Ομιλία Ευάγγελου Βενιζέλου στην παρουσίαση με τη Γιάννα Αγγελοπούλου του βιβλίου του Γ. Λακόπουλου «Η μπαλάντα των Ολυμπιακών Αγώνων», εκδόσεις Λιβάνη.
“Γιάννα μου, κατ’ αρχάς σε ευχαριστώ από καρδιάς για τα λόγια σου και για τα αισθήματά σου και, αναδρομικά, για την εξαιρετική συνεργασία που είχαμε, με το αποτέλεσμα αυτό που περιέγραψες με τον καλύτερο τρόπο. Και βεβαίως το συνοψίζει σε ένα βιβλίο δοκιμιακό, συνθετικό, ακριβές από πλευράς τεκμηρίωσης, με τη γνωστή ικανότητά του ως senior πολιτικός συντάκτης, ο Γιώργος Λακόπουλος, ο οποίος ταυτόχρονα βλέπει τα πράγματα και από μέσα αλλά και απ’ έξω, από τις Βρυξέλλες, όχι με την οπτική γωνία των Βρυξελλών αλλά με την οπτική γωνία ενός κοσμοπολίτη ο οποίος ξέρει να μετράει τη χώρα μας με αντικειμενικά κριτήρια και όχι απλώς με εσωτερικά.
Μίλησε η Γιάννα, η Γιάννα Αγγελοπούλου είναι η μεγάλη κυρία των Ολυμπιακών Αγώνων της Αθήνας του 2004, είναι το πρόσωπο των Ολυμπιακών Αγώνων, είναι ταυτισμένη με τους Αγώνες, οργάνωσε τους Αγώνες ως Πρόεδρος της Οργανωτικής Επιτροπής, αφού τους έφερε στην Ελλάδα ως Πρόεδρος της Επιτροπής Διεκδίκησης και κινητοποίησε τους εθελοντές, εμπνεύστηκε και διαχειρίστηκε την τελετή έναρξης που κι αυτή έχει μείνει, ως αυτοτελές κεφάλαιο, στην πολιτιστική ιστορία θα έλεγα του διεθνούς Ολυμπιακού Κινήματος και όχι μόνο της χώρας. Πρόκειται για μία δουλειά μοναδική, εξαιρετική, που υπερέβη το μέτρο.
Ανταποκριθήκαμε σε μία οργανωτική, αναπτυξιακή, πολιτική, κοινωνική και εθνική πρόκληση και νομίζω ότι τα φέραμε εις πέρας με μία εντυπωσιακή υπερένταση δυνάμεων. Υπερένταση δυνάμεων υπήρξε γιατί είχαν τεθεί υψηλοί στόχοι, η Ελλάδα ήταν η μικρότερη χώρα που διοργάνωσε ποτέ Ολυμπιακούς Αγώνες, το χρονοδιάγραμμα ήταν απολύτως αυστηρό, αμετάθετο, και υπήρχε συνεχής και απηνής διεθνής έλεγχος, όχι μόνο από τη Διεθνή Ολυμπιακή Επιτροπή αλλά και από συμφέροντα που κινούνται γύρω από τους Ολυμπιακούς Αγώνες και από τα διεθνή μέσα ενημέρωσης.
Δεν ξέρω αν το μοντέλο, όπως το περιγράφω, σας θυμίζει κάτι. Το μοντέλο αυτό θυμίζει τα Μνημόνια, την περίοδο της οικονομικής κρίσης, γιατί και πάλι έπρεπε να καταβληθεί υπερένταση δυνάμεων και πάλι υπήρχε απηνής διεθνής έλεγχος πολλών επιπέδων, από την Τρόικα, από τους εταίρους μας, από το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, από τις αγορές, από τα μέσα ενημέρωσης. Τα δύο φαινόμενα είναι απολύτως συγκρίσιμα. Και στα δύο φαινόμενα υπάρχει ένα ζήτημα πολιτικής συναίνεσης η οποία διαμορφώθηκε σταδιακά ή αποδιοργανώθηκε σταδιακά, και στα δύο είχαμε εναλλαγή πολιτικών δυνάμεων στη διακυβέρνηση. Στην οργάνωση των Ολυμπιακών Αγώνων θα έλεγα ότι, ευτυχώς, αυτό συνέβη όταν είχε ολοκληρωθεί σχεδόν η προετοιμασία, τέσσερις μήνες μόλις πριν την έναρξη των Ολυμπιακών Αγώνων έγιναν οι εκλογές του 2004. Στην περίπτωση των Μνημονίων, η περίοδος μοιράζεται περίπου στη μέση, 2010-2015, 2015-2019. Άρα πρόκειται για μία κολοσσιαία εθνική επιτυχία που είναι επιτυχία του Κράτους, επιτυχία του ιδιωτικού τομέα εάν θεωρήσουμε ότι η Οργανωτική Επιτροπή είναι ιδιωτικός τομέας, θα έλεγα ότι είναι ένας ενδιάμεσος τομέας που εφάπτεται πρωτίστως με την κοινωνία των πολιτών, αλλά η επιτυχία τρόμαξε και τους δύο. Η επιτυχία τρόμαξε και το Κράτος, το πολιτικό σύστημα, τρόμαξε και την κοινωνία, και τους πολίτες.
