
Του Στέλιου Κούλογλου
Αν είναι κάτι βέβαιο στη νέα η σύγκρουση Ινδίας- Πακιστάν, είναι ότι συμφέρει τις κυβερνήσεις και στις δύο πλευρές. Για τα αυταρχικά, αντιδημοκρατικά καθεστώτα στις δύο χώρες που αντιμετωπίζουν σοβαρά προβλήματα, τα τύμπανα του πολέμου σκεπάζουν τις φωνές διαμαρτυρίας των πολιτών. Θα ήταν μια συνηθισμένη υπόθεση, αν στην Ουάσιγκτον δεν κυβερνούσε ο Τραμπ.
Στα 75 χρόνια που είναι γείτονες και εχθροί, το Πακιστάν και η Ινδία έχουν αποφύγει τη σύγκρουση χάρις στην κρίσιμη κάθε φορά παρέμβαση των ΗΠΑ. Κάτι σαν τα Ιμια δηλαδή, αλλά σε μεγέθυνση και με πυρηνικά.
Αλλά για τον νέο Αμερικανό πρόεδρο, το χρήμα και το κέρδος δεν είναι προφανές στη συγκεκριμένη περίπτωση. Δεν είναι κάτι σαν το “θέρετρο Γάζα”, όπως περιέγραφε στο εξαιρετικό χθεσινό του σκίτσο ο Γιάννης Δερμεντζόγλου. «Τσακώνονται εδώ και πολύ καιρό. Ελπίζω απλώς να τελειώσει πολύ γρήγορα» δήλωσε ο Τραμπ, λες και επρόκειτο για συγκρούσεις φιλάθλων Παναθηναϊκού- Ολυμπιακού.
Το νέο, επικίνδυνο στοιχείο, είναι ότι οι δύο πλευρές πρέπει τώρα να διαχειριστούν την κρίση μόνοι τους. Το Πακιστάν βρίσκεται στη δίνη μιας οικονομικής κρίσης, η κυβέρνηση συνασπισμού είναι αδύναμη και αντιδημοφιλής ενώ η συνοχή της χώρας απειλείται από αυτονομιστικά κινήματα και τζιχαντιστές.
Λογοκρισία, μαζικές συλλήψεις, βασανιστήρια, εξαφανίσεις, στο Πακιστάν όλα αυτά είναι καθημερινότητα. Οι δημοσιογράφοι κυνηγιούνται, οι δικαστές απειλούνται, το κοινοβούλιο έχει μετατραπεί σε διακοσμητικό σώμα.
Στην Ινδία η ανεργία αυξάνεται όπως και ο πληθωρισμός, η μεσαία τάξη συμπιέζεται ενώ σημειώθηκαν μαζικές διαμαρτυρίες των αγροτών. Τα μέσα ενημέρωσης της Ινδίας, κάποτε υπερήφανα για την ανεξαρτησία τους, έχουν μεταλλαχθεί σε βραχίονα της κρατικής εξουσίας. Οι παρουσιαστές της τηλεόρασης παίζουν τον στρατιώτη και η αίθουσα σύνταξης έχει γίνει στρατώνας.
Μέσω των ΜΜΕ και των social media, οι πολιτικές ελίτ στις δύο χώρες επιδιώκουν την κατασκευή συναίνεσης μέσω του φόβου, του στρατιωτικού θεάματος, της επιλεκτικής επίκλησης του πατριωτισμού και της αποκρουστικής εικόνας του γείτονα – εχθρού.
«Δεν πρόκειται για μια αυθόρμητη σύγκρουση πολιτισμών ή ιδεολογιών, αλλά για ένα ψυχρά υπολογισμένο κόλπο δύο καθεστώτων που ανακάλυψαν τη χρησιμότητα του πολέμου όχι για νίκη, αλλά για αντιπερισπασμό», γράφει ο Πακιστανός καθηγητής Junaid S. Ahmad, σε μία εξαιρετική ανάλυση για τη νέα κλιμάκωση.
«Δύο κυβερνήσεις -η καθεμία ταλαιπωρημένη από εσωτερικές κρίσεις, παραπαίουσα νομιμότητα και διογκούμενη λαϊκή οργή- έχουν καταφύγει στο παλαιότερο κόλπο του αυταρχικού εγχειριδίου: να βάλουν φωτιά στα σύνορα για να πνίξουν τη φωτιά στο εσωτερικό. Και τίποτα δεν αποσπά τόσο την προσοχή, όσο η προοπτική του πυρηνικού Αρμαγεδώνα».
Το δεύτερο στοιχείο που κάνει τη κλιμάκωση επικίνδυνη, είναι η περιρρέουσα διεθνής ατμόσφαιρα. Με αποκορύφωμα τη Γάζα, το δίκαιο του ισχυρού γίνεται πλέον κανόνας στις διεθνείς σχέσεις. Η διπλωματία έχει δώσει τη θέση της σε δημόσιους τραμπουκισμούς και σε ωμές επεμβάσεις στα εσωτερικά μιας άλλης χώρας, από τους Τραμπ, τους Ρούμπιο και τους Μασκ. Ακόμη και αν πρόκειται για τη Γερμανία, μία από τις ισχυρότερες χώρες του πλανήτη.
Σε αυτό το πλαίσιο, το Κασμίρ είναι ένα από τα πιόνια στο παιχνίδι της αντιπαράθεσης των ΗΠΑ με την Κίνα. Με την τελευταία, το Πακιστάν έχει αναπτύξει τα τελευταία χρόνια στενές οικονομικές σχέσεις, απομακρυνόμενο από τις ΗΠΑ. Η Ινδία έσπασε τις δυτικές κυρώσεις κατά της Μόσχας, αλλά για τον σημερινό Λευκό Οίκο αυτό αξίζει μάλλον έπαινο, παρά τιμωρία.
Αν η Ουάσιγκτον όχι μόνο αρνηθεί να παίξει μεσολαβητικό ρόλο αλλά πάρει το μέρος της Ινδίας, σπρώχνοντας ακόμη περισσότερο το Πακιστάν προς το Πεκίνο, τότε από τοπική η σύγκρουση μπορεί να πάρει παγκόσμιες διαστάσεις.
Σε κάθε περίπτωση, δεν πρέπει κανείς να παίζει με τη φωτιά, γράφει ο Πακιστανός καθηγητής:
«Δεν μπορεί κανείς να φλερτάρει συνεχώς με την καταστροφή χωρίς να την προσκαλεί. Κάθε παραλίγο συμβάν διαβρώνει τους κανόνες που έχουν αποτρέψει μέχρι στιγμής μια πλήρη πυρκαγιά. Κάθε κρίση κατεβάζει τον πήχη για την επόμενη. Και κάθε σιωπή της παγκόσμιας κοινότητας ενισχύει την ψευδαίσθηση ότι αυτή η περιοχή μπορεί να συνεχίσει να παίζει με την πυρηνική φωτιά χωρίς τελικά να καεί..
..Έτσι, περιμένουμε. Όχι για την ειρήνη, η οποία έχει πάψει προ πολλού να αποτελεί σοβαρό στόχο, αλλά για τον επόμενο ενορχηστρωμένο αντιπερισπασμό. Γιατί σε αυτή την περιοχή, ο αντιπερισπασμός δεν είναι σύμπτωμα της κρίσης – είναι η κρίση. Και αν οι λαοί και των δύο χωρών δεν αφυπνιστούν με αυτή την τραγική χορογραφία, θα παραμείνουν, όπως το Κασμίρ, άφωνοι επιβάτες σε ένα τρένο που εκσφενδονίζεται προς την καταστροφή».