Η ιδεολογία της αγοράς

Του Σήφη Φανουράκη

               

                     (Ο παράδεισος το Ελληνικού ως “αστική ειδωλολατρία”)

Σύμφωνα με την εταιρεία LAMDA Development, στο Ελληνικό δημιουργούνται έργα-τοπόσημα. 

Μάλιστα τα διαφημίζει ως έργα, που αναπτύσσουν ισχυρούς δεσμούς με την κοινωνία και επηρεάζουν θετικά τις ζωές των ανθρώπων﮲ έργα που παραμένουν διαρκώς σύγχρονα και  ανταποκρίνονται στις μεταβαλλόμενες ανάγκες της εποχής, δημιουργώντας θετικό αντίκτυπο στην κοινωνία.

Η εταιρεία υπογραμμίζει ότι: «Στρατηγικός μας στόχος είναι να διαφοροποιήσουμε τα επενδυτικά περιουσιακά στοιχεία, σε εμπορικά κέντρα και  μαρίνες[…]Η εταιρεία προσπαθεί να προσελκύσει πιθανούς επενδυτές για τις μαρίνες του Ελληνικού και τα εμπορικά κέντρα, στο Ηνωμένο Βασίλειο και τις ΗΠΑ».

Επίσης η εταιρεία πιστεύει ότι,  οι τουρίστες που κατακλύζουν την Αθήνα, εκτός από την Ακρόπολη, θα επισκεφτούν το «θέρετρο» του Ελληνικού, με τα υψηλότερα κτίρια, με καζίνο και πολυτελείς εγκαταστάσεις.

Πάντως για όλα αυτά τα έργα, η κερδοφορία είναι εξασφαλισμένη, δεδομένου ότι, η αγορασμένη έκταση από το ελληνικό κράτος κόστισε μόνο 915 εκατ. ευρώ το 2014 και σύμφωνα πάντα με την εταιρεία, «οι παραθαλάσσιες κατοικίες θα πωλούνται πλέον έως και 15.000 ευρώ ανά τετραγωνικό μέτρο. Υπάρχει δηλαδή τεράστια κρυμμένη αξία, όπου, οι  προσφορές για οικόπεδα γύρω από το εμπορικό κέντρο και τα γραφεία έχουν πλέον ξεπεράσει τα 2.000 ευρώ ανά τετραγωνικό μέτρο».

Ουσιαστικά όμως αυτά τα έργα προωθούν την αρχιτεκτονική και την πολεοδομία στην εποχή της εικόνας, όπου η εμμονή της προβολής της «αγοράς» υπερβαίνει κατά πολύ τη δέσμευση για συλλογική προσπάθεια που απαιτείται για την κατασκευή της πόλης.

Αυτό το νέο αστικό περιβάλλον προσποιείται  «ψευδώς» ότι,  «επαναπροσδιορίζει το ευ ζην» και προωθεί το θεμέλιο της επιχειρηματικότητας και των εταιρικών αξιών, προάγοντας την ευημερία της κοινωνίας.

Προωθείται έτσι, η ιδεολογία που έχει ως στόχο την ανάπτυξη μιας «ψευδούς ιδεολογίας» η οποία υπόσχεται την ευρεία ευημερία της κοινωνίας.

Αν αποδεχτούμε αυτό που υποστηρίζει  ο Ένγκελς και ο Μαρξ για την ιδεολογία, τότε θα πρέπει να αποδεχτούμε ότι, στα έργα του Ελληνικού προωθείται η «ιδεολογία της αγοράς» η οποία είναι, η απατηλή μορφή συνείδησης, η ψευδής εικόνα της πραγματικότητας.

Πάντως, αυτό το «νέο» αστικό περιβάλλον που διαφημίζεται για το Ελληνικό, επιβάλλει την εξαφάνιση κάθε αυθεντικότητας, την άρνηση της ίδιας της αρχιτεκτονικής και την αντικατάστασή της με μια «ψευδή συνείδηση» μιας προβεβλημένης αρχιτεκτονικής που οδηγεί στην ισοπέδωση του υποκείμενου και στην εξιδανίκευση του αντικείμενου, στο πλαίσιο του μεταμοντερνισμού.

Αυτή η αρχιτεκτονική απο-ιδεολογικοποιείται  και παρουσιάζεται, ως στιλ-μόδα, η οποία συμβάλλει στην μετατροπή της πολιτικής και όλης της κοινωνικής ζωής, σε θέαμα. Ένα «θέαμα» που καταλήγει σε ένα bricolage, ενώ ταυτόχρονα οδηγεί σε ψευδαισθήσεις κοινωνικής ευημερίας. 

Σε αυτά τα έργα επαληθεύεται ότι,  η αρχιτεκτονική ως ιδεολογία ενός κοινωνικού προγράμματος ανατρέπεται από την πεμπτουσία του ίδιου του προγράμματος, όταν από την σφαίρα της ουτοπίας μεταμορφώνεται σε ενεργό ιδεολογικό μηχανισμό. Και καταλήγει μάλιστα σε «ψευδή συνείδηση».

Το νέο προτεινόμενο αστικό περιβάλλον, τροφοδοτείται από την κουλτούρα των καταναλωτών και των μέσων ενημέρωσης, τα οποία  διαφημίζουν τον «παράδεισο» το Ελληνικού, ως ένα είδος «αστικής ειδωλολατρίας».

