
Του Απόστολου Λουλουδάκη
Η Αριστερά στην Ελλάδα σήμερα βρίσκεται σε μια διαρκή ένταση ανάμεσα σε αυτό που είναι και σε αυτό που αναζητεί να γίνει. Ως πολιτική δύναμη, έχει μια καθιερωμένη θέση στο πολιτικό σύστημα· ως κοινωνική και ιδεολογική αναζήτηση, προσπαθεί να επαναπροσδιορίσει την ταυτότητά της μέσα σε μια εποχή παγκοσμιοποίησης, νεοφιλελευθερισμού και περιορισμένων κοινωνικών στηριγμάτων. Ο Ζακ Ζυλιάρ, στο έργο του «Οι Αριστερές στη Γαλλία», είχε θέσει το ερώτημα: «Και τι είναι Αριστερά σήμερα;» και απαντούσε με έναν σχετικισμό που φαίνεται πιο επίκαιρος από ποτέ: «Αριστερά είναι ό,τι κάθε στιγμή θεωρείται ως τέτοια από τους συγχρόνους της». Στην ελληνική πραγματικότητα, όμως, η έννοια αυτή αποκτά ένταση: η Αριστερά συχνά αναζητά τον δρόμο της ανάμεσα στη διατήρηση της θέσης της και στην επανασύνδεση με την κοινωνία που θέλει να εκπροσωπεί.
Η ελληνική Αριστερά εμφανίζει μια διπλή προσωπικότητα. Από τη μια, επικαλείται την ιστορική μνήμη και τις ιδεολογικές αρχές· από την άλλη, όταν έρχεται στην εξουσία, λειτουργεί συχνά ως δεξιό κόμμα αποκατάστασης των στελεχών της. Αναδιατάσσει τη δημόσια διοίκηση για να επανατοποθετήσει πρόσωπα που είχαν αποκλειστεί για ιδεολογικούς ή πολιτικούς λόγους, παραμερίζοντας συχνά τις αρχές της διαφάνειας και της κοινωνικής δικαιοσύνης. Το αποτέλεσμα είναι το παράδοξο: η Αριστερά μιλά για ισότητα και δικαιοσύνη στην αντιπολίτευση, αλλά στην πράξη αναπαράγει λογικές εξουσίας που μοιάζουν δεξιές.
Το φαινόμενο δεν περιορίζεται στην Ελλάδα. Στη Γαλλία, όπως περιγράφει ο Ζυλιάρ, η Αριστερά έχει πολλαπλές παραδόσεις: η ρεπουμπλικανική, η σοσιαλιστική, η κομμουνιστική και η νέα ελευθεριακή-οικολογική. Κοινός παρονομαστής τους είναι η ικανότητα να αναγνωρίζονται ως αριστερές από τους συγχρόνους τους κάθε ιστορική στιγμή. Στην Ελλάδα, η πολυφωνία συχνά καταλήγει σε διάσπαση, εσωστρέφεια και ενσωμάτωση στο κράτος: η ηθική υπεροχή παραμένει, αλλά η πρακτική ισχύς και η κοινωνική αλλαγή εξασθενεί.
Η κρίση της τελευταίας δεκαετίας αποτέλεσε το μεγάλο τεστ για την ελληνική Αριστερά. Η διαχείριση της οικονομίας και των περιορισμών που επέβαλε η παγκοσμιοποίηση αποκάλυψε τα όρια ενός πολιτικού σχεδίου που επιχειρούσε να συνδυάσει ριζοσπαστικές αξίες με την πρακτική ανάγκη διακυβέρνησης. Δημοσιονομική πειθαρχία, συμβιβασμός με αγορές και περιορισμοί υπερεθνικών θεσμών μετέτρεψαν την Αριστερά σε δύναμη που συχνά λειτουργούσε ως παράρτημα του συστήματος που θεωρητικά καταγγελλόταν.
Ένα κρίσιμο στοιχείο που εξηγεί την αποδυνάμωση της Αριστεράς είναι η παγκοσμιοποίηση. Οι κλασικοί αναλυτές της Αριστεράς δεν μπόρεσαν να προβλέψουν την έκταση της διεθνοποίησης της οικονομίας, των κεφαλαίων και των εργασιακών σχέσεων. Η Ελλάδα βρέθηκε εγκλωβισμένη σε μια πραγματικότητα όπου η εξουσία των κρατών περιορίζεται από υπερεθνικούς μηχανισμούς και οι κοινωνικές πολιτικές πρέπει να προσαρμοστούν στους κανόνες ενός παγκόσμιου οικονομικού παιχνιδιού. Τα παραδοσιακά στηρίγματα των αριστερών κινημάτων —εργατικά και λαϊκά δίκτυα— διαρρηγνύονται από πολυεθνικές, χρηματοπιστωτικά ιδρύματα και υπερεθνικούς οργανισμούς.
