
Του Απόστολου Λουλουδάκη
Η Ιρανική Επανάσταση του 1979 αποτελεί μία από τις πλέον δραματικές περιπτώσεις μετάβασης από ένα αυταρχικό κοσμικό καθεστώς σε ένα θεοκρατικό σύστημα διακυβέρνησης. Η ανατροπή του Σάχη Μοχαμάντ Ρεζά Παχλαβί και η άνοδος του Αγιατολάχ Ρουχολάχ Χομεϊνί συντελέστηκε με την ενεργό συμμετοχή ποικίλων κοινωνικών ομάδων. Ανάμεσά τους, κεντρικό ρόλο διαδραμάτισαν οι παραδοσιακοί έμποροι της αγοράς (bazaaris), των οποίων η συμμαχία με το σιιτικό κλήρο (τους μουλάδες) υπήρξε καθοριστική τόσο για την επιτυχία της επανάστασης όσο και για την εδραίωση της νέας εξουσίας. Εξ αιτίας του αυταρχικού καθεστώτος του Σάχη, ο λαός εξεγέρθηκε εναντίον του αλλά και ο Χομεϊνί εκμεταλλεύτηκε την κατάσταση ώστε να εγκαθιδρύσει ένα θεοκρατικό καθεστώς, εξουδετερώνοντας κάθε αντίπαλη φωνή.
Ο Μοχαμάντ Ρεζά Παχλαβί ανήλθε στον θρόνο το 1941 και με την υποστήριξη των Ηνωμένων Πολιτειών και του Ηνωμένου Βασιλείου διατήρησε την εξουσία για σχεδόν τέσσερις δεκαετίες. Η εξουσία του χαρακτηριζόταν από αυταρχισμό, υπερσυγκεντρωτισμό και βαθιά εξάρτηση από τη μυστική αστυνομία (SAVAK) για την καταστολή της αντιπολίτευσης. Μέσα από το πρόγραμμα «Λευκής Επανάστασης» προώθησε εκσυγχρονιστικά μέτρα, όπως η αγροτική μεταρρύθμιση και η εκπαίδευση των γυναικών, τα οποία όμως συνοδεύονταν από σοβαρή καταπάτηση των πολιτικών δικαιωμάτων και αδιαφορία για τις παραδοσιακές δομές της ιρανικής κοινωνίας.
Η δυτικοποίηση που επιχειρήθηκε, σε συνδυασμό με τον αυξανόμενο πλουτισμό της ελίτ και τη διαφθορά, δημιούργησε ένα βαθύ κοινωνικό χάσμα. Η πλειοψηφία του πληθυσμού –ιδίως οι θρησκευτικά συντηρητικές και οι αγροτικές τάξεις– ένιωθε αποξενωμένη από την κρατική εξουσία. Η εξάρτηση του καθεστώτος από ξένες δυνάμεις (ιδίως μετά το πραξικόπημα του 1953 κατά του Μοσαντέκ) προσέδιδε επιπλέον χαρακτηριστικά νομιμοποίησης της αντίστασης.
Η κρίση της δεκαετίας του 1970 ανέδειξε μια ευρύτερη κοινωνική συμμαχία ενάντια στον Σάχη. Εκτός από διανοούμενους, φοιτητές και θρησκευτικούς ηγέτες, κομβικό ρόλο έπαιξαν οι έμποροι της αγοράς – γνωστοί ως bazaaris. Η παραδοσιακή οικονομική ελίτ των πόλεων είχε ιστορικά στενούς δεσμούς με το σιιτικό κλήρο. Αυτοί οι δεσμοί βασίζονταν σε κοινές κοινωνικές αξίες, αμοιβαία οικονομική εξάρτηση (μέσω φιλανθρωπικών ιδρυμάτων και χορηγιών προς τα θρησκευτικά ιδρύματα) και αντίθεση προς την κρατικά ελεγχόμενη εκσυγχρονιστική πολιτική του Σάχη.
Ο Σάχης, μέσα από την Λευκή Επανάσταση, επιχείρησε να ενδυναμώσει τον κρατικό καπιταλισμό και να περιορίσει την ισχύ των παραδοσιακών οικονομικών δομών. Η ενίσχυση των πολυεθνικών επιχειρήσεων, οι κρατικοποιήσεις και η προώθηση των δυτικών μορφών κατανάλωσης περιθωριοποίησαν τους παραδοσιακούς εμπόρους. Οι bazaaris αντέδρασαν τόσο οικονομικά όσο και πολιτικά. Χρηματοδότησαν απεργίες, παρείχαν υποδομές για πολιτική κινητοποίηση (μέσω των τζαμιών και θρησκευτικών συλλόγων) και ενίσχυσαν τον Χομεϊνί ως εκπρόσωπο των συμφερόντων τους.
