Του Αντώνη Παπαγιαννίδη
Ασφαλώς η καχεκτική δημοκρατία της δεκαετίας του ΄60 δεν έχει σχέση με εκείνην της Μεταπολίτευσης που τόσον υμνήθηκε στους διαδοχικούς εορτασμούς της 50ετίας. Ωστόσο, οι κάτοχοι υψηλών αξιωμάτων όπως της Εισαγγελίας Αρείου Πάγου χρήσιμο θα ήταν να διατηρούν την αίσθηση του βάρους της ιστορίας.
Είναι πολύ χαρακτηριστικό του πού έχει φτάσει/πού έχει καταλήξει η δημόσια συζήτηση στην Ελλάδα του 2024. Όταν π.χ. οργανώνεται από το Ίδρυμα «Κωνσταντίνος Καραμανλής» (ΚΑΙ από το Ίδρυμα Κ. Καραμανλής, τριτοτέταρτο στην σειρά) συνέδριο για τα 50χρονια της Μεταπολίτευσης, και προσκαλείται μάλιστα προκειμένου να «ανεβάσει» το ενδιαφέρον μια προσωπικότητα όπως του Μάριο Μόντι, γνωστού από την θητεία του ως Επιτρόπου Εσωτερικής Αγοράς και εν συνεχεία Ανταγωνισμού, Πρύτανη του Bοcconi, επί 2ετία πρωθυπουργού της Ιταλίας (μεταξύ Μπερλουσκόνι και Λέττα, όταν η Ιταλία απειλήθηκε με την τύχη της Ελλάδας , 2011-2013) – από την ομιλία του στο πανηγυρικό άνοιγμα του (3μέρου!) συνεδρίου, τι καταγράφηκε στον Τύπο και τις ιστοσελίδες; Το seating arrangement και οι χαιρετούρες ή/και οι ψυχράνσεις μεταξύ του νυν πρωθυπουργού Κυριάκου Μητσοτάκη (που δεν μπορούσε να λείψει, σωστά;) και των προκατόχων του από τον ίδιο πολιτικό χώρο Αντώνη Σαμαρά (λίγες μέρες μετά την αγριεμένη αντιπαράθεση Κολλεγιόπαιδων των δυο: περί «χαριεντισμών» Σαμαρά με Νίκο Παππά, μετά την αναφορά εκείνου σε «μαγειρέματα» λύσεων σε Κύπρο και Αιγαίο) και Κώστα Καραμανλή (ιδίω δικαίω στο μνημειακό συγκρότημα Καραμανλή στα βραχώδη της Φιλοθέης – για όσους θυμούνται ακόμη δεκαετία του΄60). Ποιος χαμογέλασε, ποιος όχι. Ποιος/ποια παρενεβλήθη – ακόμη και η μεσολάβηση του διαδρόμου. Μέχρι και παραπολιτικό για το σάϊτ που έμπλεξε τον Μάριο Μόντι με τον συμπαθή πλοιοκτήτη Θανάση Μαρτίνο είδαμε. Α, ναι, ναι αναφορά στο ότι ο Μόντι… αγαπά την Ύδρα!. Τι είπε ο Μάριο Μόντι, όμως επί διήμερον, δεν βρήκαμε ούτε μια αναφορά. Πάλι καλά που το Ίδρυμα Καραμανλή φρόντισε να ανεβάσει την ομιλία, διαθέσιμη στο YouTube…
Κι όμως, ο Μάριο Μόντι είχε πει πράγματα που και οι εκεί παρόντες τιτλούχοι και πρώην τιτλούχοι μας, αλλά και η ευρύτερη κοινή γνώμη, άξιζε αληθινά να έχουν ακούσει. Είπε, για παράδειγμα, ότι οσάκις ηγέτες χρειάστηκε να ταυτισθούν με δύσκολες αποφάσεις – όπως ο Γκέρχαντ Σρέντερ με τις κοινωνικά ανηφορικές μεταρρυθμίσεις της Ατζέντας 2010 ή προηγουμένως ο Χέλμουτ Κολ με το κόστος της Γερμανικής ενοποίησης – γνώριζαν ή πάντως διαισθάνονταν ότι θα χάσουν την εξουσία, όπως και όντως συνέβη: αυτό όμως δεν τους έκανε να μην προχωρήσουν σε εκείνο που θεωρούσαν σωστό.
