Του Χριστόφορου Σαρδελή *
Στην προηγούμενη ημερίδα του Economist, πριν λίγους μήνες, είχα κάνει την πρόβλεψη ότι η μεταρρύθμιση του Μαΐου 2016, παρά το γεγονός ότι ήταν τολμηρή σε κάποια σημεία, δεν απαντούσε στις βαθύτερες προκλήσεις του ασφαλιστικού. Αυτό είχε προκαλέσει δυσφορία. Να όμως που το ασφαλιστικό είναι πάλι στο τραπέζι της αξιολόγησης. Για να είμαι πιο ακριβής δεν είχε φύγει ποτέ. Και θα παραμείνει όσο οι νόμοι που ψηφίζονται δεν πείθουν για τη βιωσιμότητα του συστήματος.
Η ασφαλιστική αγορά έχει προτείνει ένα σύστημα τριών πυλώνων, με πρώτο το δημόσιο ασφαλιστικό σε διανεμητική βάση, δεύτερο τα επαγγελματικά ταμεία σε κεφαλαιοποιητική και τρίτο την ιδιωτική ασφάλιση σε προαιρετική βάση αλλά με κάποια φορολογικά κίνητρα. Οι τρεις αυτοί πυλώνες μαζί θα πρέπει να στοχεύουν σ’ ένα ποσοστό αναπλήρωσης εισοδήματος της τάξης του 80%, αλλά πρέπει να σχεδιαστούν μαζί, στη βάση της συμπληρωματικότητας.
Στον αντίποδα, η κυβέρνηση επιμένει σε ένα σύστημα ουσιαστικά ενός και μόνο πυλώνα, διανεμητικού χαρακτήρα, εγγυημένων παροχών και με μέσο ποσοστό αναπλήρωσης γύρω στο 80% με βασικό επιχείρημα ότι αυτό προτιμά το εκλογικό σώμα.
Το ερώτημα είναι αν υπάρχει ουσία σ’ αυτή την αντιπαράθεση ή εδράζεται μόνο σε ιδεολογικές διαφορές, όπως διατείνονται κάποιοι.
Επιτρέψτε μου να ξεκινήσω με κάποιες γνωστές αλήθειες. Σ’ ένα διανεμητικό σύστημα οι εισφορές πληρώνουν κυρίως τις τρέχουσες συντάξεις. Ως εκ τούτου, δεν συνιστούν αποταμίευση και δεν διαφέρουν από τους υπόλοιπους φόρους. Ένα τέτοιο σύστημα λειτουργεί όταν το ποσοστό των συνταξιούχων επί των εργαζόμενων είναι σχετικά μικρό, η ανεργία χαμηλή και οι οικονομικές συνθήκες ευνοούν ταχεία αύξηση των μισθών και, άρα, των εισφορών. Όμως, σε συνθήκες που η ανεργία καλπάζει, το πιο παραγωγικό τμήμα του εργατικού δυναμικού μεταναστεύει και οι μισθοί πετσοκόβονται, ένα τέτοιο σύστημα αυτοϋπονομεύεται.
Σύμφωνα με την τελευταία έκθεση του ΔΝΤ, το 2010, η συνολική δαπάνη για συντάξεις ήταν της τάξης του 15% επί του ΑΕΠ. Το 2016 είχε ξεπεράσει το 18%, παρά το γεγονός ότι η μέση σύνταξη είχε περικοπεί κατά 8%. Προφανώς, οι αλλεπάλληλες περικοπές δεν ήταν ικανές να αντισταθμίσουν την μείωση του ΑΕΠ και των εισοδημάτων κατά την ίδια περίοδο. Το σύστημα κινείται μέσα σ’ ένα φαύλο κύκλο.
Θα πάρω ως αφετηρία κάτι στο οποίο συμφωνούμε όλοι. Η χώρα χρειάζεται ανάπτυξη και αυτή προϋποθέτει ένα γενναίο επενδυτικό σοκ. Ορισμένοι μιλούν για € 100 δις κατά την επόμενη πενταετία. Οι επενδύσεις όμως χρειάζονται χρηματοδότηση, η οποία μπορεί να προέλθει από τρεις εναλλακτικές πηγές: Εσωτερική αποταμίευση, ξένες άμεσες επενδύσεις ή δανεισμό από τις διεθνείς κεφαλαιαγορές. Ας δούμε λοιπόν τα δεδομένα.
Μέχρι το 2008, η δαπάνη για επενδύσεις κυμαίνονταν μεταξύ 20% και 25%, κάτι παραπάνω από τον Ευρωπαϊκό μέσο όρο. Όπως όμως φαίνεται στο διάγραμμα 1, η χρηματοδότηση προερχόταν κατά το ήμισυ από εισροές κεφαλαίων για την κάλυψη του ελλείμματος τρεχουσών συναλλαγών. Η εθνική αποταμίευση ήταν πάντα ανεπαρκής. Όταν έκλεισε αυτή η στρόφιγγα, μετά το 2008, κατέρρευσαν οι επενδύσεις και ο σχηματισμός παγίου κεφαλαίου σήμερα δεν αρκεί ούτε καν για να καλύψει τις αποσβέσεις. Στην ουσία, μια ματιά στα στοιχεία των εθνικών λογαριασμών δείχνει ότι η χώρα περνά περίοδο αποεπένδυσης.