Ήθελα να ξεκινήσουμε από την αρχή, να απαντήσουμε τώρα, τόσα χρόνια μετά, 21 χρόνια μετά, στο ερώτημα, ήταν ορθή επιλογή η διεκδίκηση των Αγώνων ή ήταν μία επιλογή υπερβολική, με στοιχεία επαρχιωτισμού; Γιατί ο Γιώργος Λιάνης το 1996, λίγο πριν αντικατασταθεί από την Πρωθυπουργία ο Ανδρέας Παπανδρέου, τον έπεισε ότι πρέπει να υποβληθεί η αίτηση κι αυτό το ανέλαβε μετά η κυβέρνηση Σημίτη; Νομίζω ήταν μία επιλογή απολύτως σωστή, η οποία έφερνε την Ελλάδα αντιμέτωπη με τα μεγέθη που την κάνουν κάτι παραπάνω από αυτό που είναι, πληθυσμιακά, οικονομικά. Η Ελλάδα μεγαλώνει, καθίσταται διεθνές μέγεθος με τον Αρχαίο Ελληνικό Πολιτισμό, με την ανατολική εκδοχή του Χριστιανισμού χωρίς την οποία δεν συγκροτείται ο χριστιανικός κόσμος, το τρίτο είναι το Ολυμπιακό Κίνημα, δεν είναι τυχαίο ότι αυτό αναγνωρίζεται, ότι πάντα η Ελλάδα είναι πρώτη στην παρέλαση, το τέταρτο είναι η διασπορά και το πέμπτο η ναυτιλία. Αυτά είναι τα πέντε στοιχεία που την μεγαλώνουν την Ελλάδα και έπρεπε νομίζω να το κάνουμε αυτό, παρά την αποτυχία της διεκδίκησης του 1996 και παρά τη φιλόδοξη και θα έλεγα ατεκμηρίωτη ιδέα, να δοθούν κατ’ εξαίρεση οι Αγώνες στην Ελλάδα χωρίς τη διαδικασία που προβλέπει η Διεθνής Ολυμπιακή Επιτροπή. Ήταν, βεβαίως, καταλυτική η επιλογή να ηγηθεί ένα πρόσωπο όπως η Γιάννα Αγγελοπούλου της Επιτροπής Διεκδίκησης, να υπάρχει πρόσωπο σπαθί και να υπάρχει, πίσω από τη Γιάννα Αγγελοπούλου, ο Θόδωρος Αγγελόπουλος ο οποίος νομίζω ότι έχει παίξει ένα ρόλο ο οποίος πρέπει να αναδειχθεί, δεν έχει αναδειχθεί επαρκώς.