Ή πάλι διατύπωσε την θεωρία ότι όπου η εξουσία είναι συγκεντρωμένη – υπό καθεστώς δημοκρατίας – σε ένα πρόσωπο όπως στα Προεδρικά συστήματα, εκεί υπάρχει αναγκαστικά αντιθετικότητα: αυτό ακριβώς βλέπουμε στην Γαλλία ή στις ΗΠΑ. Αποτέλεσμα, οξύνονται οι καταστάσεις. Ενώ όπου υπάρχει χαλαρότερο κοινοβουλευτικό πολίτευμα, μπορούν είτε να υπάρξουν εκτονωτικές συμμαχικές Κυβερνήσεις, είτε σε περιόδους κρίσεων να κληθούν τεχνοκράτες όπως ο Λουκάς Παπαδήμος ή ο ίδιος ο Μόντι να βγάλουν το φίδι από την τρύπα. (Εδώ, ο Μάριο Μόντι φρόντισε να προ-εκτονώσει την τοποθέτησή του λέγοντας ότι μιλά ενώπιον συνταγματολόγων και υψηλών πολιτικών προσώπων – π.χ. Προκόπη Παυλόπουλου. Θα άξιζε κανείς να είχε δει την έκφραση Παυλόπουλου αλλά και των πρώην πρωθυπουργών: ο Μόντι δεν είναι αναγκασμένος να γνωρίζει πώς στην Ελλάδα καταφέραμε να έχουμε μη-Προεδρικό μεν αλλά με αντίστοιχη λειτουργία Πρωθυπουργοκεντρικό και αντιπαραθετικό σύστημα! Απ’ όπου η ασφαλιστική δικλείδα κυβερνήσεων συνεργασίας έχει εξοριστεί).
Εν τω μεταξύ, επειδή η έλξη εορτασμού 50ετιών αναδεικνύεται ισχυρή, είχαμε και την επιστημονική εκδήλωση μνήμης/τιμής στην επέτειο της … επανόδου της Ελλάδας στο Συμβούλιο της Ευρώπης, μετά δηλαδή την αποβολή της επί Χούντας, στην Αίθουσα Γερουσίας στην Βουλή των Ελλήνων. (Η διάσταση αυτή δεν τονίστηκε όσο θάπρεπε: ότι δηλαδή η Ελλάδα της δικτατορίας είχε πεταχτεί έξω από την ευρύτερη πολιτική συνάρθρωση των Ευρωπαϊκών χωρών με έμφαση στα ανθρώπινα δικαιώματα. Ούτε επισημάνθηκε εμφατικά ότι η ίδια η πράξη επανεπικύρωσης της ΕΣΔΑ/η επαναφορά στο Συμβούλιο της Ευρώπης έφερε, από Ελληνικής πλευράς, την υπογραφή – ως Προέδρου – εκείνη Φαίδωνος Γκιζίκη: στιγμές Μεταπολίτευσης). Είχε μάλιστα προηγηθεί εκδήλωση στο Ζάππειο, και για τα 75 χρόνια ΕΣΔΑ/της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου με Πρόεδρο της Δημοκρατίας, Πρωθυπουργό, Πρόεδρο της Βουλής και Πρόεδρο της Κοινοβουλευτικής Συνέλευσης του Συμβουλίου της Ευρώπης (ο τελευταίος, Θ. Ρουσόπουλος για όσους δεν το έχουν καταγράψει).
Από όλην αυτήν την διοργάνωση δυο σημεία κατέληξαν να διεκδικήσουν την δημόσια προσοχή – , πέρα από τα αναμενόμενα και υψιπετή που ακούστηκαν: «Το Συμβούλιο της Ευρώπης ιδρύθηκε […] για να δώσει ξανά ουσιαστικό νόημα και δύναμη στις ιδέες και τις αξίες της ηπείρου μας, με άξονα την δημοκρατία, το κράτος δικαίου και τα ανθρώπινα δικαιώματα» από την Πρόεδρο της Δημοκρατίας. Με περιορισμένες πάντως αναφορές στην διάρκεια των εκδηλώσεων στις εξαιρετικά δυσάρεστες επιδόσεις της Ελλάδας στα θέματα δικαιωμάτων ενώπιον του Δικαστηρίου του Στρασβούργου, και τούτο παρά τον ισχυρισμό ότι «το Ευρωπαϊκό κεκτημένο έχει ενσωματωθεί στο αξιακό και το συνταγματικό μας σύστημα, εμπνέει και δεσμεύει τον ερμηνευτή του δικαίου» (της ιδίας).
Πρώτο σημείο: η αποτροπή από τον Πρόεδρο της Βουλής Κ. Τασούλα της απόπειρας της Ζωής Κωνσταντοπούλου να ανακινήσει θέμα κράτους δικαίου και θεμελιωδών δικαιωμάτων στην πράξη (αφορμή: επίθεση της Αστυνομίας κατά διαδηλωτών δασοπυροσβεστών και βουλευτών στα πλαίσια διαμαρτυρίας) με την διατύπωση «Δεν θέλω να ντροπιάσω την πατρίδα μου με τα παιχνίδια της Κωνσταντοπούλου (sic)».
