Του Γ. Λακόπουλου
Μετά από μια περίοδο επιθέσεων-κατευθυνόμενων από το κυβερνητικό στρατόπεδο -στην Επιτροπή «Ελλάδα 2021»- που έφεραν και μια μίνι κρίση στο εσωτερικό της – η Γιάννα Αγγελοπούλου αντέδρασε.
Πρώτο: Σε συνέντευξη Τύπου έδωσε αξιοπρεπείς διευκρινίσεις για τον χαρακτήρα και τα όρια δράσης της Επιτροπής, ανακοινώνοντας ταυτόχρονα και κάποιες δράσεις, όχι ιδιαίτερα μεγάλου βεληνεκούς.
Δεύτερο: Σε μια προσωπική συνέντευξη διευκρίνισε ότι η Επιτροπή βρίσκεται ακόμη σε φάση προετοιμασίας, αλλά στο τέλος όλα θα πάνε καλά, όπως και το 2004.
Τρίτο: Οργάνωσε νέο κύκλο επαφών της με τους επικεφαλής των κομμάτων της αντιπολίτευσης.
Αν τα δυο πρώτα είναι αυτονόητες αντιδράσεις της επικεφαλής ενός προγράμματος που κάποιοι πάνε να δυναμιτίσουν, το τρίτο δείχνει χωρίς νόημα. Για δυο λόγους:
Κατ’ αρχάς γιατί βάζει την πολιτική στο κάδρο της διοργάνωσης. Παρακινδυνευμένο.
Δεύτερο, γιατί η επαφή με την αντιπολίτευση είναι άσκοπη: οι επιθέσεις που δέχθηκε προήλθαν από το κυβερνητικό στρατόπεδο.
Από εκεί συνεχίζονται. Μετά τον βουλευτή της ΝΔ- που ανακοίνωσε ότι θέτει υπό επιτήρηση την Γιάννα στο όνομα του… Συντάγματος- από ένα υπουργικό γραφείο έφυγε ένα ακόμη πιο φαρμακερό- και πισώπλατο – βέλος για κάτι που κανείς δεν είδε: «Ευκαιρία επίδειξης νεοπλουτισμού”.
Η Αγγελοπούλου κάνει λάθος αν νομίζει ότι θα την αφήσουν ήσυχη. Οι κινήσεις εξομάλυνσης παράγουν καινούργια προβλήματα.
Αποκλείοντας τον Κυριάκο Μητσοτάκη από τα αιτήματα για συναντήσεις με τους πολιτικούς αρχηγούς, δημιούργησε την εντύπωση ότι δρα για λογαριασμό του και καλλιεργείται η υποψία ότι οι δράσεις της επετείου είναι ενταγμένες στο κυβερνητικό σχεδιασμό.
Βεβαίως ο ιδρυτικός νόμος αναθέτει στην Επιτροπή να εισηγηθεί στην κυβέρνηση. Άρα δεν υπάρχει λόγος για συνάντηση με αυτόν στον οποίο αναφέρεται.
Θα μπορούσε να είναι έτσι. Αλλά ο νόμος αφορά την Επιτροπή. Όχι την ίδια την Αγγελοπούλου.
Κοντά στο νου κι η γνώση: έγινε δεκτή ομόφωνα στη Βουλή, ως παράγων σύγκλισης και εξισορρόπησης. Ακριβώς επειδή ως προσωπικότητα υπερβαίνει το γράμμα του νόμου. Η αυτονομία και η ανεξαρτησία της την καθιστά την πιο κατάλληλη για τον ρόλο.
Το προσωπικό της κύρος ενισχύεται με την αυτοχρηματοδότηση της Επιτροπής, που μπορεί να διασφαλίσει. Τι δεν γίνεται αντιληπτό;
Η ίδια είπε στο «Πρώτο Θέμα « ότι το σχέδιο «είναι ακόμα στη φάση της επεξεργασίας». Ωστόσο δέκα μήνες μετά τη σύσταση της Επιτροπής, αν όχι όλοι, πάντως λίγοι γνωρίζουν τα βασικά για το 2021.
Η επικαιρότητά γύρω από την Επιτροπή διαμορφώνεται από τους επικριτές της, όχι από την ίδια.
Όσο ισχυρό και αν είναι τελικά το περιεχόμενο του εορτασμού η Γιάννα δεν έχει ακόμη στη διάθεσή της το βασικό όπλο της -που είναι ταυτόχρονα και η βασική προϋπόθεση επιτυχίας των εκδηλώσεων της επετείου: την ενημέρωση της κοινής γνώμης.
Δηλαδή την ένταξη της κοινωνίας στον επετειακό σχεδιασμό. Οι “600 προτάσεις για δράσεις από φορείς” και τα αναμνηστικά νομίσματα δεν είναι και ο πιο αποδοτικός τρόπος για να διαχυθεί το μήνυμα της επετείου- που δεν υπάρχει άλλωστε. Τουλάχιστον σε εύληπτο σύνθημα. Πόσο μάλλον να διασφαλιστεί η λαϊκή συμμετοχή.
Αυτό δεν μοιάζει καθόλου με το 2004, όταν, όπως είπε, «τα ίδια έλεγαν». Τώρα δεν έχει αντίπαλο μόνο το χρόνο. Έχει και την ουσία.
Τότε υπήρχε «μάνιουαλ” για δράσεις και ήθελε κάποιον με κότσια να το εφαρμόσει. Τώρα η δουλειά γίνεται αλλιως: με λέξεις, σύμβολα, έννοιες, μνήμες, συναισθήματα, αντιφάσεις και πάθη, ιστορία και θρύλους.
Σ’ αυτά πρέπει να δώσει μορφή, να τα κάνει λόγο και δημόσια παρουσία, να εμπνεύσει- όπως με τους Εθελοντές της Ολυμπιάδας.
Για να το καταφέρει πρέπει να κινηθεί πέρα από τα γεγονότα και να εφεύρει αυτά που δεν υπάρχουν.
Αλλά ας μην κρυβόμαστε: για να σωθεί η επέτειος -περί αυτού πρόκειται, εκεί που βρισκόμαστε ως χώρα- η Γιάννα Αγγελοπούλου δεν αρκεί να βιαστεί. Πρέπει πρωτίστως να αναδείξει τον προσωπικό ρόλο της: κυβερνητική εντεταλμένη ή εθνική μάνατζερ;