Η χρηματοδότηση από την πλευρά των bazaaris περιλάμβανε τη στήριξη θρησκευτικών σχολών, τη διοργάνωση διαδηλώσεων, αλλά και την υλική υποστήριξη των οικογενειών των θυμάτων της καταστολής. Η ενεργός συμμετοχή τους κατέστησε την επανάσταση όχι μόνο πολιτική ή θρησκευτική, αλλά και ταξική: η παραδοσιακή εμπορική τάξη αντιμετώπισε τον Σάχη ως απειλή για την επιβίωσή της.
Η μορφή του Αγιατολάχ Χομεϊνί, εξόριστου θρησκευτικού ηγέτη, αναδείχθηκε ως ενοποιητικό σύμβολο της αντίστασης. Ο λαός, απογοητευμένος τόσο από τη φιλοδυτική πολιτική του Σάχη όσο και από την έλλειψη εναλλακτικών κοσμικών δυνάμεων, στράφηκε προς τη θρησκευτική ιδεολογία που εξέφραζε ο Χομεϊνί. Η πίεση έγινε αφόρητη για τον Σάχη, ο οποίος εγκατέλειψε το Ιράν τον Ιανουάριο του 1979, οδηγώντας στην τελική κατάρρευση του καθεστώτος.
Ο Χομεϊνί επέστρεψε θριαμβευτικά στο Ιράν τον Φεβρουάριο του 1979 και σε λίγους μήνες εγκαθίδρυσε την Ισλαμική Δημοκρατία. Παρά τις υποσχέσεις για συμμετοχή όλων των πολιτικών ρευμάτων στην οικοδόμηση του νέου κράτους, ο Χομεϊνί προχώρησε ταχύτατα στη συγκέντρωση της εξουσίας. Με τη δημιουργία του θεσμού του Ανώτατου Ηγέτη και την εδραίωση του Συμβουλίου των Φρουρών, κάθε πολιτική απόφαση περνούσε υπό τον έλεγχο των θρησκευτικών αρχών.
Οι κοσμικές και αριστερές οργανώσεις που είχαν υποστηρίξει την επανάσταση περιθωριοποιήθηκαν, διώχθηκαν ή εξοντώθηκαν. Οποιαδήποτε αντιπολιτευτική φωνή –από φεμινίστριες μέχρι μαρξιστές και εθνικιστές– καταπνίγηκε μέσα σε ένα νέο αυταρχικό και θεοκρατικό καθεστώς. Το Ιράν μετατράπηκε από μια φιλοδυτική μοναρχία σε ένα κράτος θρησκευτικού ολοκληρωτισμού, με αυστηρή εφαρμογή της Σαρίας και βαθύ περιορισμό των ατομικών ελευθεριών
Οι μουλάδες και οι έμποροι της αγοράς συνεργάστηκαν για να εξουδετερώσουν τις κοσμικές πολιτικές δυνάμεις που ήθελαν ένα δημοκρατικό ή σοσιαλιστικό μετα-μοναρχικό καθεστώς.
Οι bazaaris ανταμείφθηκαν για την υποστήριξή τους: αποκαταστάθηκαν οικονομικά, διατήρησαν την ανεξαρτησία τους από τον κρατικό έλεγχο, και απέκτησαν μεγαλύτερη επιρροή στους τοπικούς θρησκευτικούς θεσμούς. Η νέα ισλαμική κυβέρνηση βασίστηκε σε αυτούς για την οικονομική της σταθερότητα, κυρίως στην περίοδο των κυρώσεων και του πολέμου με το Ιράκ (1980–1988). Επιπλέον, η οικονομία των bonyads (θρησκευτικών ιδρυμάτων που διαχειρίζονται μεγάλο μέρος του πλούτου του Ιράν) λειτουργούσε ως γέφυρα μεταξύ του κράτους και της αγοράς.
Η συμμαχία αυτή εξασφάλισε την ιδεολογική νομιμοποίηση του καθεστώτος. Οι μουλάδες χρησιμοποίησαν τον παραδοσιακό λόγο περί κοινωνικής δικαιοσύνης και ηθικής οικονομίας για να απονομιμοποιήσουν τις κοσμικές και δυτικές ιδέες περί οικονομικού φιλελευθερισμού. Μέσα σε αυτή τη δομή, η αγορά και το θρησκευτικό κατεστημένο λειτούργησαν αλληλοσυμπληρωματικά: οι μεν ως οικονομικοί πυλώνες, οι δε ως ιδεολογικοί καθοδηγητές.