Πολύ περισσότερο όμως, δεύτερο σημείο με την επιδεικτική αποχώρηση της Εισαγγελέως Αρείου Πάγου Ευτυχίας Αδειλίνη από την αίθουσα όταν ο Αλέξης Τσίπρας – γιατί στην εκδήλωση ο πρώην πρωθυπουργός; επειδή μετέχει στην Κοινοβουλευτική Συνέλευση του Συμβουλίου της Ευρώπης, μαζί με Γιώργο Παπανδρέου, Ντόρα Μπακογιάννη κοκ – μίλησε για «μαύρες κηλίδες και ανοιχτές πληγές του κράτους δικαίου στην πατρίδα μας» (υποκλοπές, ναυάγιο της Πήλου, Τέμπη). Χειρισμοί σε δυο τουλάχιστον από τα θέματα αυτά – υποκλοπές , Τέμπη – εμπλέκουν την Εισαγγελία Α.Π. Προδήλως, η λογική του «αναντίλεκτου» που καθιέρωσε η Εισαγγελεύς του Αρείου Πάγου – διερωτάται κανείς τι δίδαγμα αποκομίζουν οι νεότεροι δικαστές και εισαγγελείς από λογικές του τύπου «αναντίλεκτα»! – τής αρκούσε ώστε να εκδηλώσει έμπρακτα, αποχωρούσα, την απαρέσκειά της. Ο Α. Τσίπρας αντέδρασε στην αποχώρησή της με την παρατήρηση ότι η δικαστική εξουσία οφείλει «τουλάχιστον να κάθεται και να ακούει». Από την Κυβέρνηση/τον Κυβερνητικό Εκπρόσωπο το θέμα «ανεβάστηκε» με την διατύπωση «κανείς δεν μπορεί να υπαγορεύσει στην Δικαιοσύνη τον τρόπο που θα επιτελεί τα καθήκοντά της […] στην Ελλάδα πλέον δεν λειτουργούν παρα-υπουργεία Δικαιοσύνης όπως επί των ημερών σας».
Όμως κάτω από αυτήν την ανταλλαγή πυρών ξέφυγε ένα: ότι η Εισαγγελία του Αρείου Πάγου διαθέτει στην Ελλάδα ένα βαρύ ιστορικό. Προκάτοχος της Ευτ. Αδειλίνη δεν υπήρξε μόνον ο Ισίδωρος Ντογιάκος – επίσης με σημαντική στάση στην υπόθεση των υποκλοπών, η οποία σημειωτέον θα δικαστεί κάποια στιγμή και στο Στρασβούργο αν οι κινήσεις Ν. Ανδρουλάκη κα προχωρήσουν . Πολύ-πολύ παλιότερος προκάτοχός της ήταν (1962-68, μακρά θητεία) ο Κωνσταντίνος Κόλλιας. Διόλου ασήμαντος δικαστικός, θα μπορούσε να είχε μείνει στην ιστορία επειδή συνέβαλε στο να ορισθεί στην υπόθεση δολοφονίας Γρ. Λαμπράκη από το παρακράτος το σχήμα Χρήστου Σαρτζετάκη – Στέλιου Μπούτη/Παύλου Δελαπόρτα, σχήμα χωρίς το οποίο η πολύκροτη εκείνη υπόθεση θα είχε θαφτεί. Βέβαια, εν συνεχεία, ο ίδιος Κ . Κόλλιας παρενέβη (παρατύπως) στην ανάκριση επιδιώκοντας να χωρισθούν οι φάκελλοι φυσικών και ηθικών αυτουργών (της ηγεσίας της Χωροφυλακής), σε σημείο αργότερα να του επιβληθεί ποινή αργίας. Μετά από δικαστική διαμάχη, ο Κ. Κόλλιας επανήλθε στην ενεργό υπηρεσία, κι έτσι βρέθηκε ενεργός στην υπόθεση ΑΣΠΙΔΑ, ζητώντας άρση της βουλευτικής ασυλίας Ανδρέα Παπανδρέου. Για να καταλήξει… πρώτος Πρωθυπουργός της δικτατορίας των συνταγματαρχών, ως συμβιβαστική λύση μεταξύ Ανακτόρων και Χούντας.
Ασφαλώς/ασφαλέστατα, η καχεκτική δημοκρατία της δεκαετίας του ΄60 δεν έχει σχέση – πάντως δεν θα έπρεπε να έχει σχέση! – με εκείνην της Μεταπολίτευσης που τόσον υμνήθηκε στους διαδοχικούς εορτασμούς της 50ετίας. Ωστόσο, οι κάτοχοι υψηλών αξιωμάτων όπως της Εισαγγελίας Αρείου Πάγου χρήσιμο/πολύτιμο θα ήταν να διατηρούν την αίσθηση του βάρους της ιστορίας. Αναντίλεκτα.
Από το economia.gr