Tου Ηλία Προβόπουλου
Μετριέμαι κι εγώ σε αυτούς που θυμούνται στην οδό Θεμιστοκλέους, στα Εξάρχεια, να κατεβαίνουν αυτοκίνητα που έστριβαν από την Καλλιδρομίου και μετά τον κινηματογράφο «Βοξ» κινούνταν δεξιά προς τη Στουρνάρη. Από τη Θεμιστοκλέους, τη Μεθώνης, την Αραχώβης και την Τσαμαδού ξεκίνησαν εξάλλου οι πρώτες πεζοδρομήσεις που άλλαξαν τη μορφή σε πολλές γειτονιές του κέντρου της Αθήνας, άλλες προς το καλύτερο και άλλες προς το χειρότερο – αναλόγως πάντα με τις αλλαγές που έγιναν στο διάστημα που ακολούθησε στο ευρύτερο πεδίο των εμπορικών και κοινωνικών δραστηριοτήτων στο μήκος και το πλάτος κάθε πεζόδρομου. Για την ιστορία, αναφέρουμε πως η Τσαμαδού ήταν και ο πρώτος πεζόδρομος που ονομάστηκε από τους περιοίκους… πρεζόδρομος, καθώς εκεί άρχισαν να γίνονται φανερά πλέον οι συναλλαγές και η συγκέντρωση των εξαρτημένων.
Οι πεζοδρομήσεις άρχισαν στα μέσα της δεκαετίας του ’80 και σήκωσαν τότε πολύ κουβέντα στην πόλη. Οι περίοικοι στα Εξάρχεια τις είδαν σαν μια λύση να απαλλαγούν από τη φασαρία των διερχόμενων αυτοκινήτων, ενώ οι επαγγελματίες άρπαξαν την ευκαιρία να απλώσουν περισσότερα τραπεζοκαθίσματα. Φυσικά, πολλοί που στην καρδιά τους χτυπούσε μια φλέβα ακτιβισμού βρήκαν κι αυτοί την ευκαιρία να αναπτύξουν εκεί μικρούς χώρους επικοινωνίας καθώς και προβολής των δράσεών τους. Ακόμη, προς απογοήτευση των φιλόζωων που έβρισκαν τους πεζόδρομους ωραίους για τις βόλτες των σκύλων τους, πολλές μηχανές βρήκαν έναν ιδανικό χώρο να παρκάρουν.
Την ανάπλαση δεν γλίτωσε ούτε η πλατεία Εξαρχείων, η οποία απ’ αυτή την περίοδο αρχίζει να αλλάζει καθώς στη γειτονιά εισέρχονται νέες δυνάμεις που αμφισβητούν την παλιά τάξη πραγμάτων που τροφοδοτούσε η συνύπαρξη μόνιμων κατοίκων και φοιτητών από το Πολυτεχνείο και τις άλλες σχολές της Σόλωνος, με ορισμένους κύκλους που καλλιεργούσαν πρωτοποριακές ιδέες στην τέχνη καθώς και τους πρωτοπόρους του ελευθεριακού χώρου. Σε αυτή τη δεκαετία επίσης, τα Εξάρχεια πλημμυρίζουν από μπαρ, τα οποία γίνονται χώροι αναφοράς και συνάντησης για πολλές παρέες του καλλιτεχνικού κυρίως χώρου και της πνευματικής κίνησης, αλλά και των ποικίλων τάσεων της Αριστεράς. Παράλληλα συνεχίζουν να λειτουργούν και ορισμένες ταβέρνες, οι οποίες όμως κι αυτές, για να επιβιώσουν, προσαρμόζονται στο κλίμα της Μεταπολίτευσης, ενώ ξεφυτρώνουν και πολλά μουσικά μαγαζιά με προγράμματα, όπου κυριαρχεί το ρεμπέτικο κυρίως και το πολιτικό τραγούδι.
Τα ναρκωτικά που κυκλοφορούν στους πεζόδρομους αρχίζουν να τροφοδοτούν πια τις ειδήσεις με μικρά και μεγάλα γεγονότα και είναι επόμενο τα Εξάρχεια ν’ αρχίζουν ν’ αποκτούν κακό όνομα. Αυτό το συμπληρώνει η συγκέντρωση περιθωριακών απ’ όλο το λεκανοπέδιο και την Ελλάδα στην περιοχή. Η φήμη των «αναρχικών» και της ελευθεριακής ζωής που… ανθίζει εκεί κυκλοφορεί ευρέως προσελκύοντας κάθε άτομο η συμπεριφορά του οποίου οπουδήποτε αλλού δεν θα μετρούσε ή απλώς θα το περιόριζαν. Το γεγονός υποστηρίζεται και από διάφορα μουσικά μαγαζιά, δισκάδικα, βιβλιοπωλεία, εκδοτικούς οίκους και η εικόνα της ευρυθμίας στη γειτονιά αρχίζει να θαμπώνει. Παράλληλα από την Τσαμαδού τα ναρκωτικά αρχίζουν και φαίνονται πιο έντονα ότι κυκλοφορούν σε όλη την περιοχή πίσω από το Μουσείο και ο Λόφος του Στρέφη γίνεται ανοιχτός χώρος χρήσης.
