Νίκος Χριστοδουλάκης: Ανάπτυξη με νέες ανισότητες, χωρίς νέες υποδομές

    

Oι μισθωτοί έχασαν 10 δισ. ευρώ σε βάθος πενταετίας και δεν υπάρχει καμία βάσιμη ελπίδα ότι αυτή η επαχθής εξέλιξη θα βελτιωθεί τα επόμενα χρόνια.

Η χρονιά που διανύουμε δεν είναι μόνο καθοριστική για τις πολιτικές και γεωπολιτικές εξελίξεις στην Ευρώπη, αλλά και συμβολική γιατί κλείνουμε ένα τέταρτο αιώνα από την περίοδο προετοιμασίας πριν μπούμε στην ΟΝΕ. Και τότε όπως και σήμερα βγαίναμε από μία περίοδο κρίσεων, ύφεσης και ανεργίας και στοχεύαμε σε μια οικονομία με σταθερότητα, συνεχή ανάπτυξη και ανοδική απασχόληση. Ξέραμε ότι ο στόχος αυτός δεν επιτυγχάνεται με έναν αυτόματο πιλότο αλλά θέλει πολλή δουλειά για να μπορέσεις όχι μόνο να πετύχεις αυτό που θέλεις, αλλά να είσαι σε θέση να αντλήσεις τα οφέλη που σου επιφυλάσσει η νέα προοπτική. Και όμως μια δεκαετία αργότερα ήρθε η μεγάλη κρίση με ανυπολόγιστο κόστος οικονομικό, κοινωνικό και πολιτικό. Άρα όταν σήμερα συζητάμε για τις προοπτικές της οικονομίας, υποτίθεται ότι όλοι έχουμε μάθει ότι δεν μπορείς να επαφίεσαι στην τύχη και στην καλοκάγαθη μοίρα αλλά πρέπει να διασφαλίζεις μια σειρά από παράγοντες σταθερότητας και βιωσιμότητας.

Έτσι θεωρώ πως ανά πάσα στιγμή, παρά τις συγκυριακές καλές ειδήσεις και τα επιτεύγματα που μπορεί να έχει καταγράψει στην πορεία της μία κυβέρνηση, πρέπει διαρκώς να βλέπει ποιοι είναι οι καθοριστικοί δομικοί παράγοντες που επηρεάζουν όχι μόνο την σημερινή αλλά και την μελλοντική κατάσταση πραγμάτων. Προπάντων, να βλέπει όχι μόνο αν συντρέχει μία απλή αναθέρμανση της οικονομικής ανάπτυξης αλλά αν αυτή συνυπάρχει και μια κοινωνική ανταπόκριση σε αυτή την ανάπτυξη, πόσοι συμμετέχουν και με ποιο τρόπο σε αυτήν. Και ταυτόχρονα να διερευνά πώς η σημερινή αναπτυξιακή δυναμική δεν θα μείνει συγκυριακά αλλά μπορεί να συνεχιστεί απρόσκοπτα.

Η ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας τα τελευταία χρόνια έχει πάει σχετικά καλά σε σύγκριση με άλλες ευρωπαϊκές χώρες και η Ελλάδα έχει αποφύγει την βαθιά ύφεση στην οποία θα μπορούσε να βρίσκεται αν άλλα πράγματα συνέβαιναν και κάποιες πρόνοιες δεν είχαν ληφθεί εγκαίρως. Όμως, θα πρέπει να δούμε και πώς αυτή η ανάπτυξη κατανεμήθηκε. Το ασφαλέστερο κριτήριο είναι πώς κατανέμεται το εθνικό εισόδημα ανάμεσα σε μισθούς και επιχειρηματικά κέρδη, από την σύμπραξη των οποίων δημιουργείται η Προστιθέμενη Αξία. Βλέπουμε λοιπόν ότι το μερίδιο που πήγε σε μισθούς το 2023 έπεσε 4,4 ποσοστιαίες μονάδες του ΑΕΠ σε σύγκριση με την κατανομή του 2019, δηλαδή από 59,3% πήγε στο 54,9% – (στοιχεία Ameco 2024). Συμμετρικά, η Παρούσα Αξία που κατανεμήθηκε ως κέρδη επιχειρήσεων αυξήθηκε 4,4 ποσοστιαίες μονάδες δηλαδή από 40,70% ανέβηκε στο 45,10%. Αυτό σημαίνει ότι σε σχετική βάση οι μισθωτοί έχασαν 10 δισ. ευρώ σε βάθος πενταετίας και δεν υπάρχει καμία βάσιμη ελπίδα ότι αυτή η επαχθής εξέλιξη θα βελτιωθεί τα επόμενα χρόνια.

