Μωυσής, Μητσοτάκης και Μοναχοί: Εξουσία, Θρησκεία και Πολιτική Επικοινωνία στον 21ο Αιώνα

Tου Απόστολου Λουλουδάκη 

Η Ορθόδοξη παράδοση, ιδιαίτερα στην αθωνική της εκδοχή, θεμελιώνεται στην αποφατική θεολογία —μια θεολογία της σιωπής, της ταπείνωσης, της άρνησης να περιγράψεις τον Θεό με θετικά, κοσμικά σχήματα. Κι όμως, στην πρόσφατη επίσκεψη του Πρωθυπουργού Κυριάκου Μητσοτάκη στο Άγιον Όρος, είδαμε την πιο καταφατική εκδοχή της σχέσης πολιτείας και εκκλησίας: φράσεις με «θετικές ενέργειες», ανακοινώσεις έργων, χρηματοδοτικά πακέτα, και μοναχούς που εγκατέλειψαν (προσωρινά) την απομόνωση για να υποδεχθούν, με στοχαστικό χαμόγελο, τον νέο “εθνικό δωρητή”.

Η επίσκεψη του Πρωθυπουργού Κυριάκου Μητσοτάκη στο Άγιον Όρος δεν είναι απλώς ένα πολιτικό γεγονός. Αποκτά χαρακτήρα τελετουργικής επιτέλεσης, εντός ενός συμβολικού θεάτρου όπου η θρησκευτική αυθεντία και η πολιτική εξουσία συνδιαλέγονται με υπόγειους τρόπους. 

Στην εβραϊκή και χριστιανική αφήγηση, ο Μωυσής ανεβαίνει στο Όρος Σινά και κατεβαίνει με πλάκες εντολών – φορέας της θεϊκής βούλησης. Στη μεταμοντέρνα εκδοχή, ο πολιτικός ηγέτης ανέρχεται σε άλλο όρος, τον Άθωνα, όχι με εντολές αλλά με πακέτα αναπτυξιακής πολιτικής, επιτελώντας έναν συμβολικό ρόλο με διπλό ακροατήριο: τον Θεό και τους ψηφοφόρους.

Είναι άραγε η επίσκεψη μια έκφραση σεβασμού, ή μήπως μια τελετουργική αποστολή πολιτικής αυτονομιμοποίησης, κατά την οποία ο εκκοσμικευμένος ηγέτης αναζητά λίγη από την αύρα της ιερότητας;

Παρότι το Άγιον Όρος φέρει πνευματικό χαρακτήρα, δεν είναι απλώς μοναστική πολιτεία αλλά και πολιτικός μικρόκοσμος, όπου η επιρροή δεν ασκείται δια νόμου, αλλά δια της σιωπηρής αυθεντίας.

Η διαχρονική προσέγγιση πολιτικών ηγετών φανερώνει ότι:

Η Αθωνική Πολιτεία λειτουργεί ως παραπολιτικός θεσμός: διαθέτει κύρος, αλλά όχι εξουσία· επιρροή, αλλά όχι θεσμική φωνή. Οι επισκέψεις συχνά γίνονται σε στιγμές πολιτικής μετάβασης ή ενίσχυσης δημόσιας εικόνας. Οι Μονές λειτουργούν ως θέατρα πνευματικής νομιμοποίησης, όπου οι πολιτικοί «ευλογούνται» όχι από τον Θεό, αλλά από το συλλογικό θυμικό των πιστών. 

Η σχέση μεταξύ Κράτους και Εκκλησίας στην Ελλάδα θυμίζει μια συμβιωτική μηχανική: χωρίς διακηρυγμένη σύγκλιση, χωρίς θεσμική ένωση, αλλά με σταθερή αλληλεξάρτηση.

Αυτός ο «σιωπηλός συνεταιρισμός» εκδηλώνεται:

Μέσω συμβολικής συνδιαχείρισης αξιών (παράδοση, οικογένεια, έθνος). Με οικονομική διαπλοκή (φορολογικές εξαιρέσεις, επιχορηγήσεις μονών, συμπερίληψη σε αναπτυξιακά εργαλεία). Σε κρίσεις, με την Εκκλησία να λειτουργεί ως παράγοντας σταθερότητας, κι ενίοτε συμμόρφωσης (π.χ. στη διάρκεια της πανδημίας). 

Το Άγιον Όρος είναι ο κατεξοχήν χώρος όπου αυτός ο «συνεταιρισμός» ενσαρκώνεται — όχι με νόμους, αλλά με σιωπές.

Το Άγιον Όρος προβάλλεται ως παναθρώπινη κιβωτός Ορθοδοξίας, χώρος ιερός, αποκομμένος από το κοσμικό. Όμως, η πραγματικότητα δείχνει ότι συχνά χρησιμοποιείται εργαλειακά:

Η χρονική σύμπτωση με εκλογικές περιόδους κάθε άλλο παρά τυχαία είναι. Η επιλογή συγκεκριμένων μονών (συνήθως συντηρητικών) λειτουργεί ως σήμα προς ορισμένα ακροατήρια. 

Οι παροχές και εξαγγελίες έργων μετατρέπουν την επίσκεψη από πνευματική συνάντηση σε πολιτικό συμβόλαιο. 

Έτσι, ο Άθως κινδυνεύει να καταστεί σκηνή προεκλογικής ορθοδοξίας, με ευλογία να δίνεται όχι με λιβάνι αλλά με ψηφοθηρικό υπολογισμό.

Η χριστιανική θεώρηση της εξουσίας είναι διακονική. Ο ηγέτης είναι «πρώτος εν μέσω ίσων», φορέας ευθύνης, όχι κύρους. Η άσκηση εξουσίας προϋποθέτει αυτοθυσία, όχι αυτοπροβολή.

