Νίκος Κοτζιάς: Απουσία

Γράφει ο Γιώργος Λακόπουλος

Η Συμφωνία των Πρεσπών είναι έργο Κοτζιά. Αλλά σήμερα, για το κόμμα που την πιστώθηκε, ο ίδιος είναι απλώς «μια τόσο μακρινή απουσία».

«Λαμπράκης» προδικτατορικά, μέλος της ΚΕ του ΚΚΕ και καθοδηγητής οργανώσεων του στη συνέχεια, θεωρητικός του μαρξισμού, οπαδός της ιδεολογικής ορθοδοξίας, πρόσωπο με ευρύτερη κατάρτιση, θα μπορούσε να εξελιχθεί σε γραμματέα του κόμματος…

Αλλά το 1989 ο Νίκος Κοτζιάς διαφώνησε με τη συγκατάθεση του Περισσού στα σχέδια του Μητσοτάκη για την παραπομπή του Ανδρέα Παπανδρέου και αποχώρησε.

Με συστάσεις από τη διαδρομή Χάρβαρντ – Οξφόρδη – Μάρμπουργκ της Γερμανίας – πανεπιστήμιο Πειραιά, βρέθηκε εμπειρογνώμονας στο υπουργείο Εξωτερικών.

Ο Γ. Παπανδρέου τον έκανε σύμβουλό του – με τον Χάρη Παμπούκη «αμορτισέρ» στις εντάσεις του με διαφόρους του υπουργικού περιβάλλοντος.

Αντιστάθηκε στην παραίτηση του ΓΑΠ από την ηγεσία του ΠΑΣΟΚ μετά τη δεύτερη ήττα το 2017 και δυο χρόνια αργότερα δικαιώθηκε. Αλλά το υπουργείο παραδόθηκε στους «κηπουρούς».

Επέστρεψε στο Πανεπιστήμιο, στα γραπτά του και τις «εκδόσεις Καστανιώτη». Ένας ακόμη σκληροπυρηνικός διανοούμενος της Αριστεράς, που εξουδετέρωσε η πολιτική.

Ευφυής, αναλυτικό μυαλό, «ψαγμένος», αλλά παρορμητικός, εριστικός και διαρκώς ανάμεσα στην ένταση και το χαμόγελο δεν ήταν η καλύτερη συντροφιά. Ούτε το στέλεχος που ήθελαν οι κομματικές ηγεσίες. Ως την ώρα που ο Αλέξης Τσίπρας του πρόσφερε το υπουργείο Εξωτερικών.

Παρά τους κώδικες του αξιώματος, παρέμεινε δύσκολος και πάντα με κακοδεμένη γραβάτα. Δεν τα πήγαινε καλά με τη διπλωματική γραφειοκρατία και βαρύνεται με τη γκάφα που προκάλεσε τη παραίτηση Γιάννας Αγγελοπούλου από πρέσβειρα εκ προσωπικοτήτων.

Η προβολή της Κίνησης «Πράττω» σε κυβερνητική συνιστώσα δεν άρεσε στον ΣΥΡΙΖΑ, ούτε στον Τσίπρα ο πατερναλισμός του υπουργού του απέναντι του. Αλλά τον αντιμετώπιζε όπως ο Κένεντι τον Χούβερ: καλυτέρα μέσα στη σκηνή και να κατουράει έξω…

Ουδείς στοιχημάτιζε ότι θα γράψει Ιστορία στο νεοκλασικό της Βασ. Σοφίας. Ιδίως μετά την αποτυχία του να γυρίσει τον τροχό στο Κυπριακό, ακολουθώντας τη εθνική γραμμή: η μη λύση είναι καλύτερη από τη κακή λύση.

Ύστερα μπήκε στο τραπέζι το Μακεδονικό, σαν γόρδιος δεσμός από το παρελθόν, που δεν μπορεί να τον κόψεις – ούτε θα ήταν φρόνιμο. Έπρεπε κάποιος να τον λύσει και ο μόνος στην πολιτική πιάτσα ήταν ο Κοτζιάς.

Οι λόγοι παρατίθενται αναλυτικά στο βιβλίο του – μάθημα ιστορίας και διπλωματίας: «Η λογική της λύσης», από τις εκδόσεις Gutenberg.

Αυτό που για άλλους ήταν σαν τον κύβο του Ρούμπικ, για τον διαβασμένο Κοτζιά ήταν παιχνίδι. Το Κυπριακό τον υπερέβαινε, αλλά στο περίπλοκο βαλκανικό παιχνίδι των τριβών Αθήνας – Σκοπίων υπήρξε αριστοτέχνης.

Έπιασε τη διεθνή συγκυρία και την αλλαγή διαθέσεων της άλλης πλευράς και τα συνδύασε με την ανάγκη της Ελλάδας να απαλλαγεί από άσκοπο διπλωματικό κόστος.

Έχοντας απέναντι του όσους πίεζαν τον Τσίπρα να εγκαταλείψει το εγχείρημα λόγω πολιτικού κόστους – και τον Καμμένο που το υπονόμευε καλλιεργώντας τρομακτικά συνέρια εκτροπών – «έδεσε» με τον ομόλογο του Δημητρόφ. Οι πρωθυπουργοί Τσίπρας και Ζάεφ, δεν είχαν παρά να διαλέξουν τα στυλό με τα οποία υπέγραψαν.

Η Συμφωνία των Πρεσπών είναι έργο Κοτζιά – και από τα ορόσημα που κάθε πολιτικός θέλει στο βιογραφικό του. Αλλά σήμερα, για το κόμμα που την πιστώθηκε, ο ίδιος είναι απλώς «μια τόσο μακρινή απουσία»*…

*Τιτλος ταινίας του Σταύρου Τσιώλη.

AΠΟ ΤΟ IEIDISEIS.GR