Η υποτίμηση της υπαίθρου ενέχει επισιτιστικούς κινδύνους

Του Γιάννη Γουσιόπουλου

Η εικόνα στον Βόλο ήταν πρωτόγνωρη, προκάλεσε συνειρμούς, εξέπεμψε μηνύματα. Δεκάδες άνθρωποι στην ουρά περίμεναν υπομονετικά για να προμηθευτούν μία εξάδα εμφιαλωμένου νερού, δια ιδίων των χειρών μάλιστα, του δημάρχου.

Η έλλειψη πόσιμου νερού, ώ τί ειρωνεία, δεν οφειλόταν σε λειψυδρία αλλά σε μία  ισχυρή νεροποντή που μεταξύ πολλών άλλων, κατάστρεψε και το δίκτυο ύδρευσης.

Οι κακές επιλογές των έργων, η κακή εκτέλεση  και  η πλημμελής συντήρησή τους αδιαμφισβήτητα είναι αποτέλεσμα του κακού διοικητικού συστήματος. Το πολιτικό σύστημα αδυνατεί να κάνει τις προσαρμογές που απαιτούνται για να λυθούν τα άπειρα προβλήματα των πολιτών. Η κοινωνία με τη σειρά της γενικώς αδιαφορεί ή στην καλύτερη περίπτωση έχει χαμηλά τον πήχη των επιδιώξεων.

Στην περίπτωση της όμορφης Θεσσαλικής πόλης από την κοινωνία πιθανότητα έγιναν δύο αναγνώσεις και είναι αντικρουόμενες μεταξύ τους – οι αναγνώσεις μόνο σε τίτλους για λόγους οικονομίας: ¨Ο δήμαρχος λαϊκός ηγέτης που υπηρετεί τον λαό του με αυταπάρνηση¨. ¨Ο αψύς υπερσυντηρητικός δήμαρχος που μπορεί να πολιτεύεται χάριν της πανελλήνιας δημοσιότητας που του παρέχουν τα ιδιαίτερα γνωρίσματά του¨.

Για μία τρίτη ανάγνωση ουδείς λόγος γίνεται, απουσιάζει η συλλογική μνήμη, η ιστορική γνώση, το πραγματικό ενδιαφέρον. Και αυτό συμβαίνει όταν σε αυτήν την ανάγνωση κατά τη γνώμη μου βρίσκεται η πεμπτουσία του αποσταλμένου μηνύματος, αλλά που δεν παραλήφθηκε από όλους.

Το καλοκαίρι του 1974 σχεδόν παιδί, βρισκόμενος τυχαία στη Θεσσαλονίκη έζησα  τον πανικό που επικράτησε μεταξύ των κατοίκων της πόλης από την στρατιωτική επιστράτευση που κηρύχτηκε εν όψει ενός πιθανού πολέμου με την Τουρκία. Το σύνολο σχεδόν των κατοίκων προσπαθούσε άρον – άρον να εγκαταλείψει  την πόλη μετακινούμενο προς την ύπαιθρο για να σωθεί από τους ¨βομβαρδισμούς¨ που θα ακολουθούσαν. Και η ¨εκκένωση¨ της πόλης εγένετο μετά θρήνων και οδυρμών.

Τέσσερα μόλις χρόνια μετά έφηβος πια, το καλοκαίρι του 1978 η ¨εκκένωση¨ της πόλης επαναλήφθηκε κακήν – κακώς και αυτήν τη φορά, μετά από τον ισχυρό σεισμό που έπληξε την πόλη και τη γύρω περιοχή. Εγώ τότε αισθάνθηκα τον πανικό στη μακρινή επαρχία όπου ζούσα μέσα από τις διηγήσεις όσων κατέφυγαν  στον τόπο καταγωγής τους από την ¨επικίνδυνη¨ – σεισμόπληκτη πόλη.

Για καλή μας τύχη και στις δύο περιπτώσεις τα χειρότερα αποφεύχθηκαν. Ο πόλεμος δεν έγινε και οι κάτοικοι επανήλθαν στην πόλη μετά από λίγες μέρες. Το ίδιο έγινε και με την περίπτωση του σεισμού, μετά την ολοκλήρωση της μετασεισμικής ακολουθίας ή τον πρωτοβάθμιο έλεγχο των κτηρίων.

Ουδείς ωστόσο μπορούσε να αποκλείσει τα χειρότερα. Όλα κρέμονταν από μια λεπτή κλωστή.

Στο σημείο αυτό βρίσκεται η τρίτη ανάγνωση που θεωρώ πως ελάχιστοι κάναμε.

Η παραμονή των κατοίκων στην πόλη τόσο στην μία περίπτωση όσο και στην άλλη, δεν θα προκαλούσε μόνο την άμεση  απώλεια ζωών.  Σε κάποιον χρόνο όχι μεγάλο, θα δημιουργούσε επισιτιστικά προβλήματα που θα προέκυπταν από την αποδιοργάνωση των λειτουργιών της πόλης. Επισιτιστικά προβλήματα που θα είχαμε άν ο πόλεμος πραγματοποιούνταν, άν ο σεισμός ήταν μεγαλύτερος, ολέθριος, καταστροφικός.     

Τότε τα πράγματα θα ήταν σχετικά εύκολα, σήμερα και αύριο δεν θα είναι!

Οι κάτοικοι των πόλεων αποκομμένοι από την ύπαιθρο και εθισμένοι σε έναν τρόπο ζωής που δυσκολεύει την επαναπροσέγγισή τους με αυτή, δύσκολα θα τα βγάλουν πέρα. Στην ύπαιθρο η παραγωγή μειώνεται, η καλλιεργήσιμη γη σε διάφορες περιοχές συρρικνώνεται, η ορεινή και η ημιορεινή χώρα σταδιακά μετατρέπεται σε άγρια φύση. 

Μία πρόσκαιρη πολιτική – εθνική κρίση και μία φυσική καταστροφή κάποτε, μία οικονομική ή τεχνολογική στο μέλλον, μπορούσαν και μπορούν να απειλήσουν αστικό πληθυσμό με επισιτιστική κρίση.

Η ανάγνωση αυτή να μην ληφθεί ως προϊόν συγγραφής κακών σεναρίων που εγείρουν φόβους στην κοινωνία. Είναι προειδοποιητική, την στοιχειοθετούν γεγονότα που τελευταία όλο και περισσότερο εντός και εκτός των συνόρων λαμβάνουν χώρα.

Γι’  αυτό προβάλει επιτακτικά η ανάγκη να εφαρμοστούν πολιτικές συγκράτησης του πληθυσμού στην περιφέρεια και ανάκαμψης της αγροτικής παραγωγής. Πολιτικές που σήμερα απουσιάζουν και ως θέσεις, από το σύνολο των πολιτικών δυνάμεων.