Τώρα, αφού αναλάβαμε τους Αγώνες – και θυμάμαι ότι ο Κώστας Σημίτης μου ζήτησε επιτακτικά να πάμε στο Ζάππειο μαζί, να υποδεχθούμε την Επιτροπή Διεκδίκησης που ήρθε ως θριαμβεύτρια από τη Λωζάνη- άρχισαν δύο παράλληλοι στόχοι: η οργάνωση των Αγώνων και η οργάνωση της χώρας. Αυτά τα δύο συμπλέκονται αλλά δεν ταυτίζονται και η προετοιμασία των Αγώνων και της χώρας, κατά τη γνώμη μου διακρίνεται σε δύο φάσεις. Η πρώτη φάση, που είναι η φάση της αμηχανίας και των πειραματισμών, είναι μεγάλη, είναι από το 1998 έως το 2000 και η δεύτερη είναι η φάση Γιάννα Αγγελοπούλου επικεφαλής, 2000-2004. Το 2000 επανέρχομαι κι εγώ στο Υπουργείο Πολιτισμού και στα καθήκοντα του Υπουργού – Συντονιστή της Ολυμπιακής Προετοιμασίας, για την ακρίβεια της Διυπουργικής Επιτροπής Συντονισμού της Ολυμπιακής Προετοιμασίας, της ΔΕΣΟΠ, στην οποία Πρόεδρος ήταν ο Πρωθυπουργός, εγώ ήμουν ο Συντονιστής, υπήρχε ο Γενικός Γραμματέας των Ολυμπιακών Αγώνων, ο Κώστας Καρτάλης, και δίπλα στη Γιάννα βεβαίως υπήρχαν πολλά πρόσωπα, κορυφαίο ο Μάρτων Σίμιτσεκ που ήταν ο στρατηγός της υπόθεσης και ο μάνατζερ της πόλης. Δεν θα μιλήσω για την περίοδο της αμηχανίας, για τις επιλογές που έγιναν, θα πω κατευθείαν το ουσιώδες συμπέρασμα, το οποίο το έχει πει ο ίδιος ο Κώστας Σημίτης, τουλάχιστον σε εμένα το έχει πει με απόλυτη ευθύτητα, ήταν λάθος το γεγονός ότι δεν ορίστηκε εξ αρχής, την επόμενη της ανάληψης των Αγώνων, η Γιάννα Αγγελοπούλου ως Πρόεδρος της Οργανωτικής Επιτροπής. Αυτή ήταν η σωστή εθνική επιλογή, αυτή έπρεπε να γίνει, δεν έγινε για διάφορους λόγους τους οποίους θα τους γράψει ο Γιώργος Λακόπουλος σε ένα δεύτερο βιβλίο, σημασία έχει ότι κάλλιο αργά παρά ποτέ, το 2000 ήταν συγκροτημένο το σχήμα όπως έπρεπε και νομίζω ότι κατάφερε αυτό που φαινόταν ακατόρθωτο, δεν το πίστευε ούτε η Διεθνής Ολυμπιακή Επιτροπή, δεν το πίστευαν τα μέσα ενημέρωσης διεθνώς, ότι κάναμε τους καλύτερους αγώνες. Από τις 13 Αυγούστου του 2004 αυτό έγινε διεθνής συνείδηση, από την τελετή έναρξης, γιατί όλα λειτουργούσαν άψογα.
Σας θυμίζω ότι η χώρα έκανε παράλληλα και άλλα πράγματα, ήμασταν σε μία περίοδο στην οποία είχε τεθεί ο μεγάλος στόχος της ένταξης της χώρας στην Οικονομική και Νομισματική Ένωση, έπρεπε να αλλάξουν τα μεγέθη τα δημοσιονομικά και τα μακροοικονομικά. Το 1993, όταν ξεκίνησε η τελευταία κυβέρνηση Ανδρέα Παπανδρέου και ήμουν ο κυβερνητικός της εκπρόσωπος για όσους είστε παλαιοί και θυμάστε, η χώρα είχε πληθωρισμό 14% και τα επιτόκια χορηγήσεων που έδιναν οι τράπεζες ήταν 25%. Η δημοσιονομική προσαρμογή και η μακροοικονομική που πετύχαμε για την ένταξη στην ΟΝΕ είναι κολοσσιαία, είναι μεγαλύτερη αριθμητικά από την προσαρμογή των μνημονίων. Έπρεπε λοιπόν να κάνουμε και άλλα πράγματα, αρκεί να σας πω ότι εγώ είχα για παράδειγμα παράλληλα και την αναθεώρηση του Συντάγματος ως πολύ μεγάλο φάκελο, υπήρχε η ένταξη της Κύπρου στην Ευρωπαϊκή Ένωση, βλέπω τον Χρήστο Στυλιανίδη εδώ.
