Η αμερικανική μάχη, ο τραμπικός λαός και τα βαθιά διλήμματα

Toυ Νικόλα Σεβαστάκη

Τα διλήμματα που εμμένουν και θα έχουν καταλυτικό ρόλο είτε υπερισχύσει ο Τραμπ είτε η Χάρις αφορούν πια την ίδια τη συνθήκη της λεγόμενης «φιλελεύθερης δημοκρατίας» στην αμερικανική της εκδοχή.

ΠΑΡΑΚΟΛΟΥΘΩΝΤΑΣ ΣΤΟ Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης το καλοσμιλεμένο ντοκιμαντέρ του δημοσιογράφου και κινηματογραφιστή Μάικλ Πρίμο (Michael Premo) Homegrown, έρχεται κανείς κατά πρόσωπο με τα λόγια και τις εικόνες ζωής κάποιων ανθρώπων από τον «λαό του Τραμπ». Το ντοκιμαντέρ τούς ακολουθεί στην καθημερινότητα και ιδίως στην κινηματική τους εμπλοκή στην εκστρατεία του Τραμπ (το 2020), μέχρι τις δραματικές στιγμές της εφόδου του πλήθους στο Καπιτώλιο. Σε ένα σύντομο βίντεο του Πρίμο από κάποια συνέλευση του κινήματος Occupy (όπου είχε δραστηριοποιηθεί δημοσιογραφικά και ακτιβιστικά), ο ίδιος εξηγούσε ότι υπάρχουν πολλοί τρόποι να αφηγηθείς μια ιστορία με πιο δημιουργικό τρόπο από τους συνηθισμένους.

Πραγματικά, τα ανθρώπινα πορτρέτα ή τα σπαράγματα ζωής με σάρκα και οστά έχουν πάντα μια άλλη γοητεία. Άλλωστε, αυτό, ας πούμε, που κάνει εντύπωση στο Homegrown είναι οι χαρακτήρες ως κινούμενες αντιφάσεις και ο τρόπος που έχουν σφηνώσει σε μια ασφυκτική θέαση των πραγμάτων. Κάποιος, λόγου χάρη, ρητορεύει με πάθος υπέρ του δυτικού πολιτισμού, ενώ μπορεί να αρνείται κατηγορητικά πως ο Τραμπ έχει ρατσιστικό λόγο. Ένας, μάλιστα, από τους πρωταγωνιστές δηλώνει τη συμπάθειά του στο κίνημα Black Lives Matter, διατηρώντας το πάθος του κατά των εχθρών του Τραμπ και όσων εκπροσωπούν!

Σε άλλη σκηνή, κάποιος εγκωμιάζει την Αμερική και τον καπιταλισμό, ξορκίζοντας τα antifa μιάσματα, στην έφοδο όμως στο Καπιτώλιο ο ίδιος και οι σύντροφοί του θα κραυγάσουν ένα «we the people», το ιδρυτικό λαϊκό και δημοκρατικό σύνθημα «εμείς ο λαός», απέναντι στις ελίτ. Όλες αυτές οι στροφές και οι αποχρώσεις του λόγου και των προσώπων πάλλονται στην κάμερα του Πρίμο, βοηθώντας τον θεατή να σχηματίσει μια εικόνα της δυναμικής κάποιων προσώπων και των ιδεών τους.

Η Αμερική παραμένει η συμβολική καρδιά της δυτικής, καπιταλιστικής παγκοσμιότητας, έχοντας όμως πάντα σε αποξένωση ή εχθρότητα ένα μεγάλο μέρος του παγκόσμιου Νότου.

Γράφω αυτές τις γραμμές το πρωί Δευτέρας 4 Νοεμβρίου, παραμονή μιας εκλογικής στιγμής που όλοι ισχυρίζονται πως τα αινίγματά της πρέπει να μας κάνουν πολύ προσεκτικούς. Όπως ξέρουμε (το έχουν κατανοήσει πια και οι λιγότερο ειδικοί στο θέμα), το αμερικανικό εκλογικό και πολιτικό σύστημα δεν αντιγράφει τη λογική των δικών μας εκλογικών αναμετρήσεων. Θα ήθελα όμως εδώ να προσπεράσω τις δυο συνηθισμένες αναφορές στις περισσότερες συζητήσεις γύρω από την αμερικανική πολιτική: είτε την ηθογραφία του τραμπικού λαού είτε την κλασική ανάλυση για τις κρίσιμες πολιτείες (swing states), τους εκλέκτορες, τις ιδιοτυπίες και τα παράδοξα του εκεί εκλογικού συστήματος.

Η αμερικάνικη μάχη, ο τραμπικός λαός και τα βαθιά διλήμματα
 Στιγμιότυπο από το ντοκιμαντέρ του δημοσιογράφου και κινηματογραφιστή Michael Premo, «Homegrown».