Αυτομάτως δημιουργείται ένα σοβαρό πρόβλημα αφού υπάρχει μια κοινωνία που δεν βλέπει τα οφέλη της ανάπτυξης να κατανέμονται με δίκαιο τρόπο. Προφανώς υπάρχουν οφέλη αλλά αυτά όχι μόνο δεν διανέμονται με μία σχετική δικαιοσύνη, ούτε καν με μία δυναμική βελτίωσης στο προσεχές μέλλον. Αυτό είναι ένα κακό χαρακτηριστικό της ελληνικής οικονομίας που δίνουμε λίγη σημασία σήμερα αλλά κάποια μέρα το κόστος από την δυσαρέσκεια και την περιθωριοποίηση θα είναι βαρύ.

Όσον αφορά την μακροχρόνια αντοχή αυτής της ανάπτυξης, η ελληνική οικονομία έχει – κατά την γνώμη μου – ένα βαθύτερο χαρακτηριστικό: Είναι βραχυχρόνια ευέλικτη πράγμα που της δίνει την δυνατότητα να μετέχει των ευκαιριών που παρουσιάζονται, αλλά μεσοχρόνια ευάλωτη, με αποτέλεσμα οι κακές φάσεις της διεθνούς οικονομίας, οι οποίες προσβάλλουν και την ίδια, να αφήνουν βαθύτερο αποτύπωμα και συνέπειες από τις οποίες δύσκολα μπορεί να απεγκλωβιστεί. Η αιτία για την κατάσταση αυτή είναι τρεις ανισορροπίες, οι οποίες δεν δείχνουν κανένα σημείο βελτίωσης τα τελευταία χρόνια και είναι οι εξής:

α) Η μόνιμη τάση υπερκατανάλωσης που σημαίνει ότι δεν αποταμιεύουμε επαρκώς.

β) Το επίμονο επενδυτικό κενό.

γ) Η δημογραφική και εργασιακή απίσχναση της χώρας η οποία χαρακτηρίζεται από την γήρανση, την φυγή πολλών νέων εργαζομένων, την χαμηλή κατάρτιση του νεότερου εργατικού δυναμικού κ.α.

Προτείνεται συχνά να αλλάξουμε το παραγωγικό μοντέλο έτσι ώστε να αποκτήσουμε ανταγωνιστικότητα. Αυτό γίνεται συνήθως κάνοντας μεταρρυθμίσεις. Κανείς όμως δεν λέει ποιο είναι το εργαλείο για την βελτίωση της ανταγωνιστικότητας ή ποιες πρέπει είναι αυτές οι μεταρρυθμίσεις, παρά μόνο γενικολογίες και ευχολόγια. Η κρυφή στόχευση συνήθως είναι να γίνουν μέσω της μείωσης των εργατικών μισθών ή δια της σκλήρυνσης των εργασιακών συνθηκών. Αυτό το μοντέλο όμως είναι παραγωγικά ξεπερασμένο, μακροοικονομικά αναποτελεσματικό, και -όπως αποδείχθηκε κατά την δεκαετή κρίση των Μνημονίων- κοινωνικά άνισο γιατί ο κύριος μηχανισμός του είναι η εσωτερική υποτίμηση που χειροτερεύει και άλλο την ήδη επαχθή σχέση μισθών-κερδών εις βάρος των εργαζομένων.

Χρειαζόμαστε άλλου είδους προσεγγίσεις σε υποδομές γύρω από τις οποίες θα οργανωθούν οι επιχειρήσεις, χρειαζόμαστε δημόσια αγαθά τα οποία θα παρέχονται με έναν δίκαιο και καθολικό τρόπο που θα διευκολύνουν τους πολίτες έτσι ώστε να γίνουν αποτελεσματικότεροι, και χρειαζόμαστε πολύ πιο εντατική κατάρτιση έτσι ώστε να ανέβει συνολικά η παραγωγικότητα. Συμπερασματικά, χρειαζόμαστε στρατηγικά εργαλεία για να αντιμετωπίσουμε την σημερινή κατάσταση από-επένδυσης και την κατάρτιση του ανθρώπινου δυναμικού. Έχουμε τέτοια εργαλεία στην διάθεσή μας; Ναι, έχουμε ένα τεράστιο και μοναδικό: Το Ταμείο Ανάκαμψης.