Έπρεπε λοιπόν να οργανώσουμε τη χώρα και τους αγώνες. Η χώρα δεν θα μπορούσε να οργανωθεί όμως χωρίς τη διεθνή πίεση και η Γιάννα είχε επωμιστεί και ένα παράλληλο καθήκον, να είναι η οργανώτρια των αγώνων μαζί με την Οργανωτική Επιτροπή, αλλά ταυτόχρονα να είναι και ο μοχλός πίεσης, όχι επειδή αποδεχόταν αυτόματα αυτό που ήθελε η Διεθνής Ολυμπιακή Επιτροπή, αλλά γιατί αντιλαμβανόταν ότι εάν δεν έχουμε σύμμαχό μας και ικανοποιημένη τη Διεθνή Ολυμπιακή Επιτροπή, στην αρχή τον Ρογκ, στη συνέχεια τον Όσβαλντ, όλους όσοι εμπλεκόντουσαν στη διαδικασία αυτή, δεν θα μπορούσαμε να οργανώσουμε τους Ολυμπιακούς Αγώνες.
Η οργάνωση της χώρας, από την άλλη μεριά, δεν περιελάμβανε μόνο την Αθήνα, περιελάμβανε και την υπόλοιπη χώρα, ένα φιλόδοξο πρόγραμμα «Ελλάδα 2004», τις ολυμπιακές πόλεις, την Αθήνα, την Πάτρα, το Ηράκλειο, τον Βόλο, τα στάδια, τις υποδομές, ξεκίνησαν οι αγώνες μία ημέρα νωρίτερα στο Καυτατζόγλειο Στάδιο με ποδοσφαιρικό αγώνα. Άρα είχαμε αθλητικά έργα, υποδομές φιλοξενίας, υποδομές επικοινωνίας, έπρεπε να απαντήσουμε σε ένα ερώτημα θεμελιώδες, εάν θα κάνουμε προσωρινές κατασκευές ή κατά προτίμηση μόνιμες, κάνοντας μία στάθμιση κόστους-οφέλους, κάναμε μία μαξιμαλιστική ίσως προσέγγιση μόνιμων υποδομών, αλλά εάν μετρήσει κανείς το κόστος των προσωρινών, θα δει ότι είναι αρκετά ορθολογική η επιλογή. Εμπλέκονταν πάρα πολλοί φορείς, το ΥΠΕΧΩΔΕ με τον Κώστα Λαλιώτη έπαιξε καθοριστικό ρόλο, στην αρχή με τη Βάσω, ο Κώστας είχε αναλάβει τεράστιο βάρος, το Υπουργείο Πολιτισμού το οποίο είχε τρεις υπηρεσίες έργων, τη δική του τη Γενική Γραμματεία, τη Γενική Γραμματεία Αθλητισμού και την Τεχνική της Υπηρεσία και Ειδική Τεχνική Υπηρεσία Ολυμπιακών Έργων με τον Νάσο Αλευρά, ο Γιώργος Λιάνης είχε επανέλθει ως Υφυπουργός Αθλητισμού, είχαμε τον Οργανισμό Εργατικής Κατοικίας για το ολυμπιακό χωριό, βεβαίως εργατικές κατοικίες μετά, είχαμε ιδιωτικά έργα, το στάδιο Καραϊσκάκη, τα χωριά τύπου. Βεβαίως είχαμε και τοπόσημα πολύ μεγάλα, την επιλογή να έρθει ο Σαντιάγο Καλατράβα ως ένας πολιτικός μηχανικός, αρχιτέκτονας, μεγαλογλύπτης για να κάνει αυτή την κατασκευή η οποία δυστυχώς δεν συντηρήθηκε στον βαθμό που θα έπρεπε, δεν επιθεωρήθηκε καν με τη συχνότητα που θα έπρεπε, αλλά υπάρχει και είναι ταυτισμένη με τα σύμβολα των Ολυμπιακών Αγώνων. Και μετά έπρεπε να ασχοληθούμε με τις μεταφορές, με την ασφάλεια, με τη δημόσια υγεία, με τη λειτουργία της πόλης, με τη φιλοξενία των επισκεπτών, δηλαδή με την οργάνωση της τουριστικής αγοράς .