Επομένως, αν υποθέσουμε ότι η εξωτερική χρηματοδότηση θα συνεχίσει να λειτουργεί περιοριστικά για τις επενδύσεις, τα μελλοντικά εισοδήματα του οικονομικά ενεργού πληθυσμού θα πρέπει να στηριχθούν μόνο από ενισχυμένη εγχώρια αποταμίευση. Αλλιώς το διανεμητικό σύστημα του ενός πυλώνα δεν έχει προοπτική. Η πρώτη επομένως παρατήρηση είναι ότι αποφεύγουμε συστηματικά να πούμε πως θα στηριχθούν τα μελλοντικά εισοδήματα, ώστε να υπάρχουν περιθώρια μεταβιβάσεων στους οικονομικά μη ενεργούς χωρίς να προκληθούν κοινωνικές εντάσεις.
Η δυσοίωνη αυτή προοπτική ενισχύεται από άλλους δύο γνωστούς εξωγενείς παράγοντες. Ο πρώτος είναι η σταδιακή αύξηση του προσδόκιμου ζωής. Σύμφωνα με τις προβολές της Eurostat από σήμερα μέχρι το 2050, η προσδοκώμενη διάρκεια ζωής κάποιου που είναι 65 ετών θα αυξηθεί κατά 4 έτη, από 18 σε 22 χρόνια. Αυτό σημαίνει όχι μόνο παρατεταμένη δαπάνη αλλά, κυρίως, ότι η σύνθεση του εκλογικού σώματος αλλάζει αθόρυβα αλλά δραματικά υπέρ των οικονομικά εξαρτώμενων, κάτι που καθιστά ακόμη πιο ευάλωτο ένα σύστημα που στηρίζεται κυρίως σε πολιτικές δεσμεύσεις και εγγυήσεις. Αν σ’ αυτό προσθέσουμε και τις τεκτονικές μετατοπίσεις της δημογραφικής πυραμίδας (διάγραμμα 2), οι πολιτικές προκλήσεις πολλαπλασιάζονται.
Το 1990 ήταν προβλέψιμο ότι το 2015 ο λόγος εξαρτημένων προς ενεργούς θα ανέβαινε από το 20% στο 32%, αλλά αποφύγαμε να το αντιμετωπίσουμε. Σήμερα καλούμαστε να σχεδιάσουμε με δεδομένο ότι το 2050 θα είναι 64%, διπλάσιο από σήμερα. Πιστεύει κανείς ότι οι κρατικές εγγυήσεις της πρόσφατης μεταρρύθμισης έχουν περισσότερο αντίκρισμα απ’ ότι είχαν οι προηγούμενες;
Το χειρότερο όμως είναι ότι το δημογραφικό πρόβλημα δεν θα πλήξει όλες τις χώρες της ΕΕ ομοιόμορφα. Αυτό φαίνεται από το διάγραμμα 3. Πρόκειται για προαναγγελία μιας ασύμμετρης δημοσιονομικής αδυναμίας με επίκεντρο τον ευρωπαϊκό νότο και, μετά την πρόσφατη εμπειρία μας, γνωρίζουμε πλέον καλά πόσο επώδυνο είναι να είσαι αντιμέτωπος με μια ασύμμετρη δημοσιονομική κρίση στο πλαίσιο της Ευρωζώνης. Κατά τη γνώμη μου, αυτός είναι ο βασικός λόγος που το συνταξιοδοτικό παραμένει επίμονα στο τραπέζι της αξιολόγησης.
Έχω μάλλον υπερβεί τα χρονικά μου όρια. Επιτρέψτε μου να επαναλάβω επιγραμματικά τα βασικά σημεία. Το σύστημα απειλείται από εξωγενείς παράγοντες, όπως το προσδόκιμο ζωής και δημογραφικό, για τα οποία δεν μπορούμε να κάνουμε κάτι ουσιαστικό πέρα από το να τα λάβουμε σοβαρά υπόψη μας. Φοβάμαι πως ούτε αυτό το στοιχειώδες κάνουμε. Αυτό όμως που μπορούμε να κάνουμε είναι να προσέξουμε τις ενδογενείς παραμέτρους του συνταξιοδοτικού, βελτιώνοντας μεταξύ άλλων τις προοπτικές των εισοδημάτων και της απασχόλησης.
Με τις τράπεζες να παραπαίουν και τις καταθέσεις να μειώνονται, πειστική απάντηση μπορεί να προέλθει μόνο από το σύστημα των τριών πυλώνων, το οποίο μειώνει την πίεση στα δημόσια οικονομικά, ενισχύει τα κίνητρα για αποταμίευση λόγω του κεφαλαιοποιητικού χαρακτήρα του δεύτερου και τρίτου πυλώνα και μετατοπίζει το ενδιαφέρον από τις συντεχνιακές διεκδικήσεις στην ανάπτυξη. Είναι καιρός να ψάξουμε για το μείγμα που μας ταιριάζει.
- Πρόεδρος της Εθνικής Ασφαλιστικής
- Ομιλία στο συνέδριο του Econ0mist