Καλλικράτης εναντίον Καποδίστρια

Του Γιάννη Γουσιόπουλου

Ο Ιωάννης Καποδίστριας μετά τον πυροβολισμό από τον Μαυρομιχάλη δέχθηκε και έναν ακόμη από τον Καλλικράτη. Το γεγονός στο δεύτερο μισό του δεν είναι πραγματικό, είναι προσχηματικό. Άλλωστε η ζωή των δύο επιφανών ανδρών δεν συνέπεσε χρονικά, στην εποχή του Καλλικράτη τα πυροβόλα όπλα δεν είχαν ακόμα εφευρεθεί.

Τα ονόματα τόσο του ενός όσου και άλλου δόθηκαν σε δύο διοικητικές  μεταρρυθμίσεις που αφορούν την τοπική αυτοδιοίκηση. Η πρώτη είχε ως κεντρική ιδέα τη διοικητική συνένωση των μικρών οικισμών, η δεύτερη μεταξύ των άλλων, τη δημιουργία ακόμη μεγαλύτερων δήμων. Τελικό σκοπό και οι δύο είχαν την οικονομική ανάκαμψη των δήμων.

Η πρώτη που έφερε το όνομα του πρώτου κυβερνήτη της Ελλάδας, ήταν επιβεβλημένη, έπρεπε να είχε γίνει πολύ πριν. Η αστυφιλία συρρίκνωσε δραματικά τους οικισμούς, κάποιους σχεδόν τους εξαφάνισε από τον χάρτη και επομένως δεν είχαν λόγο ύπαρξης ως ξεχωριστές  διοικητικές μονάδες. Μοναδική παρατυπία είναι ότι η αυτοδιοίκηση α’ βαθμού αφορά τη διοίκηση του ενός και μόνον, οικισμού και όχι τη διοίκηση περιοχών με πολλούς οικισμούς, για τις οποίες υπάρχει ο β’ βαθμός.        

Η παρατυπία εύκολα μπορεί να δικαιολογηθεί αν δεχθούμε ότι οι οικισμοί που συνενώθηκα ουσιαστικά έπαψαν να υπάρχουν… και αυτή είναι η πραγματικότητα.

Με τη δεύτερη, αυτή των περεταίρω συνενώσεων που έφερε το όνομα του ενός από τους δύο αρχιτέκτονες που έκτισαν τον Παρθενώνα, αρκετά χρόνια μετά από την εφαρμογή της όπως η ζωή έδειξε, τα αποτελέσματα δεν ήταν τα αναμενόμενα. Τουλάχιστον σε κάποιες από τις περιπτώσεις.

Τα αποτελέσματα δεν ήταν η συγκράτηση της οικονομικής και κοινωνικής  υποβάθμισης των περιοχών που αποτέλεσαν  τους νέους δήμους – για αναστροφή της πορείας δεν γίνεται λόγος, χρειάζονταν και άλλα πολλά να γίνουν. Τα αποτελέσματα αντίθετα ήταν η επιτάχυνση της οικονομικής και κοινωνικής υποβάθμισης των δήμων λόγω των διοικητικών προβλημάτων που οξύνθηκαν από τις συνενώσεις.

Τα προβλήματα αφορούν κυρίως δήμους με λιγοστές προοπτικές οικονομικής και κοινωνικής ανάπτυξης, με εκτεταμένη την εδαφική τους έκταση και σε ένα δύσκολο γεωγραφικό ανάγλυφο, με μικρό πληθυσμό για την έκταση που καταλαμβάνουν, που ουσιαστικά δημιουργήθηκαν στη δύσκολη πολιτική και οικονομική συγκυρία της χώρας που ακολούθησε τη μεταρρύθμιση.

Ποια είναι τα προβλήματα που βιώνουν οι δημότες των νέων δήμων, αν δεχθούμε ότι η οικονομική και κοινωνική υποβάθμιση δεν είναι μετρήσιμη και δεν μπορεί να υπολογισθεί ο βαθμός σύνδεσής της με τις συνενώσεις, για να μιλήσουμε για αυτές.