Φυσικά, δεν μιλάω για τις υποδομές που υπήρχαν, τις ανέφερε η Γιάννα, δηλαδή δεν κάναμε το Μετρό για τους αγώνες, δεν κάναμε την Αττική Οδό για τους αγώνες, αλλά η Βάρης-Κορωπίου δεν θα γινόταν αλλιώς, τα έργα των άλλων ολυμπιακών πόλεων, όχι τα στάδια, αλλά αντιπλημμυρικά έργα, περιφερειακοί οδοί, δεν θα γινόντουσαν εάν δεν υπήρχε το «Ελλάδα 2004», άλλαξε η μορφή του Ηρακλείου για παράδειγμα ριζικά, στον Βόλο έγιναν πολύ σημαντικά έργα.
Πάμε λοιπόν στη μέθοδο ολυμπιακής προετοιμασίας. Η μέθοδος ολυμπιακής προετοιμασίας στην οποία μετέχει το κράτος και η Οργανωτική Επιτροπή, η Γιάννα παίζει καθοριστικό ρόλο, ο Κώστας Σημίτης είναι παρών διαρκώς, τα Υπουργεία, οι φορείς όλοι, στο επίπεδο του δημόσιου τομέα συγχρονίζονται απολύτως όλοι , είναι μία μέθοδος οργάνωσης του κράτους, έχω πει ότι όλα τα μεγάλα θέματα έπρεπε να αντιμετωπιστούν με τη μέθοδο αυτή. Σε κάποιο βαθμό αυτό έγινε την περίοδο των μνημονίων, αλλά δεν νοείται για παράδειγμα κράτος πολιτικής προστασίας, τώρα που έχουμε τεράστια προβλήματα πολιτικής προστασίας, εάν δεν εφαρμοστεί η ολυμπιακή μέθοδος. Ολυμπιακή μέθοδος σημαίνει νομοθεσία ειδική που τέμνει τα ζητήματα και ρυθμίζει ζητήματα από απαλλοτριώσεις μέχρι μελέτες περιβαλλοντικών επιπτώσεων, από τις αδειοδοτήσεις, μέχρι τον δικαστικό έλεγχο. Έγιναν 50 τουλάχιστον μεγάλες δίκες στο Συμβούλιο Επικρατείας για τα ολυμπιακά έργα και για τα παράπλευρα έργα, αρκεί να σας πω ότι υπήρχαν έργα που κερδήθηκαν με μία ψήφο διαφορά, το Μουσείο της Ακρόπολης, παράπλευρο έργο υψηλού συμβολισμού, κερδήθηκε με μία ψήφο διαφορά, δεν θα είχε γίνει.
Τα άλλα τα ξέρετε, πολιτιστική ολυμπιάδα, ολυμπιακή εκεχειρία, δεν μνημονεύω και τα πρόσωπα τα οποία έπαιξαν πολύ σημαντικό ρόλο. Άρα το κράτος πραγματικά λειτούργησε υποδειγματικά αλλά με υπερένταση και κόπο, και αυτό φάνηκε στα πάντα, από τους συνοριακούς ελέγχους μέχρι τους ελέγχους τροφίμων και από τον τρόπο οργάνωσης των ξενοδοχείων, πέρα από αυτά που έκανε η Οργανωτική Επιτροπή και το στενό κράτος.
Τώρα έρχομαι σε αυτό που ήταν κεντρικό σημείο και στην παρουσίαση της Γιάννας, στον μεγάλο αστικό και πολιτικό μύθο της υπερβολικής δαπάνης των Ολυμπιακών Αγώνων. Λοιπόν, νομίζω ότι πρέπει να πούμε τα πράγματα σήμερα κανονικά και αυτό είναι μία αξίωση ιστορική, μία υποχρέωση αλήθειας. Το 2015, πριν από δέκα χρόνια, ανατέθηκε σε έναν πάρα πολύ έγκυρο φορέα, στο ΙΟΒΕ, στο Ίδρυμα Οικονομικών και Βιομηχανικών Ερευνών, που διευθύνεται από τον καθηγητή Νίκο