Σήμερα, η πρόκληση είναι ακόμη μεγαλύτερη. Οι κοινωνίες αλλάζουν, τα προβλήματα ανανεώνονται, και οι νέες γενιές βλέπουν την Αριστερά ως ένα σύνολο κομμάτων που δυσκολεύεται να εκφράσει τα αιτήματά τους: εργασιακά δικαιώματα, ψηφιακά δικαιώματα, κοινωνική και περιβαλλοντική δικαιοσύνη. Σε αυτό το πλαίσιο, η Αριστερά κινδυνεύει να μετατραπεί σε παράρτημα ενός συστήματος που αναπαράγει ανισότητες, αντί να τις αμφισβητεί.
Όταν οι περισσότεροι μιλούν για Αριστερά, συνήθως αναφέρονται σε κόμματα και κινήματα που συνδέονται με τους συνοδοιπόρους της Β’ ή Γ’ Διεθνούς και τις παραλλαγές τους. Αυτό σημαίνει ότι η δημόσια συζήτηση περί Αριστεράς περιορίζεται σε ένα ιστορικό πλαίσιο: τα κόμματα που αντλούν νομιμοποίηση από τις σοσιαλιστικές, κομμουνιστικές ή εργατικές παραδόσεις του 20ού αιώνα. Ενώ αυτή η αναφορά παρέχει ιστορική συνέχεια, περιορίζει την ευελιξία της Αριστεράς να ανταποκριθεί στις σύγχρονες προκλήσεις.
Η ελληνική Αριστερά παραμένει απαραίτητη για την κοινωνική φωνή, αλλά ταυτόχρονα περιορίζεται από τις δομές του κράτους, της αγοράς και της παγκοσμιοποίησης. Η ηθική της υπεροχή δεν επαρκεί για να υπερβεί τη νέα πραγματικότητα. Όσο περιορίζεται στη ρητορική και στη διαχείριση κομματικών συμφερόντων, τόσο περισσότερο κινδυνεύει να γίνει ένα παράρτημα του συστήματος που θεωρητικά καταγγέλλει.
Το κρίσιμο παράδοξο έγκειται στη διάκριση λόγου και πράξης. Στην αντιπολίτευση, η Αριστερά μιλά για ισότητα, διαφάνεια, αναδιανομή και κοινωνική δικαιοσύνη. Όταν όμως κυβερνά, αναδιατάσσει τη δημόσια διοίκηση για να επανατοποθετήσει τα δικά της στελέχη και συμμάχους, εφαρμόζοντας λογικές που μοιάζουν περισσότερο με δεξιά πρακτική κομματικής διαχείρισης. Οι διακηρύξεις για κοινωνική δικαιοσύνη συχνά παραμερίζονται, υπερσκελίζονται από ανάγκες κομματικής επιβίωσης και εξουσίας.
Το μέλλον της ελληνικής Αριστεράς δεν εξαρτάται από την ιστορική της παράδοση ή από τα ονόματα των κομμάτων. Εξαρτάται από την ικανότητά της να συνδέσει τον λόγο της με τις ανάγκες της κοινωνίας και να υπερβεί τη νοοτροπία της αποκατάστασης στελεχών. Ο Ζυλιάρ υπενθυμίζει ότι η Αριστερά ζει μόνο αν αναγνωρίζεται ως τέτοια από τους συγχρόνους της. Στην Ελλάδα, αυτό σημαίνει ότι πρέπει να εκφράσει τις πραγματικές ανάγκες των ανθρώπων, να υπερβεί την εσωστρέφεια και να αναδείξει έναν λόγο που είναι ταυτόχρονα πολιτικός και πρακτικός.
Η Αριστερά καλείται να αντιμετωπίσει τον μεγαλύτερο εχθρό της: τον εαυτό της ως παράρτημα του νεοφιλελευθερισμού και θύμα της παγκοσμιοποίησης. Αν αποτύχει, θα παραμείνει μια πολιτική φωνή χωρίς δύναμη· αν πετύχει, θα ξαναγίνει φορέας κοινωνικής δικαιοσύνης και αλλαγής, ικανή να διαμορφώνει το μέλλον χωρίς να περιορίζεται στη νοσταλγία, αλλά να ανταποκρίνεται στα σύγχρονα αιτήματα ισότητας, αλληλεγγύης και ελευθερίας.