Διαπιστώνει κανείς ότι οι ηθογραφίες του τραμπικού λαού συχνά δεν ξεπερνούν τη γνωστή ρητορική περί ψεκασμένων και πολιτισμικά «οπισθοδρομικών». Στην καλύτερη των περιπτώσεων, οι ηθογραφικές βινιέτες επανέρχονται στο θέμα της μνησικακίας των λευκών ή εκείνων των λευκών που συνδέονται με αμυντικές και φοβικές κουλτούρες. Ένα πακέτο χαρακτηρισμών συντηρείται στη φιλελεύθερη (liberal) ή αριστερο-φιλελεύθερη δημοσιολογία για παρωχημένες νησίδες ζωής και κόσμους κολλημένους στη λάσπη του αρχαϊσμού και του μίσους.

Δεν είναι λάθος, φυσικά, πολλά από αυτά. Το μίσος, ας πούμε, αναδύεται ατόφιο από τις άπειρες βρισιές που ακούμε σε κάθε σκηνή και στο ντοκιμαντέρ του Πρίμο από τους θυμωμένους ήρωές του. Αφήνονται όμως απέξω παράγοντες και διαστάσεις που υπερβαίνουν την αντίθεση μεταξύ των δύο «Αμερικών», μιας ανοιχτής-αισιόδοξης και μιας κλειστής, πικραμένης και κακιωμένης Αμερικής.

Θα παραδεχτούμε έτσι ότι κάποια δεδομένα αυτής της περιόδου πρέπει να διαβαστούν ως προειδοποιήσεις για τα επικείμενα. Σε αυτά τα δεδομένα θα ήταν καλό να δώσουμε περισσότερο βάρος, όχι μόνο στην ψυχολογική και ηθική σκιαγράφηση των ακροδεξιών ή στις αποσπασματικές εκλογικές αναλύσεις.

Ένα πρώτο γεγονός είναι πως υπάρχει πλέον μια ανθεκτική ενδοχώρα ημι-φασισμού (για να προτείνω έναν μάλλον αμήχανο χαρακτηρισμό) που σε πολλά μέρη των Ηνωμένων Πολιτειών είναι πλειοψηφικό ρεύμα. Ανεξάρτητα από τη μοίρα του Τραμπ, αυτή η ενδοχώρα έχει ριζώσει. Πρόκειται για χώρο απόψεων και συναισθημάτων που ερμηνεύουν τον αμερικανικό πατριωτισμό μέσα από το πρίσμα της ανισότητας μέσω της ανάκλησης μιας παλαιότερης Αμερικής όπου, για παράδειγμα, ο ρατσισμός μπορούσε να εκφραστεί απενοχοποιημένα, κανοναρχώντας το πνεύμα της κοινότητας. Η επέκταση του πεδίου μιας «αντιαριστερής» εξέγερσης με φασιστικά συνθήματα είναι ένας πρώτος, ανθεκτικός σπόρος αυτών των χρόνων.

Ένα δεύτερο γεγονός παραπέμπει στην ακραία και πέρα από κάθε όριο επιρροή του χρήματος και στα δύο πολιτικά στρατόπεδα· δεν είναι καινούργιο, είναι μάλιστα ένα από τα παλαιότερα θέματα της αμερικανικής πολιτικής. Το ύψος όμως της εμπλοκής ιδιωτικών κεφαλαίων στην πολιτική διαδικασία είναι αληθινά τερατώδες. Παρά την πρόοδο μιας πιο κοινωνικής και προοδευτικής ατζέντας στο κόμμα των Δημοκρατικών (αναντίρρητης), οι συμμαχίες με κεφαλαιοκράτες αμοιβαίων κεφαλαίων ή ο ανταγωνισμός με τους Ρεπουμπλικάνους για την «καρδιά» των ιθυνόντων της Σίλικον Βάλεϊ προκαλεί θλίψη και ανησυχία.

Μια τρίτη εξέλιξη μπορεί να θεωρηθεί υποκατηγορία της παραπάνω εξέλιξης: η έλξη που ασκεί ο Τραμπ σε επιφανή στελέχη και μερίδες του τεχνολογικού-φουτουριστικού καπιταλισμού φαίνεται πως δεν είναι καθόλου αθώα. Δεν εκφράζει απλώς την καιροσκοπική τακτική επιχειρηματιών για το ενδεχόμενο νίκης του Τραμπ, ένα είδος προκαταρκτικής ευμενούς διαπλοκής, ούτε στηρίζεται μόνο στη χημεία μεταξύ weirdos ή παράξενων «εγώ» (λ.χ. στην προσωπική σχέση μεταξύ του Τραμπ και του Έλον Μασκ).