Βέττα, σε μία ομάδα έγκριτων οικονομολόγων να εκτιμήσει το κόστος και το όφελος βεβαίως των Ολυμπιακών Αγώνων. Έχω πει, στη Βουλή μιλώντας, τότε, την εποχή εκείνη, ότι εάν μιλάμε για κόστος και όχι για επένδυση, εθνική επένδυση, κάνουμε εξαρχής λάθος, οι αγώνες δεν είναι ένα βάρος που κοστίζει, είναι μία επένδυση που αποδίδει και εάν περιμέναμε η επένδυση αυτή να αποδώσει και να αποσβεσθεί στα τέλη Σεπτεμβρίου 2004 με τη λήξη των Παραολυμπιακών Αγώνων, νομίζω ότι αδικούμε τους εαυτούς μας και την κοινή λογική. Αλλά παρόλα αυτά, με τους αυστηρότερους δημοσιονομικούς όρους, λέει το ΙΟΒΕ, αφού τα μέτρησε από κάθε δυνατή πλευρά, στη δεκαετία 2000-2010, γιατί τότε έγιναν οι δαπάνες, μερικές έγιναν μετά το 2004, υπήρχαν ουρές μέχρι το 2010, η συνολική δαπάνη από το Πρόγραμμα Δημοσίων Επενδύσεων, η δαπάνη για υποδομές δηλαδή, ολυμπιακών έργων με εθνικούς πόρους, γιατί εδώ δεν είχαμε συμμετοχή ευρωπαϊκών πόρων, ήταν 6 δισεκατομμύρια, δεν θα μετρήσουμε φυσικά το κόστος του μετρό και το κόστος της Αττικής Οδού. Η δαπάνη από τον τακτικό προϋπολογισμό για λειτουργικές δαπάνες, συμπεριλαμβανομένης και της επιχορήγησης της Οργανωτικής Επιτροπής αντί του περιβόητου ολυμπιακού λαχείου, εάν θυμάστε, ήταν 500 εκατομμύρια, άρα συνολική δημόσια δαπάνη της δεκαετίας ήταν 6,5 δισεκατομμύρια.
Κατά τον υπολογισμό του ΙΟΒΕ το δημοσιονομικό όφελος από την είσπραξη του ΦΠΑ και του φόρου εισοδήματος είναι άμεσα 1,5 δισεκατομμύριο και στο βάθος της δεκαετίας 2,9 δισεκατομμύρια. Δηλαδή εάν αφαιρέσει κανείς το δημοσιονομικό όφελος από τα φορολογικά και ασφαλιστικά έσοδα του δημοσίου, πρέπει από τα 6,5 δισεκατομμύρια να αφαιρέσουμε τα 2,9 δισεκατομμύρια ως δημοσιονομικό όφελος, χωρίς να λαμβάνουμε υπόψη το όφελος στην ανάπτυξη της χώρας. Το όφελος στον τουρισμό πρωτίστως, στην προσέλκυση επισκεπτών, στη λειτουργία της χώρας, στην αναβάθμιση της οικονομίας επειδή αναβαθμίστηκαν οι υποδομές. Αυτή είναι η αλήθεια του ΙΟΒΕ, δεν είναι η αλήθεια της Γιάννας ούτε η αλήθεια η δική μου .
Η Οργανωτική Επιτροπή ήταν μία ανώνυμη εταιρία, ένα νομικό πρόσωπο, ήταν απολύτως ισοσκελισμένος ο προϋπολογισμός της, πλεονασματικός κατά 131 εκατομμύρια. Τελικώς απέδωσε λιγότερα από τα 131 εκατομμύρια, αλλά απέδωσε, εισέπραξε ραδιοτηλεοπτικά δικαιώματα, εισέπραξε χορηγίες, εισέπραξε εισιτήρια και βεβαίως είχε τη δαπάνη που έπρεπε να έχει για να οργανωθούν οι άψογοι και θαυμαστοί Ολυμπιακοί Αγώνες, αλλά ήταν πλεονασματική η Οργανωτική Επιτροπή.
