
Του Μελέτη Ρεντούμη
Η κλιμάκωση των πολεμικών επιχειρήσεων ανάμεσα στο Ισραήλ και το Ιράν, με στοχευμένα χειρουργικά πλήγματα σε ιρανικούς στρατιωτικούς στόχους στην ιρανική επικράτεια σηματοδοτεί ένα νέο και επικίνδυνο στάδιο στη μακρόχρονη ένταση των δύο χωρών. Το Ισραήλ, πέρα από την παραδοσιακή του θέση περί ανάσχεσης της ιρανικής επιρροής στη Μέση Ανατολή, φαίνεται να περνά σε μία νέα στρατηγική επιδίωξη που είναι η αποσταθεροποίηση και εν τέλει η ανατροπή του θεοκρατικού καθεστώτος της Τεχεράνης, μέσα από ένα μείγμα στρατιωτικής πίεσης και πολιτικής προσέγγισης προς τον ιρανικό λαό.
Η στρατηγική αυτή του Ισραήλ παρουσιάζει ιδιαίτερες δυσκολίες. Από τη μία, η χώρα διαθέτει σημαντική τεχνολογική και στρατιωτική υπεροχή, με αποδεδειγμένη ικανότητα διείσδυσης σε δίκτυα πληροφοριών και διοίκησης, γεγονός που της δίνει πλεονεκτήματα στον αόρατο πόλεμο των μυστικών υπηρεσιών. Από την άλλη, η επιδίωξη για αλλαγή καθεστώτος χωρίς άμεση στρατιωτική εισβολή απαιτεί υπομονή και επιμονή, επιδέξια διπλωματία και την ικανότητα να καλλιεργηθεί εμπιστοσύνη με έναν λαό που έχει γαλουχηθεί επί δεκαετίες με αντιαμερικανική και αντισιωνιστική ρητορική.
Η ρητορική του Ισραήλ τις τελευταίες ημέρες διαφοροποιείται εν μέρει από τη σκληρή γραμμή των προηγούμενων ετών. Αξιωματούχοι της Μοσάντ και του Γραφείου Πρωθυπουργού αφήνουν να εννοηθεί πως το ζήτημα δεν είναι ο ιρανικός λαός αλλά η καταπιεστική θεοκρατική ελίτ. Σε αυτό το πλαίσιο, το Ισραήλ επενδύει στην υποστήριξη φιλοδυτικών δικτύων εντός της ιρανικής κοινωνίας, αλλά και στη δημιουργία ενός διεθνούς αφηγήματος περί απελευθέρωσης και μεταρρυθμιστικής προοπτικής στο Ιράν.
Το ερώτημα, ωστόσο, είναι κατά πόσον αυτή η στρατηγική είναι βιώσιμη ή αποτελεσματική. Το Ιράν παραμένει ένα κράτος με ισχυρές υπηρεσίες ασφαλείας, εσωτερική καταστολή και βαθύ ιδεολογικό έλεγχο. Παρά τις κατά καιρούς εξεγέρσεις, το καθεστώς έχει επιδείξει αξιοσημείωτη ανθεκτικότητα. Παράλληλα, κάθε απόπειρα εξωτερικής ανάμιξης κινδυνεύει να χρησιμοποιηθεί από την Τεχεράνη ως εργαλείο εσωτερικής συσπείρωσης και καταστολής.
Σε κάθε περίπτωση, η στάση των Ηνωμένων Πολιτειών είναι κρίσιμη. Παρότι η Ουάσινγκτον δεν φαίνεται να ενθαρρύνει ανοιχτά μία στρατηγική αλλαγής καθεστώτος, ειδικά μετά τα παθήματα στο Ιράκ και το Αφγανιστάν, εντούτοις φαίνεται να στηρίζει το Ισραήλ σε ό,τι αφορά τον περιορισμό της ιρανικής επιρροής.
Σε αυτό το σημείο, ανακύπτει συνεπώς και το μεγαλύτερο γεωπολιτικό ερώτημα, αν μπορεί μια τέτοια εξέλιξη να αλλάξει το status quo στη Μέση Ανατολή. Μία ενδεχόμενη αποδυνάμωση του ιρανικού θεοκρατικού καθεστώτος θα μπορούσε να οδηγήσει σε επαναπροσδιορισμό των συμμαχιών στη Συρία, στον Λίβανο και στην Υεμένη, να περιορίσει την ισχύ της Χεζμπολάχ και να δώσει ώθηση σε φιλοδυτικές δυνάμεις στον αραβικό κόσμο. Ωστόσο, η απουσία σταθερών θεσμών στο Ιράν και η πιθανότητα ενός χαοτικού μεταβατικού σταδίου, με μία προοπτική ακόμη και ενός εμφυλίου πολέμου, καθιστούν αυτή την προοπτική αβέβαιη.
Συμπερασματικά, η επιδίωξη του Ισραήλ να ανατρέψει το θεοκρατικό καθεστώς του Ιράν διατηρώντας όμως γέφυρες με τον λαό του είναι μια φιλόδοξη και γεωστρατηγικά επικίνδυνη στρατηγική, καθώς κυριαρχεί ευρύτερη αστάθεια στην περιοχή της Μέσης Ανατολής, χωρίς εμφανείς ενδείξεις οποιασδήποτε κατεύθυνσης ομαλοποίησης σύμφωνα με τα τωρινά πολιτικά δεδομένα.
Ο Μελέτης Ρεντούμης είναι οικονομολόγος τραπεζικός