Η πτώση του Σάχη δεν υπήρξε αποτέλεσμα απλώς της δυσαρέσκειας για τον αυταρχισμό του, αλλά και της αποτυχίας του να εναρμονίσει τον εκσυγχρονισμό με την πολιτισμική και θρησκευτική ταυτότητα του λαού. Ο Χομεϊνί κατόρθωσε να γεμίσει το πολιτικό κενό, χρησιμοποιώντας θρησκευτικά σύμβολα και μια ρητορική αντίστασης. Ωστόσο, αντί της ελευθερίας, εγκαθίδρυσε ένα ακόμη πιο σκληρό καθεστώς που εξαφάνισε κάθε αντίθετη φωνή. Η περίπτωση του Ιράν αποδεικνύει πως η επαναστατική αλλαγή δεν εγγυάται απαραίτητα τη δημοκρατία, ιδίως όταν η νέα εξουσία στηρίζεται στη θεοκρατία και στην καταστολή. Η κοινή αντίθεση των εμπόρων και των μουλάδων απέναντι στον εκσυγχρονισμό, την κρατική παρεμβατικότητα και τον κοσμικό εθνικισμό, συνέβαλε στη δημιουργία μιας «ισλαμικής οικονομίας» και κοινωνίας με ριζωμένες αυταρχικές και θεοκρατικές δομές. Η επιτυχία της επανάστασης στηρίχθηκε όσο στον θρησκευτικό λόγο όσο και στην παραδοσιακή οικονομική υποδομή που οι έμποροι παρείχαν.
Η κυριαρχία του Χομεϊνί, δεν ήταν μόνο θρησκευτική αλλά και ταξικά στοχευμένη, εξασφαλίζοντας τη συμμαχία με την πιο διαχρονικά ισχυρή κοινωνική τάξη του Ιράν: την αγορά.
Μετά από δεκαετίες θρησκευτικής αυταρχίας, γεωπολιτικών εντάσεων και εσωτερικών αγώνων εξουσίας, το καθεστώς εμφανίζει σήμερα σημάδια βαθιάς πολιτικής και κοινωνικής κόπωσης, μια κρίση νομιμοποίησης του ιρανικού καθεστώτος, τις κοινωνικές τάξεις που δρουν ως δυνάμεις αλλαγής και το πώς η σύγκρουση με το Ισραήλ, αν και φαινομενικά ενισχύει την εθνική συσπείρωση, εντείνει την αποξένωση της κοινωνίας από το θεοκρατικό σύστημα.
Η δυναμική της Ισλαμικής Δημοκρατίας βασίστηκε επί δεκαετίες στην ισλαμο-λαϊκιστική συμμαχία ανάμεσα στους μουλάδες, τους εμπόρους (bazaaris), τους αγροτικούς πληθυσμούς και τους εθελοντές της πολιτοφυλακής (Basij). Η εγγραφή της επανάστασης στην καθημερινότητα των πολιτών έγινε μέσα από την οργάνωση της πρόνοιας, των θρησκευτικών εορτών, των θεσμών της σαρία και του δικτύου των ιερατικών σχολών (Dabashi, 2007). Όμως, η ιδεολογική φθορά είναι πλέον εμφανής.
Η κοινωνία του Ιράν είναι βαθιά νεανική: σχεδόν το 60% του πληθυσμού γεννήθηκε μετά την επανάσταση και δεν διατηρεί το ιστορικό ή ιδεολογικό βάρος του 1979 (Bayat, 2013). Η δολοφονία της Mahsa Amini το 2022 αποτέλεσε το σημείο ανάφλεξης για μια γενιά που βλέπει την ισλαμική ηγεσία όχι ως θεματοφύλακα του Ισλάμ, αλλά ως καταπιεστικό μηχανισμό πατριαρχικού ελέγχου και πολιτισμικής καταστολής. Το κίνημα «Γυναίκα, Ζωή, Ελευθερία» (Zan, Zendegi, Azadi) συνιστά, κατά τον Asef Bayat (2021), μια σιωπηλή επανάσταση καθημερινής αντίστασης, περισσότερο πολιτισμική παρά κομματική.
Αν στο παρελθόν, οι bazaaris αποτελούσαν τον οικονομικό κορμό της επανάστασης και χρηματοδοτούσαν τα θρησκευτικά ιδρύματα και αποτελούσαν τον σύνδεσμο μεταξύ κλήρου και λαϊκών τάξεων (Keddie, 2003), σήμερα αυτή η τάξη έχει υπονομευθεί από τον ανερχόμενο παρα-κρατικό καπιταλισμό των Φρουρών της Επανάστασης (IRGC), οι οποίοι ελέγχουν τεράστια τμήματα της οικονομίας — από το πετρέλαιο και τις τηλεπικοινωνίες έως τις κατασκευές και τις εξαγωγές.