Αυτός είναι ο ισολογισμός και ο απολογισμός της Οργανωτικής Επιτροπής, σας είπα προηγουμένως τα 6,5 δισεκατομμύρια του κράτους. Στη συνολική δημόσια δαπάνη της δεκαετίας 2000-2010 μέχρι την έκρηξη της κρίσης τα 6,5 δισεκατομμύρια είναι το 1% της δημόσιας δαπάνης, ποιος μπορεί να πει ότι η οικονομική κρίση, δηλαδή ο δημοσιονομικός εκτροχιασμός οφείλεται στους Ολυμπιακούς Αγώνες, όταν αυτό είναι το δημοσιονομικό αποτέλεσμα όπως το περιγράφει το ΙΟΒΕ.; Νομίζω ότι αυτό αναδρομικά καθιστά ακόμα σοβαρότερο το πρόβλημα της μη αξιοποίησης των ολυμπιακών ακινήτων, αλλά μήπως αξιοποιήθηκε το Ελληνικό, το οποίο υπήρχε ως ακίνητο και ως πρόκληση πριν τους Ολυμπιακούς Αγώνες και τώρα δρομολογείται και γίνεται μία κολοσσιαία ιδιωτική επένδυση, αλλά ακόμα δεν έχουμε ολοκληρώσει;
Αυτό λοιπόν εξηγεί το τι έχει συμβεί. Νομίζω ότι υπάρχει ένα πρόβλημα συλλογικής, ας το πούμε έτσι, ψυχολογίας το οποίο πρέπει να αντιμετωπίσουμε. Υπήρξε μία υπερένταση, υπήρξε μία επιτυχία πρωτοφανής, υπήρξε μία γιορτή και μετά καταγράφηκε μία κόπωση και μετά μία απώθηση. Δηλαδή η χώρα, η κοινωνία, το κοινό αίσθημα, ένιωσε την ανάγκη να απωθήσει αυτή την επιτυχία, δεν μπορούσε να διαχειρισθεί αυτό το επίπεδο της χώρας και νομίζω ότι σε αυτό συντέλεσε και το γεγονός ότι πριν αυτά καλά-καλά αφομοιωθούν, μπήκαμε στην περιπέτεια της οικονομικής κρίσης, δηλαδή πήγαμε από το ζενίθ στο ναδίρ, πήγαμε από την εθνική υπερηφάνεια σε μία διαδικασία εθνικής ταπείνωσης. Όμως τώρα, που κάνουμε μία συνολική εθνική προσπάθεια αναστοχασμού και επαναξιολόγησης, τώρα δεν πρέπει να πούμε την αλήθεια και να την πιστέψουμε;
Νομίζω ότι το βιβλίο του Γιώργου Λακόπουλου συμβάλει, χάρη και στις εκδόσεις Λιβάνη, σημαντικά στον αναστοχασμό αυτό. Κυρίως συμβάλει η παρουσία της Γιάννας, η οποία είναι εδώ, δυναμική, όπως την ξέραμε, επίμονη, παρούσα, λέει το λόγο της με δικαιοσύνη και νομίζω απόλυτη ωριμότητα και προσωπικά την ευχαριστώ πάρα πολύ και νομίζω ότι πρέπει όλοι μαζί σήμερα, με πρώτη τη Γιάννα και τον Θόδωρο και όλους εδώ και όλες που συνέβαλαν, γιατί είναι πολλοί εδώ μέσα, στο επίτευγμα αυτό, η κάθε μία και ο καθένας με τον τρόπο του και νομίζω ότι εδώ μέσα εκπροσωπείται και η κοινωνία των πολιτών, εκπροσωπούνται οι εθελοντές, εκπροσωπούνται οι θεατές, εκπροσωπούνται οι κριτές και οι επικριτές των Ολυμπιακών Αγώνων. Σήμερα νομίζω ότι πρέπει να ξεκινήσουμε αυτή τη μεγάλη προσπάθεια του εθνικού αναστοχασμού, για να καταλάβουμε τι έγινε και για να καταλάβουμε επιτέλους ποιοι είμαστε οι Έλληνες και οι Ελληνίδες.
Ευχαριστώ πολύ.
Απαντήσεις σε ερωτήσεις του Παύλου Τσίμα
Σχετικά με την αξιοποίηση της μεθόδου της ολυμπιακής προετοιμασίας
Ευ. Βενιζέλος: Νομίζω ότι μπορεί, αυτή είναι η δική μου εμπειρία μετά από μία μακρά πολιτική διαδρομή. Έχω ζήσει πολλές κρίσεις, κάθε είδους κρίση, έχω διαχειρισθεί και την οικονομική κρίση στην πιο σκοτεινή της περίοδο και πιστεύω ότι αυτή η μέθοδος οργάνωσης του κράτους με τον Πρωθυπουργό, με συνεχή λειτουργία μίας διυπουργικής επιτροπής, με ένα κράτος που δεν είναι ονομαστικά επιτελικό αλλά είναι ένα κράτος managerial, ένα κράτος επιχειρησιακό, ένα κράτος που αξιοποιεί μεγάλες προσωπικότητες της κοινωνίας και της αγοράς, όπως καλή ώρα η Γιάννα, ένα κράτος που κινητοποιεί όλες τις δημιουργικές και παραγωγικές δυνάμεις του τόπου και όχι μόνο αυτό που λέμε διοίκηση, ένα κράτος που δεν είναι το περιχαρακωμένο και ασύμμετρο πολιτικό σύστημα αλλά είναι η συμπύκνωση όλων των δυνάμεων του έθνους.
