Η νέα κατάσταση στον ΣΥΡΙΖΑ και οι δυο κουλτούρες

Toυ Νικόλα Σεβαστάκη

Εκτός εξαιρέσεων, τα πορίσματα βέβαιου θανάτου δεν έχουν θέση στην πολιτική γιατί οι κομματικές-πολιτικές ταυτίσεις εξακολουθούν να υπάρχουν.

ΟΛΟ ΑΥΤΟ ΤΟΝ καιρό συναντούμε ένα σχόλιο που δείχνει να επείγεται να διαγνώσει τον κλινικό θάνατο, την ανάσταση, την καλή υγεία ή την κατάρρευση κομμάτων. Είχε ακουστεί στο παρελθόν άπειρες φορές για το ΠΑΣΟΚ και τους τελευταίους μήνες σε σχέση με τον ΣΥΡΙΖΑ ή ακόμα και με τη συρρίκνωση των δημοσκοπικών ποσοστών της Νέας Δημοκρατίας.

Μάλλον βιαστικές σκέψεις και συχνά ευσεβείς πόθοι ή, ακόμα χειρότερα, προσπάθειες παρασκηνιακής κατασκευής αρεστών σεναρίων. Μπορούμε όμως να πούμε ότι όσο κι αν έχουν κρίσεις και δείγματα αποδυνάμωσης, τα βασικά, τουλάχιστον, πολιτικά σχήματα συνομιλούν πάντα με κοινωνικά συναισθήματα και πολιτικές ταυτότητες. Προφανώς έχει αυξηθεί η κινητικότητα των ψηφοφόρων και πολλά φαινόμενα απουσίας εμπιστοσύνης και έντονα απογοητευμένης αποστασιοποίησης.

Παρ’ όλα αυτά, το κόμμα Κασσελάκη, από όλα όσα δείχνει συνθηματολογικά και ως προθέσεις, δεν αφορά τόσο την ελληνική αριστερά όσο έναν ενδιάμεσο χώρο κεντρώου, πατριωτικού και business friendly λαϊκισμού. Με μια έννοια, το Κίνημα Δημοκρατίας διεκδικεί περισσότερους θολούς κεντροδεξιούς και μεσαιοχωρίτες παρά αριστερούς.

Η χθεσινή εκλογή του Σωκράτη Φάμελλου στον ΣΥΡΙΖΑ και η ισχυρή παρουσία του Παύλου Πολάκη στο κόμμα φανερώνει κάτι που ήδη γνωρίζουμε: τη συμβίωση δυο διαφορετικών εκδοχών πολιτικής κουλτούρας, μιας πιο κοντά στη διαλογική γραμμή της ανανεωτικής αριστεράς και μιας που αγκαλιάζει περισσότερο τους συγκρουσιακούς τόνους της πολιτικής.

Αν το σκεφτεί κανείς, σε όλη μάλιστα την αριστερά, από την κεντροαριστερά μέχρι τις πιο ριζοσπαστικές ομάδες της, υπάρχει ένα σημείο έντασης μεταξύ μιας γραμμής συνθέσεων (μιας, ας την πω, συζητώσας αριστεράς) και μιας γραμμής που σπεύδει να τονίζει πάντα την ανάγκη πιο χοντρών, διαχωριστικών γραμμών. Το λάθος πολλών εξωτερικών παρατηρητών είναι να πιστεύουν ότι το ένα μπορεί να αυτονομηθεί τελείως από το άλλο, ότι η ορθολογική αβροφροσύνη μπορεί να κάνει λαϊκή πολιτική δίχως τα συναισθήματα ή ότι αυτά τα τελευταία μπορεί να εκπροσωπήσουν «αυθεντικότερα» το λαϊκό φρόνημα μόνο με τα παχιά λόγια και τις συμβολικές χειρονομίες κατά του αντιπάλου.

Τα κόμματα εν τέλει δεν πεθαίνουν, αλλά γνωρίζουν ήττες ή περνούν κρίσεις και ενδέχεται να έχουν και δεύτερες και τρίτες ευκαιρίες. Δεν ξέρουμε τι από τα παραπάνω επιφυλάσσει το μέλλον, ούτε καν για τον πολυτραυματία ΣΥΡΙΖΑ. Εκτός εξαιρέσεων, τα πορίσματα βέβαιου θανάτου δεν έχουν θέση στην πολιτική γιατί οι κομματικές-πολιτικές ταυτίσεις εξακολουθούν να υπάρχουν, έστω με πιο ευάλωτο αποτύπωμα και περισσότερες συγχύσεις.

ΑΠΟ ΤΗ LIFO