό της κρατικής ετεροδικίας σε διαδικασίες που αφορούν αδικοπραξίες που φέρονται ότι τελέστηκαν στο έδαφος άλλου κράτους από τις ένοπλες δυνάμεις και άλλα όργανά του στο πλαίσιο της διεξαγωγής μιας ένοπλης σύγκρουσης. Το Δικαστήριο συνακόλουθα συμπεραίνει ότι η απόφαση των ιταλικών δικαστηρίων να αρνηθούν την ετεροδικία της Γερμανίας δεν δικαιολογείται επί τη βάση της αρχής της εδαφικής αδικοπραξίας.
Β. Το δεύτερο επιχείρημα της Ιταλίας: το θέμα και οι περιστάσεις των αξιώσεων ενώπιον των Ιταλικών δικαστηρίων.
Το Δικαστήριο σημειώνει ότι το δεύτερο επιχείρημα της Ιταλίας ήταν ότι η άρνηση ετεροδικίας ήταν δικαιολογημένη λόγω της ιδιαίτερης φύσης των πράξεων που αποτελούσαν το θέμα των αξιώσεων ενώπιον των Ιταλικών δικαστηρίων και οι περιστάσεις υπό τις οποίες εγέρθησαν αυτές οι αξιώσεις.
Το Δικαστήριο σημειώνει ότι το πρώτο σκέλος αυτού του επιχειρήματος βασίζεται στην πρόταση ότι το διεθνές δίκαιο δεν αναγνωρίζει ετεροδικία σε ένα κράτος ή τουλάχιστον περιορίζει το δικαίωμα αυτό όταν ένα κράτος έχει τελέσει σοβαρές παραβάσεις του δικαίου των ένοπλων συρράξεων. Καθώς οι πράξεις των γερμανικών ενόπλων δυνάμεων και άλλων οργάνων του Γερμανικού Ράιχ που αποτέλεσαν τη βάση για τις αξιώσεις ενώπιον των Ιταλικών δικαστηρίων ήταν σοβαρές παραβάσεις του δικαίου των ενόπλων συρράξεων, η Γερμανία έπρεπε να στερηθεί του δικαιώματος ετεροδικίας. Μετά την εξέταση της σχετικής κρατικής και διεθνούς πρακτικής, το Δικαστήριο έκρινε ότι, σύμφωνα με το διεθνές εθιμικό δίκαιο, όπως έχει διαμορφωθεί ως σήμερα, το Κράτος δεν στερείται της ετεροδικίας του λόγω του ότι κατηγορείται για σοβαρές παραβιάσεις του διεθνούς ανθρωπιστικού δικαίου ή του διεθνούς δικαίου των ενόπλων συρράξεων.
Έπειτα, το Δικαστήριο ασχολείται με το δεύτερο σκέλος του Ιταλικού επιχειρήματος, δηλαδή ότι οι κανόνες που παραβίασε η Γερμανία κατά την περίοδο 1943 – 1945 είναι κανόνες αναγκαστικού δικαίου (jus cogens). Το Δικαστήριο παρατηρεί ότι αυτό το σκέλος του επιχειρήματος βασίζεται στην παραδοχή ότι υπάρχει σύγκρουση μεταξύ του αναγκαστικού δικαίου περί ενόπλων συρράξεων και του δικαιώματος ετεροδικίας της Γερμανίας. Σημειώνει ότι το επιχείρημα της Ιταλίας ότι το αναγκαστικό δίκαιο υπερέχει έναντι κάθε αντίθετου κανόνα διεθνούς δικαίου και ότι, κατ΄αποτέλεσμα, καθώς ο κανόνας που αναγνωρίζει στο Κράτος την ετεροδικία ενώπιον δικαστηρίου άλλου Κράτους δεν είναι αναγκαστικού δικαίου, εκτοπίζεται ο κανόνας περί ετεροδικίας. Το Δικαστήριο κρίνει ότι ακόμη κι αν γίνει αποδεκτό ότι οι κανόνες του δικαίου των ένοπλων συρράξεων που απαγορεύουν το φόνο, την εκτόπιση και την καταναγκαστική εργασία είναι αναγκαστικού δικαίου, δεν υπάρχει σύγκρουση μεταξύ αυτών και των κανόνων της κρατικής ετεροδικίας. Κρίνει ότι τα δύο κανονιστικά σύνολα ρυθμίζουν διαφορετικό θέμα: οι κανόνες της κρατικής ετεροδικίας αφορούν το εάν τα δικαστήρια ενός Κράτους μπορούν ή όχι να ασκήσουν δικαιοδοσία όσον αφορά υπόθεση άλλου κράτους. Δεν απαντούν στο ερώτημα εάν μια συμπεριφορά είναι νόμιμη ή παράνομη. Το Δικαστήριο περαιτέρω σημειώνει ότι το επιχείρημα που βασίζεται στην υπεροχή του jus cogens επί του δικαίου της κρατικής ετεροδικίας έχει απορριφθεί από εθνικά δικαστήρια και ότι δεν υπάρχει εθνική νομοθεσία που περιορίζει την ετεροδικία σε υποθέσεις που αφορούν παραβιάσεις του jus cogens. Το Δικαστήριο συμπεραίνει ότι ακόμη κι αν οι διαδικασίες στα Ιταλικά δικαστήρια αφορούσαν παραβιάσεις του jus cogens, η εφαρμογή του εθιμικού διεθνούς δικαίου δεν επηρεάζεται.
