Μέχρις εσχάτων…

Toυ Μανώλη Ροζάκη

Και κάπως έτσι αλλάζουν οι εποχές. Όταν αγγίζουν το σημείο πού δεν έχει πια επιστροφή. (Φ. Κάφκα)

Απαξιώνοντας, οριστικά, την έσχατη επιλογή «μεταφυσική ή μηδενισμός», ο κόσμος μας βρίσκεται μέσα σε ένα δυσβάσταχτο κενό.

Ένα κενό νοήματος.

Γιατί φαίνεται ότι εκεί δεν χωρούν πλέον ούτε αυτές οι υστερίες τής εσχατολογίας (Π. Κονδύλης). Όλες οι σημασίες έχουν διαβρωθεί τόσο πολύ από την υποκρισία και την κουτοπονηριά.

Και εξηγούμαι.

Είναι η κουτοπονηριά πού γκρεμίζει τα σαθρά θεμέλια τής μεταφυσικής υποκρισίας, ενώ αποκαλύπτει την ανθρώπινη ανευθυνότητα και τον φόβο, σε έναν κόσμο, δίχως (εξωτερικό ή υπερβατικό) νόημα. Επειδή η εξαπάτηση επιβάλλεται διά αντιπροσώπων, έχει ανοίξει, ξανά, ένα μεγάλο παράθυρο στο χάος. Και αυτό το γεγονός μπορεί να μάς οδηγήσει στην παραίτηση ή να ξυπνήσει τον κόσμο από έναν ύπνο δίχως όνειρα.

Η επιλογή είναι δική μας.

Η επίκληση όμως τής ανθρώπινης παντοδυναμίας δεν μπορεί πλέον να βασίζεται μόνον στην περιορισμένη τεχνοκρατική κοσμοεικόνα, ενόσω η μεταφυσική απορία δεν επιτρέπει στην φαντασία να δημιουργήσει νέα συλλογικά νοήματα. Η μάχη λοιπόν απέναντι στην άνοδο τής ασημαντότητας είναι επιβεβλημένη. Και δεν μπορεί να δοθεί με τίς κουτοπονηριές πού προβάλλονται κάτω από τον μανδύα τής ιδεολογικής καθαρότητας. Ούτε μέσα από τον φόβο και την βολή τού ιδιώτη.

Γιατί ο βασιλιάς είναι οριστικά γυμνός, μέσα σε ένα τελετουργικό συνεχούς αναρρίχησης στην ευτέλεια. Και κάπως έτσι ξεκινά ένας πόλεμος μέχρις εσχάτων.

Εκεί πού ο λόγος ανήκει στην εποχή τής αρετής & τής τόλμης για την ελευθερία. Σε εκείνη τη μέθεξη & τον μερισμό πού αναδεικνύουν την ανθρώπινη δημιουργία απέναντι στην καταστροφή. Δηλαδή σε μία κοινωνία πού σέβεται τον εαυτό της και υπερασπίζεται τούς πολίτες πού την αναπτύσσουν, με γνώμονα την αξιοπρέπεια & τη δικαιοσύνη.

Ο Καστοριάδης τόνιζε ότι «Στη χώρα απ’ όπου έρχομαι, η γενιά των παππούδων μου δεν είχε ακούσει ποτέ να γίνεται λόγος για μακροπρόθεσμη σχεδιοποίηση, για εξωτερικότητες, για μετακίνηση των ηπείρων ή για διαστολή του σύμπαντος. Όμως εξακολουθούσαν, και στα γηρατειά τους ακόμη, να φυτεύουν ελιές και κυπαρίσσια, χωρίς να τους απασχολούν ζητήματα κόστους και απόδοσης. Ήξεραν ότι θα πεθάνουν, έσκαβαν όμως τη γη για τους επερχόμενους, αλλά ίσως και για τη γη την ίδια»

Γιατί όπως σοφά μάς λέει και ο Π. Κονδύλης «όποιος μαθαίνει να ζει χωρίς ρητές ή άρρητες εσχατολογίες και χωρίς ηθικισμούς ως υποκατάστατα τους, πρέπει και να μάθει να πεθαίνει, πλήρως και αμετάκλητα, με γαλήνη και φαιδρότητα ψυχής»…