Πατάει, αντιθέτως, σε ένα «όραμα», όσο κι αν η λέξη φαίνεται τελείως αταίριαστη με την περσόνα και τα καμώματα του Τραμπ. Το όραμα είναι ήδη παρόν και ξετυλίγεται εδώ και καιρό: άρνηση των ρυθμιστικών κανόνων, ώθηση για απελευθέρωση των αγορών και επιπλέον ένας συνδυασμός εθνικισμού και «επιτρεπτικού» υπερκαπιταλισμού. Η ανακύκλωση του λεγόμενου κτητικού ατομικισμού σε περιβάλλοντα τεχνο-καινοτομίας συναντά και αναμειγνύεται πια με τις πρωτόγονες γεωπολιτικές και πολιτισμικές έξεις του τραμπισμού.

Ένα τέταρτο γεγονός είναι αυτό που έχει επισημανθεί από τους περισσότερους: η επέκταση των πολωτικών διαιρέσεων σε όλα τα επίπεδα, η έκρηξη των φυλετικών, ταξικών και πολιτισμικών σχισμάτων. Αυτό όμως που δεν λέγεται (μάλλον λέγεται από λιγότερους, για ευνόητους λόγους) είναι ότι ο λεγόμενος προοδευτικός ή και συμπεριληπτικών προθέσεων φιλελευθερισμός είναι αδύνατο να ελέγξει κάπως αυτούς τους κακούς διχασμούς. Διότι δεν μπορεί να υπερβεί τις εξαρτήσεις του από τις εύπορες αστικές μερίδες ή από μια κάπως μετέωρη γλώσσα περί αξιών και ιδανικών που λειτουργεί συχνά σαν ελιτίστικο ευχολόγιο για την εξημέρωση των συγκρούσεων. Οι φιλελεύθεροι εύχονται κατά κανόνα να λογικευτούν οι άνθρωποι, αλλά δίνουν πενιχρές απαντήσεις για το πώς θα αντιμετωπιστούν με σθεναρό τρόπο τα μεγάλα κοινωνικά και πολιτισμικά χάσματα.

Τέλος, έχουμε τα ιδιαίτερα σύνδρομα της αμερικανικής πολιτικής στις διεθνείς σχέσεις. Ανάμεσα στον εσωστρεφή απομονωτισμό και τον φιλελεύθερο ιμπεριαλισμό, σε αναδιπλώσεις που προφανώς δεν πραγματοποιούνται και επεμβατισμούς που έχουν γνωρίσει πολλές ήττες και αποτυχίες (λ.χ. Αφγανιστάν και πάει λέγοντας) η Αμερική δεν διαθέτει πλέον ένα στίγμα στον κόσμο. Κανείς δεν μπορεί να καταλάβει τι ακριβώς ζητούν οι Αμερικανοί, για παράδειγμα στη Μέση Ανατολή ή σε άλλες κρίσιμες ζώνες του κόσμου. Η Αμερική παραμένει φυσικά η συμβολική καρδιά της δυτικής, καπιταλιστικής παγκοσμιότητας, έχοντας όμως πάντα σε αποξένωση ή εχθρότητα ένα μεγάλο μέρος του παγκόσμιου Νότου.

Συνοψίζοντας: είναι πάντα χρήσιμη μια ηθογραφία των «χιλμπίληδων» όπως και, ιδίως τώρα, μια δοκιμασμένη τεχνική ανάλυση των πολλών παραμέτρων της προεδρικής εκλογής και των συνεπειών της. Τα διλήμματα όμως που εμμένουν και θα έχουν καταλυτικό ρόλο είτε υπερισχύσει ο Τραμπ είτε η Χάρις και οι Δημοκρατικοί αφορούν πια την ίδια τη συνθήκη της λεγόμενης «φιλελεύθερης δημοκρατίας» στην αμερικανική της εκδοχή.

Ο ημι-φασισμός, ο ρηχός φιλελευθερισμός, η άνευ προηγουμένου ισχύς των εταιρικών κολοσσών και των πιέσεών τους, η επίθεση σε πολλά τμήματα ενός «απροσάρμοστου λαού» και η συνεχιζόμενη ταύτιση των ΗΠΑ με κυβερνήσεις που διαπράττουν εγκλήματα πολέμου (όπως το Ισραήλ), όλα αυτά θα είναι εδώ και αύριο και στο μέλλον. Εκτός αν ηττηθεί ο τραμπισμός και στο Δημοκρατικό Κόμμα αρχίσει η πτώση των παλαιών ειδώλων και των παγιωμένων συμφερόντων τους. Αυτό όμως, με τους υπάρχοντες συσχετισμούς, μοιάζει με ουτοπία.

AΠΟ ΤΗ LIFO