Το Δικαστήριο παρατηρεί ότι το τρίτο και τελευταίο σκέλος του ιταλικού επιχειρήματος είναι ότι τα Ιταλικά δικαστήρια δικαίως αρνήθηκαν την ετεροδικία της Γερμανίας, καθώς όλες οι άλλες προσπάθειες για εξασφάλιση αποζημίωσης από διάφορες ομάδες θυμάτων είχαν αποτύχει.
Το Δικαστήριο δεν βρίσκει κάποια βάση στη σχετική εθνική και διεθνή πρακτική ότι το διεθνές δίκαιο που αναγνωρίζει την κρατική ετεροδικία εξαρτάται από την ύπαρξη αποτελεσματικής εναλλακτικής για την διασφάλιση των αποκαταστάσεων. Το Δικαστήριο απορρίπτει γι’ αυτό τα επιχειρήματα της Ιταλίας.
Το Δικαστήριο παρατηρεί ότι στο πλαίσιο των προφορικών διαδικασιών, ο δικηγόρος της Ιταλίας επέμεινε ότι τα τρία σκέλη του δεύτερου ιταλικού επιχειρήματος πρέπει να εξεταστούν μαζί. Με άλλες λέξεις, η σοβαρότητα των παραβιάσεων, το θέμα των κανόνων που παραβιάστηκαν και η έλλειψη εναλλακτικών μέσων αποκατάστασης ήταν οι λόγοι για τους οποίους τα Ιταλικά δικαστήρια δικαίως απέρριψαν την ετεροδικία της Γερμανίας. Το Δικαστήριο δεν έχει πειστεί ότι τα τρία σκέλη του επιχειρήματος έπρεπε να εξεταστούν μαζί.
Γ. Συμπεράσματα
Το Δικαστήριο κρίνει ότι η άρνηση των Ιταλικών δικαστηρίων να αναγνωρίσουν την ετεροδικία της Γερμανίας, η οποία βασίζεται στο διεθνές εθιμικό δίκαιο συνιστά παράβαση των υποχρεώσεων του Ιταλικού κράτους έναντι της Γερμανίας.
3. Τα εκτελεστικά μέτρα εναντίον της ιδιοκτησίας που ανήκει στη Γερμανία επί Ιταλικού εδάφους
Το Δικαστήριο ασχολήθηκε με το ζήτημα του εάν τα νομικά μέτρα που ελήφθησαν όσον αφορά την Villa Vigoni, κατόπιν ιταλικών δικαστικών αποφάσεων εκτέλεσης στην Ιταλία των Ελληνικών δικαστικών αποφάσεων που επιβάλλουν στην Γερμανία την καταβολή αποζημιώσεων αποτελούν παραβίαση της ετεροδικίας της Γερμανίας. Το Δικαστήριο κρίνει ότι πρέπει να συντρέχει τουλάχιστον ένας όρος προκειμένου να ασκηθεί μέτρο εκτέλεσης εναντίον περιουσίας που ανήκει σε αλλοδαπό κράτος: η εν λόγω περιουσία πρέπει να είναι προορισμένη για δραστηριότητα που δεν αφορά κυβερνητικούς, μη εμπορικούς, σκοπούς ή ότι το Κράτος – ιδιοκτήτης να έχει εκφράσει ρητώς την συγκατάθεσή του για την λήψη των μέτρων ή το Κράτος έχει υποδείξει την εν λόγω ιδιοκτησία για ικανοποίηση δικαστικής αξίωσης. Όμως, το Δικαστήριο κρίνει ότι η Villa Vigoni χρησιμοποιείται για κυβερνητικούς σκοπούς, εξ ολοκλήρου μη εμπορικούς. Επίσης η Γερμανία δεν έχει εκφράσει ρητώς την συγκατάθεσή της για τη λήψη σχετικών μέτρων, ούτε υπέδειξε το ακίνητο για τις αξιώσεις εναντίον της. Υπ’ αυτές τις περιστάσεις, το Δικαστήριο κρίνει ότι η εγγραφή νομικού βάρους συνιστά παραβίαση της Γερμανικής ετεροδικίας.
