Toυ Μελέτη Ρεντούμη
Η πρόσφατη ανακοίνωση του Πρωθυπουργού Κυριάκου Μητσοτάκη για τη δημιουργία δύο μεγάλων θαλάσσιων πάρκων, ενός στο Ιόνιο και ενός στις Νότιες Κυκλάδες, στο πλαίσιο της εθνικής στρατηγικής για την πράσινη ανάπτυξη και την προστασία της θαλάσσιας βιοποικιλότητας, προκαλεί ποικίλες αντιδράσεις, όχι μόνο στο εσωτερικό αλλά και στη διεθνή σκηνή. Παρότι πρόκειται για περιβαλλοντική πρωτοβουλία με σαφείς αναπτυξιακές και οικολογικές διαστάσεις, η γεωπολιτική διάστασή της δεν μπορεί να αγνοηθεί, ειδικά με φόντο τις πάγιες αντιρρήσεις της Τουρκίας σε οποιαδήποτε ελληνική ενέργεια που αφορά θαλάσσιες ζώνες στο Αιγαίο και την Ανατολική Μεσόγειο.
Πιο συγκεκριμένα, η Άγκυρα, αν και δεν έχει εκδώσει ακόμη επίσημη καταδικαστική δήλωση, φέρεται να ενοχλήθηκε από το γεγονός ότι η Ελλάδα προχωρά μονομερώς στη δημιουργία θαλάσσιου πάρκου σε περιοχές που κατά τη δική της ανάγνωση εμπίπτουν σε γκρίζες ζώνες ή βρίσκονται κοντά σε περιοχές που η ίδια θεωρεί ότι δεν πρέπει να υπάρξουν τετελεσμένα χωρίς διάλογο. Η τουρκική πολιτική διαχρονικά αντιδρά σε κάθε ελληνική κίνηση που αφορά την οριοθέτηση θαλάσσιων ζωνών, έστω και υπό περιβαλλοντικό μανδύα, διότι φοβάται ότι μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως έμμεση κατοχύρωση κυριαρχικών δικαιωμάτων ή ως μέσο άσκησης de facto δικαιοδοσίας σε αμφισβητούμενες περιοχές.
Ωστόσο, με βάση το Διεθνές Δίκαιο της Θάλασσας (UNCLOS 1982), το οποίο έχει κυρώσει η Ελλάδα αλλά όχι η Τουρκία, κάθε παράκτιο κράτος έχει δικαίωμα να ανακηρύσσει θαλάσσιες ζώνες κυριαρχίας ή δικαιοδοσίας, όπως τα εσωτερικά ύδατα, την αιγιαλίτιδα ζώνη, την υφαλοκρηπίδα και την ΑΟΖ και εντός αυτών να λαμβάνει μέτρα για την προστασία του περιβάλλοντος, τη ρύθμιση της αλιείας και την αξιοποίηση των φυσικών πόρων. Η δημιουργία θαλάσσιων πάρκων, εφόσον γίνεται εντός αναγνωρισμένων ζωνών ή δεν παραβιάζει τα δικαιώματα τρίτων κρατών, αποτελεί νόμιμη άσκηση κυριαρχικών δικαιωμάτων.
Η πρωτοβουλία αυτή της ελληνικής κυβέρνησης φαίνεται να εστιάζει κυρίως σε περιοχές του Ιονίου, όπου έχουν ήδη γίνει συμφωνίες οριοθέτησης ΑΟΖ με την Ιταλία, και σε περιοχές στις Νότιες Κυκλάδες που δεν εμπίπτουν άμεσα στην τουρκική σφαίρα επιρροής, αλλά η Άγκυρα δεν επιθυμεί να δημιουργηθεί δεδικασμένο σε επίπεδο θαλάσσιας προστασίας που μπορεί αργότερα να μεταφραστεί σε έμμεση οριοθέτηση. Πάντως, η ελληνική πλευρά έχει τονίσει ότι οι περιοχές αυτές βρίσκονται σε πλήρως αναγνωρισμένα και αδιαμφισβήτητα σημεία της ελληνικής επικράτειας, απορρίπτοντας κάθε υπόνοια πρόκλησης.
Σε κάθε περίπτωση, η σχέση Ελλάδας Τουρκίας, η οποία φαίνεται να έχει περάσει σε μία φάση σχετικής ηρεμίας τους τελευταίους μήνες με ανταλλαγές θετικών μηνυμάτων και κοινές ανακοινώσεις, ενδέχεται να δοκιμαστεί από τη δυναμική που δημιουργούν τέτοιου είδους πρωτοβουλίες. Αν και προς το παρόν δεν φαίνεται να υπάρχει πρόθεση από την Άγκυρα να πυροδοτήσει κρίση, ο πολιτικός συμβολισμός και η συγκυρία ενδέχεται να αξιοποιηθούν από εθνικιστικούς κύκλους ή να επανέλθουν στην επιφάνεια εάν υπάρξουν νέες εντάσεις, π.χ. σε θέματα γεωτρήσεων, αδειών εκμετάλλευσης ή στρατιωτικοποίησης νησιών.
Σε επίπεδο Ευρωπαϊκής Ένωσης, η Ελλάδα αναμένει πως μία τυχόν τουρκική αντίδραση ή αμφισβήτηση θαλάσσιων δικαιωμάτων της χώρας θα προσκρούσει σε σαφή στήριξη, στο πλαίσιο της στρατηγικής Πράσινης Συμφωνίας (Green Deal) της ΕΕ, καθώς τα θαλάσσια πάρκα εντάσσονται στη λογική της βιώσιμης ανάπτυξης και της διατήρησης της βιοποικιλότητας. Η Κομισιόν ήδη χαιρέτισε την πρωτοβουλία ως σημαντικό βήμα για τη θαλάσσια προστασία της Μεσογείου, αφήνοντας να εννοηθεί ότι θα υπάρξει πολιτική και οικονομική στήριξη.
Συμπερασματικά, η απόφαση για την ίδρυση των δύο θαλάσσιων πάρκων είναι μία στρατηγική κίνηση που συνδυάζει περιβαλλοντική πρόνοια, διεθνές κύρος και άσκηση κυριαρχικών δικαιωμάτων, με τρόπο που δεν παραβιάζει το διεθνές δίκαιο αλλά ενδέχεται να προκαλέσει διπλωματική ένταση, ειδικά από μία Τουρκία που παρακολουθεί με καχυποψία κάθε ελληνική πρωτοβουλία στη θάλασσα. Η ισορροπία μεταξύ προστασίας του περιβάλλοντος και διαχείρισης της εθνικής ασφάλειας παραμένει ευαίσθητη, όμως η Ελλάδα οφείλει να συνεχίσει να ενεργεί με βάση το διεθνές δίκαιο και τη συμμαχική της ισχύ, στέλνοντας το μήνυμα ότι η οικολογία δεν είναι μόνο πρόσχημα κυριαρχίας αλλά μέσο ευθύνης και βιωσιμότητας.
Ο Μελέτης Ρεντούμης είναι οικονομολόγος τραπεζικός