Η συμμαχία που καθόρισε τη νομιμοποίηση του καθεστώτος φαίνεται να έχει μετατραπεί σε συγκέντρωση εξουσίας στα χέρια των στρατιωτικο-θρησκευτικών ελίτ, γεγονός που επιτείνει τη δυσαρέσκεια παραδοσιακών στρωμάτων. Το ίδιο το κληρικαλικό κατεστημένο έχει υποστεί διαβρωτικές μετατοπίσεις: πολλοί χαμηλόβαθμοι μουλάδες παραμερίζονται, ενώ η ανώτερη ιεραρχία μετατρέπεται σε αποκομμένο φορέα εξουσίας, με περιορισμένη επαφή με την κοινωνία.
Η αντιπαράθεση με το Ισραήλ, ειδικά μετά τις αεροπορικές επιθέσεις και τις ρίψεις πυραύλων το 2024–2025, προσφέρει στο καθεστώς ένα πρόσκαιρο όπλο εθνικής συσπείρωσης. Όπως υπογραμμίζει ο Behnam Ben Taleblu (2023), το καθεστώς προσπαθεί να εμφανιστεί ως προστάτης της εθνικής κυριαρχίας απέναντι στον «σιωνιστικό ιμπεριαλισμό».
Ωστόσο, η στρατηγική της εξωτερικής απειλής δεν έχει πλέον την ίδια αποτελεσματικότητα: η εσωτερική κοινωνική κρίση, η καταστολή των διαδηλώσεων, η απομόνωση από τη διεθνή κοινότητα και η οικονομική ασφυξία έχουν δημιουργήσει μια νέα μορφή αμφισβήτησης. Όπως επισημαίνει η Nazila Ghanea (2022), η απώλεια εμπιστοσύνης στους θεσμούς συνοδεύεται από την κατάρρευση του ίδιου του αφηγήματος της θρησκευτικής νομιμότητας.
Η πολιτική αλλαγή στο Ιράν δεν είναι ζήτημα μόνον εξωτερικής πίεσης ή στρατιωτικής παρέμβασης. Αντίθετα, το βάρος πέφτει σε εσωτερικούς κοινωνικούς μετασχηματισμούς:
- Νέοι και γυναίκες αποτελούν τον κινητήριο μοχλό των σύγχρονων κινημάτων, όχι μόνο στους δρόμους αλλά και στα πανεπιστήμια, στην κουλτούρα, στη γλώσσα και στην καθημερινότητα (Bayat, 2021).
- Η αστική μεσαία τάξη, αν και απογοητευμένη από τους μεταρρυθμιστές, παραμένει δυνητικός φορέας πολιτικής αλλαγής εφόσον υπάρξει σαφές όραμα μεταρρύθμισης και θεσμικής μετάβασης (Vakil, 2020).
- Οι εργαζόμενοι και περιθωριοποιημένοι πληθυσμοί που κινητοποιούνται κυρίως για οικονομικά αιτήματα ενδέχεται να αποτελέσουν τη μαζική βάση μιας μελλοντικής κινητοποίησης, υπό προϋποθέσεις πολιτικής καθοδήγησης.
- Οι εθνοτικές και περιφερειακές ομάδες διεκδικούν όχι απόσχιση, αλλά σεβασμό, ισονομία και αποκέντρωση – αιτήματα που θέτουν υπό αμφισβήτηση το μονολιθικό μοντέλο του ισλαμικού έθνους-κράτους.
Επιπλέον, μια κρίσιμη πτυχή αποτελεί η πιθανότητα ρήγματος εντός της ελίτ, είτε μέσω διαφωνιών για τη διαδοχή του Ανώτατου Ηγέτη είτε λόγω στρατηγικών διαφοροποιήσεων μεταξύ πολιτικής και στρατιωτικής γραφειοκρατίας.
Η Ισλαμική Δημοκρατία βρίσκεται σε μια φάση ιστορικής εξάντλησης. Το μοντέλο εξουσίας που θεμελιώθηκε το 1979 αποδεικνύεται ανεπαρκές να εκπροσωπήσει μια κοινωνία ριζικά μεταμορφωμένη. Οι γεωπολιτικές εντάσεις ενδέχεται να προσφέρουν βραχυπρόθεσμη σταθερότητα, αλλά μακροπρόθεσμα επιτείνουν τη διαγενεακή και πολιτισμική ρήξη.
Όπως έδειξε ο Asef Bayat (2010), οι επαναστάσεις του 21ου αιώνα δεν θα είναι απαραίτητα φαντασμαγορικές, αλλά σιωπηλές, καθημερινές, πολιτισμικές. Το Ιράν ενδέχεται να κινηθεί προς μια μετα-θεοκρατική μετάβαση, όχι με καταρρεύσεις, αλλά μέσα από τη σταδιακή μετατόπιση της κοινωνικής νομιμοποίησης προς ένα νέο πολιτικό φαντασιακό, κοσμικό, πλουραλιστικό και δημοκρατικό.