Ένα τέτοιο κράτος νομίζω ότι μπορεί και πρέπει να αξιοποιήσει τη μέθοδο της ολυμπιακής προετοιμασίας για πάρα πολλά θέματα, αλλά χρειάζονται συναινέσεις, χρειάζεται διάλογος, ικανότητα διαλόγου μεταξύ των πολιτικών δυνάμεων, χρειάζεται συμφωνία στους μεγάλους στόχους, αδιατάρακτη προσήλωση στους στόχους αυτούς για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα, μέχρι να καταγραφεί το αποτέλεσμα. Εάν δεν προσηλώνεσαι και δεν συνεχίζεις, πειθαρχείς στη συνέχεια, αλλά πρέπει να υπάρχει ο χρόνος να συμβεί αυτό. Στους Ολυμπιακούς Αγώνες δεν μπορούσαμε να παρατείνουμε το Mνημόνιο, να κάνουμε το πρώτο και μετά ένα δεύτερο και μετά ένα τρίτο, θα μπορούσαμε να έχουμε τελειώσει στα πέντε χρόνια την οικονομική κρίση, τελειώσαμε στα 10 –λέω– θα μπορούσαμε να πάμε και στα 15, αλλά Ολυμπιακοί Αγώνες σήμαινε Αύγουστος 2004, άρα ήταν η πειθαρχία πολύ μεγαλύτερη και η καταστροφή θα ήταν απόλυτη, δηλαδή θα ήταν μία εθνική καταστροφή. Νομίζω ότι τα είπε προηγουμένως η Γιάννα, τα προσυπογράφω απολύτως, το θέμα είναι να σκεφτούμε ότι αυτό είναι μία κληρονομιά που πρέπει να την αξιοποιήσουμε.
Σχετικά με την εγκατάλειψη των ολυμπιακών ακινήτων
Ευ. Βενιζέλος: Αν δείτε λίγο το πως κατατέμνετε σε υποπεριόδους αυτή η περίοδος, ίσωςθα έχετε τον πρόλογο μιας εξήγησης. Δηλαδή, οι αγώνες τελειώνουν το 2004. Μέχρι το 2009, τις εκλογές του 2009, είναι μια περίοδος στην οποία θα μπορούσαν να έχουν γίνει πολλά πράγματα. Η χώρα ζούσε υπό συνθήκες κανονικότητας, ψευδώς βεβαίως, αλλά πάντως υπό συνθήκες κανονικότητας.
Το 2010-2019 μπαίνουμε στην περίοδο των Μνημονίων. Δηλαδή, δεν θα μπορούσε να δώσει κανείς την προτεραιότητά του στα Ολυμπιακά ακίνητα, διότι έπρεπε και τα Ολυμπιακά ακίνητα να μπούνε σε ένα πολύ μεγάλο κορβανά που ήταν η δημόσια περιουσία. Έπρεπε να διαχειριστούμε τη δημόσια περιουσία ως φυσικό αντικείμενο και ως λογιστικό μέγεθος. Και όλα αυτά συνδέονταν με τη δημοσιονομική διάσωση της χώρας.
Από το 2019 έως σήμερα, που είναι περίπου 6,5-7 χρόνια, επίσης είμαστε υπό συνθήκες υποτιθέμενης ή πραγματικής κανονικότητας, άρα θα έπρεπε να έχει δοθεί μία έμφαση και στο ζήτημα αυτό, να έχουν κλείσει εκκρεμότητας ή εν πάση περιπτώσει να έχουν επινοηθεί λύσεις.
Αυτό θα μπορούσε να έχει συμβεί, εάν εφάρμοζαν και πάλι τη μέθοδο της ολυμπιακής προετοιμασίας. Και νομίζω ότι για την αξιοποίηση όλου αυτού του πλούτου πρέπει να εφαρμοστεί η μέθοδος της ολυμπιακής προετοιμασίας.