Τα προβλήματα είναι η υποβάθμιση της αποκομιδής των σκουπιδιών. Η ελλειπέστερη συντήρηση των υποδομών. Ο προβληματικός πλέον έλεγχος της βλάστησης  κατά την περίοδο έξαρσης και η οποία αποτελεί την πρώτη αιτία πυρκαγιών. Η αναγκαιότητα μετακίνησης των δημοτών σε μεγαλύτερη απόσταση για τη διεκπεραίωση των διοικητικών τους υποθέσεων. Η μετακύλιση στους δημότες των αυξημένων λειτουργικών εξόδων από την κίνηση των υπηρεσιακών οχημάτων για τις μετακινήσεις του προσωπικού.

Τα προβλήματα επιδρούν πολλαπλά στους δημότες!

Στη μεγάλη έκταση που καταλαμβάνει ο νέος δήμος η μεγάλη απόσταση που χωρίζει τους οικισμούς από την έδρα του δήμου μείωσε το ενδιαφέρον για την ενασχόληση με τα κοινά. Οι σχέσεις μειώθηκαν, η κατάσταση έγινε χαοτική.  Το παραγόμενο έργο των δημοτικών και των τοπικών συμβουλίων είναι μειωμένο, των τοπικών λόγω της έλλειψης αρμοδιοτήτων.  

Οι ενεργοί πολίτες και εν δυνάμη κατοπινοί δημοτικοί παράγοντες, θεωρώντας  ως δεδομένη την αποτυχία ενός προσωπικού εγχειρήματος κατά την ενασχόληση με τα κοινά, παραμένουν αδρανείς.

Τα προβλήματα στην παροχή των δημοτικών υπηρεσιών πρωτογενώς οφείλονται στην έλλειψη οργάνωσης των δημοτικών υπηρεσιών. Τα οργανογράμματα απουσιάζουν, η ιεραρχία δεν υφίσταται – οι αντιδήμαρχοι εκτελούν καθήκοντα προϊσταμένων των υπηρεσιών ή εργοδηγών στα συνεργεία. Το προσωπικό σε μεγάλο βαθμό είναι έκτακτο και ως εκ τούτου, μη εξειδικευμένο, μη καταρτισμένο, η ύπαρξη επιστημονικού προσωπικού για τους μικρούς δήμους αποτελεί πολυτέλεια.    

Για να αποφευχθούν τα προβλήματα από τις συνενώσεις και να λυθούν εκείνα που προϋπήρχαν, έπρεπε οι δήμοι να υποστηριχτούν ποικιλοτρόπως από ο κράτος. Κυρίως να εφοδιασθούν με διοικητικά μοντέλα που η εφαρμογή τους θα τους έδινε τη δυνατότητα να αναδιοργανωθούν για να ανταποκριθούν στις νέες ανάγκες.

Η οικονομική συνδρομή δεν αποτελεί πανάκια, οι συνενώσεις ως θεσμική παρέμβαση ήταν πρόχειρες, έγιναν όπως – όπως!      

Κοντολογίς πολλές είναι οι αλλαγές που απομένει να γίνουν στον α’ βαθμό τοπικής αυτοδιοίκησης. Αν αυτές δεν γίνουν πολλές από τις συνενώσεις πρέπει να ακυρωθούν – οι δήμοι να επανέλθουν στο σχήμα που είχαν με το πρόγραμμα ¨Ιωάννης Καποδίστριας¨ ή σε κάτι ενδιάμεσο. Αυτό ήδη έγινε σε κάποιες περιπτώσεις με πρωτοβουλία των τοπικών παραγόντων, εκεί όπου η θέληση των τοπικών κοινωνιών υπήρξε ισχυρή.

Τέλος η πολιτεία να μην νομοθετεί στη βάση ¨δήμος¨ ίσον ¨πόλη¨! Επιτέλους να κατανοήσει πως στην περιφέρεια οι δήμοι καταλαμβάνουν έκταση εκατοντάδων τετραγωνικών χιλιομέτρων ακόμα και με τετραψήφιο αριθμό!