Στην πολιτική σφαίρα, όμως:

Η εξουσία γίνεται επικοινωνιακή πράξη: το σημαντικό είναι να φανεί, όχι να ασκηθεί με δικαιοσύνη. Ο λόγος του ηγέτη παραφράζει θεολογικούς όρους, αναζητώντας κύρος που δεν του ανήκει. Η επίσκεψη στο Άγιον Όρος μετατρέπεται σε εικονική μύηση, όπου ο ηγέτης φέρει ράσο στην ψυχή του, αλλά μικρόφωνο στην τσέπη του. 

Το αποτέλεσμα είναι η θεατρικότητα του ιερού: ένα πολιτικό δρώμενο με μεταφυσική σκηνογραφία.

Η παρουσία του Πρωθυπουργού στο Άγιον Όρος δεν είναι τυχαία, ούτε αθώα. Αποτελεί επιτελεστική πράξη, ενταγμένη σε έναν βαθιά ελληνορθόδοξο πολιτισμικό κώδικα, όπου το πολιτικό συμβάλλεται με το πνευματικό σε ένα δίκτυο σιωπών, εικόνων και λογικής του προσχήματος.

Αντί να επιβεβαιώνει την «πίστη του ηγέτη», η επίσκεψη αποκαλύπτει:

Τον μηχανισμό συγκάλυψης της εξουσίας με ευσέβεια. Τη συγκατοίκηση Εκκλησίας και Πολιτείας σε ζώνες ηθικής ασάφειας. Την εκκοσμίκευση του ιερού με όρους marketing. 

Όταν η εξουσία ζητά ευλογία και η Εκκλησία λαμβάνει χρηματοδότηση, τότε δεν έχουμε ούτε ιερό ούτε όσιο —μόνο μια τελετουργική σκηνοθεσία υπακοής και ανταμοιβής. Και όταν ο Μωυσής φοράει κουστούμι και κουβαλά tablets, όχι πλάκες, τότε καταλαβαίνουμε πως οι εντολές δεν προέρχονται από το όρος Σινά, αλλά από τα κεντρικά γραφεία επικοινωνίας.

Η παράδοση των πολιτικών επισκέψεων στο Άγιον Όρος έχει τις ρίζες της στον 20ό αιώνα, και καθίσταται ιδιαίτερα έντονη μετά τη μεταπολίτευση. Ο Κωνσταντίνος Καραμανλής, φέρεται να είχε επισκεφθεί τον Άθω με ύφος σεβάσμιο αλλά και γεωπολιτικό. Ο Ανδρέας Παπανδρέου, αν και θεωρητικά κοσμικός, είχε επαφή με τη μοναστική κοινότητα, κυρίως μέσω της διαχείρισης εκκλησιαστικής περιουσίας.

Ο Κώστας Σημίτης απέφυγε επιδεικτικά μια τέτοια προσέγγιση —ίσως γνωρίζοντας πως η τεχνοκρατική του φύση δεν θα εύρισκε πρόσφορο έδαφος στο έδαφος της νοεράς προσευχής. Αντιθέτως, ο Κώστας Καραμανλής (ο νεότερος) επισκέφθηκε το Άγιον Όρος το 2004, εγκαινιάζοντας μια εποχή πιο θερμής πολιτικοθρησκευτικής προσέγγισης.

Ο Αλέξης Τσίπρας, παρότι “αριστερός” και άθεος κατά δήλωσή του, επισκέφθηκε το Άγιον Όρος το 2015, λίγους μήνες μετά την ανάληψη της εξουσίας, σε μια προσπάθεια να οικοδομήσει γέφυρες και να αποδείξει πως η realpolitik απαιτεί θυμίαμα όταν βρίσκεσαι στον Άθω.

Η επανάληψη της πρακτικής από τον Κυριάκο Μητσοτάκη δεν πρέπει να ιδωθεί ως απλή συνέχεια ενός εθίμου. Αντιθέτως, διακρίνεται από περισσότερο «συνειδητοποιημένο θεατρικότητα». Το δώρο του δεν είναι η παρουσία, αλλά τα κονδύλια. Η παροχή ως πνευματικό εργαλείο επηρεασμού, ντυμένη με τον μανδύα της παράδοσης.

Ο Πρωθυπουργός που φωτογραφίζεται μπροστά στην Παναγία “Άξιον Εστίν” δεν προσεύχεται —επικοινωνεί. Αξιοποιεί το εκκλησιαστικό περιβάλλον για να νομιμοποιήσει την κοσμική του εξουσία με μεταφυσικό κύρος. Έτσι, η σχέση δεν είναι απλώς θεσμική —είναι συμβολική και αμοιβαία επωφελής.

Αναδύεται έτσι μια «πολιτική μετα-θεολογία», όπου ο Πρωθυπουργός δεν είναι απλώς διαχειριστής του κράτους, αλλά “φωτισμένος κυβερνήτης”, φορέας υποσχέσεων και προσδοκιών που φλερτάρουν με το μεταφυσικό.

Εντέλει, η Αθωνική Πολιτεία γίνεται όχι τόπος μετανοίας αλλά σκηνικό πολιτικής επένδυσης, με τους ηγουμένους σε ρόλο επιτελών εθιμοτυπίας.

Η πρόσφατη παρουσία του Κυριάκου Μητσοτάκη στην Αθωνική Πολιτεία, δεν έμοιαζε με προσκύνημα αλλά με επικοινωνιακή επιχείρηση “καθαγιασμού” της εξουσίας.