Σε αυτό το πλαίσιο, η αρχιτεκτονική υποτάσσεται  στην κοινωνία των εικόνων της μετά-μοντέρνας εποχής. Αλλοτριώνεται σταδιακά, από το μάρκετινγκ, την υψηλή μόδα, τα μέσα μαζικής ενημέρωσης, την ψυχαγωγία, τη διαφήμιση και την τάση των μεγάλων εταιρειών να συνδέουν το όνομά τους με διεθνούς φήμης «λαμπερή» αρχιτεκτονική.

Τώρα και μια εικοσαετία πολλαπλασιάζονται οι εικόνες τέτοιων αρχιτεκτονικών έργων στα ΜΜΕ, αλλά με ένα ανεξάρτητο και επιφανειακό τρόπο. Και έτσι εδραιώνεται, σταδιακά ένα ολοκληρωμένο σύστημα  κατασκευαστικών εταιρειών οι οποίες και μοιράζονται το πιο ενδιαφέρον κομμάτι του σχεδιασμού, της παραγωγής και της αγοράς του παραγόμενου αρχιτεκτονικού έργου. Αυτή είναι, η «λαμπερή» αρχιτεκτονική, που δεν επικεντρώνεται μόνο στο σχεδιασμό κτιρίων, αλλά και στη διάδοση της εικόνας τους, σε ένα παγκόσμιο σύστημα αρχιτεκτονικής, το οποίο βασίζεται στη διαφημιστική εκτόξευση και με την βοήθεια των αποτελεσματικών συστημάτων μαζικής ενημέρωσης και γίνονται αναγνωρίσιμα στο μάτια του ευρύτερου κοινού. 
Η προβολή της εικόνας αυτών των νέων αστικών «τόπων» επιτυγχάνεται, με συνεντεύξεις σε μαζικά μέσα ενημέρωσης και ειδικευμένα περιοδικά ή ηλεκτρονικές πλατφόρμες, με δημοσίευση βιβλίων και άρθρων σε κάθε είδους  μέσο ενημέρωσης.  
Η «αρχιτεκτονική κουλτούρα» που προάγουν, προορίζεται για το ευρύ κοινό και είναι σημαντική σε ένα σύστημα, στο οποίο η αρχιτεκτονική συνδέεται όλο και περισσότερο με οικονομικές δραστηριότητες και δραστηριότητες του μάρκετινγκ. 
Οι εταιρείες παραγωγής τέτοιων αστικών «τόπων» χρησιμοποιούν τη διαφήμιση για να «περάσουν» τα νοήματα των αξιών τους και να  κατευθύνουν τις συνήθειες του κοινού στο πνεύμα της εταιρικής επωνυμίας και της κατανάλωσης. 

Έτσι, σχεδιάζονται ελαφρές επιφάνειες με ανάλαφρα υαλοστάσια και παράγεται μια αρχιτεκτονική δυσδιάστατη, η οποία κοσμεί τις γυαλιστερές σελίδες των περιοδικών ή των ηλεκτρονικών σελίδων και μετατρέπεται σταδιακά, σε ένα καλοδουλεμένο προϊόν «αμπαλάζ».

Άλλωστε κατά τον R. Koolhaas(γνωστός σταρ της αρχιτεκτονικής), «η πόλη κατακλύζεται καθημερινά με προϊόντα της αγοράς και χρειάζονται νέοι τόποι συμβίωσης της κατανάλωσης και της κουλτούρας».

Σύμφωνα μάλιστα με τον Ιταλό αρχιτέκτονα M. Fuksas, «…Όλο και  περισσότερο η δουλειά των αρχιτεκτόνων στηρίζεται στο μάρκετινγκ των προϊόντων, των πρακτορείων της μόδας ή του τουρισμού, του θεάματος και των σημάτων του μάρκετίνγκ. Και βέβαια, δεν το κάνουν  από χόμπι, αλλά γιατί πιστεύουν ότι, είναι στην υπηρεσία των ισχυρών του σήμερα και χρήσιμοι για τον καθορισμό των τάσεων των αγορών».

Φυσικά, σε ένα τέτοιο σύστημα αγοράς και επικοινωνίας, η εικόνα αποτελεί το κυρίαρχο μέσο μαζικής ενημέρωσης και ταυτόχρονα, τον βασικό τροφοδότη της εικόνας και της φήμης.

Επαληθεύεται έτσι μια παλιά ρήση του Τafuri, ότι, «…Οι αρχιτέκτονες βρίσκονται σε μια ατμόσφαιρα αγωνιάς, διότι ανακαλύπτουν την παρακμή τους ως ενεργοί ιδεολόγοι[…]Η αγωνία τους εντείνεται από το γεγονός ότι, οι υπάρχουσες σχεδιαστικές μέθοδοι αποδεικνύονται παρωχημένες και έτσι διαφαίνεται δυσοίωνα στον ορίζοντα, το χειρότερο όλων των κακών : Η υποβάθμιση της αρχιτεκτονικής «επαγγελματικής» ιδιότητας και η ανασύστασή της σε προγράμματα όπου ο ιδεολογικός ρόλος της αρχιτεκτονικής είναι ο ελάχιστος».

 Αρχιτέκτονας – μηχ/κός