Στα μέσα της δεκαετίας του ’80 τα ναρκωτικά γίνονται το μεγάλο πρόβλημα των Εξαρχείων, πρόβλημα που συνεχίζει σήμερα ακόμη μεγαλύτερο σε συνδυασμό πάντα με τις δραστηριότητες ορισμένων περιθωριακών ομάδων, τις οποίες τα ΜΜΕ βάφτισαν επιπόλαια «αναρχικούς». Τον Σεπτέμβριο του 1984 γίνεται η πρώτη «επιχείρηση αρετής» και από τότε μέχρι σήμερα τα Εξάρχεια απασχολούν κάθε μέρα σχεδόν την ειδησεογραφία, με απίστευτα γεγονότα που συμβαίνουν στο λεγόμενο και από σοβαρούς ανθρώπους «κράτος των Εξαρχείων», ενισχύοντας έτσι την άποψη αυτών που θέλουν να διαφημίζονται και ως… άβατο, γιατί αυτό εξυπηρετεί θαυμάσια τις όποιες δραστηριότητές τους εκεί.
Από την πρώτη «επιχείρηση αρετής» μέχρι σήμερα τα Εξάρχεια από μια αστική γειτονιά με ιδιαίτερη ανεκτικότητα εξελίχθηκαν σε μια μαύρη τρύπα στην πόλη, όπου ο «ακτιβισμός» ατόμων και ομάδων αμφίβολης πολιτικής υπόστασης συγχέεται πλέον με την εγκληματική δραστηριότητα την οποία ασκούν καθημερινά συμμορίες από ντόπιους και αλλοδαπούς, που απολαμβάνουν ένα ιδιότυπο άσυλο και μια περίεργη περίθαλψη στα Εξάρχεια.
Τούτο το πάντρεμα έχει δημιουργήσει και μια ιδιαίτερη εικόνα στη γειτονιά, όπου η οποιαδήποτε αίσθηση ασφάλειας έχει εκλείψει και για την Αστυνομία αποτελεί χώρο όπου, όπως δείχνουν τα πράγματα, φοβάται να επέμβει, μιας και κάτι τέτοιο πιθανόν να μην ενθουσίαζε καθόλου την πολιτική ηγεσία του υπουργείου Προστασίας του Πολίτη στη διακυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ. Οι παρεμβάσεις της Αστυνομίας γίνονται μόνο στις συνήθεις επετείους καταστροφών της πόλης με μεγάλες δυνάμεις, γιατί και η ίδια νιώθει ανυπεράσπιστη μπροστά στους κουκουλοφόρους και τις συμμορίες για τις ανορθόδοξες μεθόδους των επιθέσεών τους. Μια τέτοια παρέμβαση συνήθως επιφέρει περισσότερες καταστροφές και απελπίζει ακόμη περισσότερο τους μόνιμους κατοίκους, από τους οποίους -εκτός από ορισμένους που έχουν τους λόγους τους να μην αντιδρούν- οι περισσότεροι βλέπουν με δεμένα χέρια και χωρίς να μπορούν να αντιδράσουν τη ζωή τους να υποβαθμίζεται καθημερινά και την περιουσία τους στο έλεος του καθενός αλιτήριου.
Ο δρόμος που η εικόνα του συμπυκνώνει όλη την κατάσταση που επικρατεί στα Εξάρχεια είναι η οδός Θεμιστοκλέους, την οποία αναφέραμε στην αρχή. Στο τμήμα της, από την Καλλιδρομίου ως την πλατεία, που έχει γίνει μια όαση από τα δέντρα που φυτεύτηκαν όταν έγινε πεζόδρομος, παρατηρείται το μοναδικό φαινόμενο για κέντρο πρωτεύουσας οπουδήποτε στον κόσμο όπου οι ένοικοι των πολυκατοικιών έχουν βάλει κάγκελα σε κάθε πόρτα προκειμένου να αποθαρρύνουν την είσοδο τους απρόσκλητους και περίεργους επισκέπτες. Κατά κάποιο τρόπο οι άνθρωποι μοιάζει να μπαίνουν όχι στο σπίτι τους αλλά σε μια φυλακή, την πόρτα της οποίας πρέπει να κλειδώσουν μια και δυο φορές για να νιώσουν τη στοιχειώδη αίσθηση ασφάλειας.
Φυσικά τούτο δεν εγγυάται τίποτα, γιατί η πείρα από τη δράση των εγκληματικών συμμοριών μάς δείχνει πως αυτοί είναι ικανοί, όταν θέλουν να κάνουν τη δουλειά τους, να φέρουν εργαλεία για να κόψουν τα κάγκελα ή να τα… ανατινάξουν και να μπουν στα σπίτια. Το παράξενο πάλι είναι ότι την εικόνα με τα κάγκελα στις πόρτες (και ορισμένα παράθυρα, που μπορεί να τα φτάσουν με σκάλες) που έχουν γίνει καθεστώς πλέον σε πολλούς δρόμους των Εξαρχείων, ενώ τη γνωρίζουν στα ανώτερα κλιμάκια της Αστυνομίας, του υπουργείου και της κυβέρνησης, ουδείς δείχνει να συγκινείται ώστε να κινήσει διαδικασίες που θα επιφέρουν την ασφάλεια στην περιοχή. Πιθανόν να μη διαθέτουν τρεις κλούβες αστυνομικών για να καλύπτουν τις βάρδιες ενός εικοσιτετραώρου, όπως συμβαίνει με το σπίτι του υπουργού Αλέκου Φλαμπουράρ, το οποίο βρίσκεται στην πίσω μεριά του Λόφου Στρέφη – η εξώπορτα είναι όπως την παλιά εποχή που πηγαίναμε για φαγητό στον ιστορικό «Βρούτο» και γυρίζαμε τραγουδώντας στα δρομάκια γύρω από τον Λόφο του Στρέφη.
ΑΠΟ ΤΟ LIBERAL