4. Οι αποφάσεις των Ιταλικών δικαστηρίων που κηρύσσουν εκτελεστές στην Ιταλία τις αποφάσεις των Ελληνικών δικαστηρίων που επιδικάζουν αποζημιώσεις κατά της Γερμανίας
Το Δικαστήριο σημειώνει ότι, στην τρίτη πρότασή της, η Γερμανία διαμαρτύρεται για παραβίαση της δικαιοδοτικής ασυλίας της, λόγω των αποφάσεων των Ιταλικών δικαστηρίων οπου κήρυξαν εκτελεστές στην Ιταλία τις αστιkές αποφάσεις που εκδόθηκαν από Ελληνικά δικαστήρια εναντίον της Γερμανίας σε διαδικασίες που αφορούσαν τη σφαγή στο Δίστομο που τελέστηκε από ένοπλες δυνάμεις του Γερμανικού Ράιχ το 1944.
Το Δικαστήριο κρίνει ότι το σχετικό ζήτημα είναι εάν τα Ιταλικά δικαστήρια σεβάστηκαν την γερμανική ετεροδικία επιτρέποντας την εκτέλεση και όχι εάν τα Ελληνικά δικαστήρια είχαν σεβαστεί την ετεροδικία. Το Δικαστήριο παρατηρεί ότι ένα δικαστήριο που εξετάζει αίτηση εκτέλεσης αλλοδαπής δικαστικής απόφασης εναντίον τρίτου κράτους πρέπει να αναζητήσει εάν, στην περίπτωση που το ίδιο έκρινε την ουσία μιας όμοιας διαφοράς, θα ήταν υποχρεωμένο ή όχι να σεβαστεί την ετεροδικία του τρίτου κράτους. Καταλήγει ότι οι αποφάσεις των Ιταλικών δικαστηρίων που κήρυξαν εκτελεστές στην Ιταλία τις αστικές αποφάσεις που εξέδωσαν τα Ελληνικά δικαστήρια εναντίον της Γερμανίας για τη σφαγή στο Δίστομο συνιστούσαν παραβίαση της υποχρέωσης της Ιταλίας για σεβασμό της δικαιοδοτικής ασυλίας της Γερμανίας.
Επειδή στην Ελλάδα πολλοί πιστεύουν ότι οι εταίροι και σύμμαχοι μας είναι με το μέρος μας, αφού έχουν περάσει και τον Διαφωτισμό, ας δούμε για την ιστορία ποιοι ήταν οι δικαστές που είχαν χωριστή άποψη.
Λοιπόν οι Koroma, Keith και Bennouna συνάπτουν την χωριστή άποψή τους επί της Αποφάσεως του Δικαστηρίου.
Οι δικαστές Cançado Trindade και Yusuf συνάπτουν την μειοψηφούσα άποψή τους επί της Αποφάσεως του Δικαστηρίου.
Ο ad hoc δικαστής Gaja συνάπτει την μειοψηφούσα άποψή του επί της Αποφάσεως του Δικαστηρίου.
Οι Γερμανοί όμως δεν αρκέστηκαν σ’ αυτήν την απόφαση. Έτσι διαβάσαμε όπως μετέδωσε το Reuters ότι με αίτηση της Γερμανίας στο Διεθνές Δικαστήριο τηςΧάγης, που δημοσιεύτηκε στον ιστότοπο του δικαστηρίου αργά την Παρασκευή 29 Απριλίου 2022 αναφέρει ότι η Ιταλία συνεχίζει να επιτρέπει την υποβολή αξιώσεων αποζημίωσης στα εγχώρια δικαστήρια παρά την απόφαση του Διεθνούς Δικαστηρίου το 2012 ότι αυτό παραβιάζει το δικαίωμα του Βερολίνου στην ασυλία, βάσει του διεθνούς δικαίου.
Η γερμανική πλευρά υποστηρίζει ότι από την απόφαση του 2012, έχουν κατατεθεί περισσότερες από 25 νέες αξιώσεις αποζημίωσης στην Ιταλία κατά του γερμανικού κράτους για ζημιές που προέκυψαν από εγκλήματα των Ναζί κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Σε πολλές από αυτές τις περιπτώσεις, τα δικαστήρια διέταξαν τη Γερμανία να καταβάλει αποζημίωση. Για να ικανοποιηθούν οι αξιώσεις σε δύο τέτοιες περιπτώσεις, τα ιταλικά δικαστήρια προσπάθησαν να δεσμεύσουν ακίνητα στη Ρώμη που ανήκουν στο γερμανικό κράτος.
Νομίζουμε ότι αν υπάρχει αξιοπρέπεια σε αυτή την χώρα, που τα μνημόνια της αφαίρεσαν ακόμα και την ασυλία της, ο Υπουργός Δικαιοσύνης να υπογράψει την άδεια που απαιτείται για να εκτελεστεί η απόφαση αύριο κιόλας του Αρείου Πάγου του 2000, που επικύρωσε την απόφαση που εκδόθηκε το 1997 από το ελληνικό πρωτοβάθμιο δικαστήριο, με την οποία το δικαστήριο απέρριψε τον ισχυρισμό της Γερμανίας περί δικαστικής ασυλίας και επιδίκασε αποζημιώσεις στους συγγενείς των θυμάτων του Διστόμου.