Το Ταμείο Ανάκαμψης αποτελεί την μεγαλύτερη ευκαιρία την οποία είχαμε μεταπολεμικά στην χώρα μας τόσο από άποψη μεγέθους όσο και από άποψη ελευθερίας στον εθνικό σχεδιασμό από την κυβέρνηση κάθε χώρας. Όμως για να γίνει αυτό η κάθε κυβέρνηση πρέπει να ακολουθήσει ορισμένες κατευθύνσεις, για παράδειγμα ότι το μεγαλύτερο μέρος των κονδυλίων θα κατευθυνθεί σε υποδομές και μεγάλα έργα, έτσι ώστε η κάθε υποδομή που γίνεται να χρησιμοποιηθεί ως ελκυστής επιχειρηματικών πρωτοβουλιών, τις οποίες διαφορετικά ούτε προλαβαίνει ούτε πρέπει να αναλάβει να κάνει μία πολιτική αφαίμαξης του εργατικού μισθού.

Άραγε η κυβέρνηση σήμερα χρησιμοποιεί το Ταμείο Ανάκαμψης προς αυτή την κατεύθυνση; Θεωρώ πως κάνει εντελώς το αντίθετο! Ενδεικτικά:

(α) Στο Ταμείο έχουν ενταχθεί πολλά μικρά έργα, άσχετα με τον στρατηγικό σκοπό του Ταμείου να αναμορφώσει τις δομές της ελληνικής οικονομίας. Η κυβέρνηση έβαλε στο Ταμείο Ανάκαμψης έργα για αρχαία νεκροταφεία, μοναστήρια και πλατείες που είναι ίσως χρήσιμα σε μία τουριστική μικροκλίμακα, δεν έχουν όμως καμία σχέση ούτε με εθνική παραγωγικότητα, ούτε με υποδομές, ούτε με μακροχρόνιο ρυθμό ανάπτυξης της χώρας.

(β) Ενώ όλες οι χώρες της ΕΕ χρησιμοποιούν τα δάνεια που μπορεί να δώσει η κυβέρνηση μέσω του Ταμείου Ανάκαμψης για να χρηματοδοτήσουν υποδομές, η Ελλάδα δεν χρηματοδοτεί καμία υποδομή μέσω δανεισμού αλλά τον κατευθύνει αποκλειστικά σε ιδιωτικές επενδύσεις με εγγύηση του ελληνικού δημοσίου. Έτσι παραμένουν οι μεγάλες ελλείψεις που υπάρχουν σε υποδομές και μπλοκάρουν μια σύγχρονη ανάπτυξη ανταγωνιστικών επιχειρήσεων σε τομείς υψηλής προστιθέμενης αξίας.

Παράδειγμα, υπάρχει μεγάλο έλλειμμα δικτύων μεταφοράς ηλεκτρισμού, με αποτέλεσμα μερικές αξιόλογες επιχειρήσεις να ζορίζονται ή να έχουν ήδη κλείσει (πχ. Γιούλα, ΕΒΙΕΝ, κ.α.) λόγω του αυξημένου ενεργειακού κόστους παρά το γεγονός ότι είχαν προβεί σε ίδιες επενδύσεις αυτοπαραγωγής. Ο λόγος ήταν ότι δεν μπορούσαν να διασυνδεθούν με τον ΑΔΜΗΕ και οι ζημιές συσσωρεύονταν.

Δεύτερο παράδειγμα, το σιδηροδρομικό δίκτυο. Επειδή η Ελλάδα έχει ένα πολύ ελλιπές σιδηροδρομικό δίκτυο, θα περίμενε κανείς να διαθέσει μεγάλα ποσά από το Ταμείο Ανάκαμψης να το εκσυγχρονίσει και να το επεκτείνει, όπως κάνουν και άλλες χώρες. Παράδειγμα, η Ρουμανία διαθέτει το 17% των πόρων του Ταμείου, η Γαλλία με το τελειότερο σιδηροδρομικό δίκτυο διαθέτει το 7%, η Πολωνία το 12%, κλπ. Απεναντίας η Ελλάδα διαθέτει ένα ελάχιστο ποσοστό, μόλις 228 εκ. € από τα 31 δισ. €, δηλαδή μόλις 0,71%. Δηλαδή, στο πλέον ανεπαρκές δίκτυο επενδύεται αναλογικά μόλις το 1/10 από ό,τι επενδύεται στο πλέον επαρκές (Γαλλίας)! Απλώς μένεις άφωνος!

Με βάση και μόνο αυτά τα δύο ενδεικτικά παραδείγματα είναι προφανές ότι κάτι πρέπει να αλλάξει δραστικά στην κατανομή των πόρων του Ταμείου στις υποδομές ώστε να αποκτήσει άλλη δυναμική η ελληνική οικονομία. Μάλιστα αυτό πρέπει να έχει ολοκληρωθεί σύντομα μέχρι το 2030. Αυτό θα είναι το έτος κρίσεως για την Ελλάδα γιατί τότε θα αναθεωρηθεί η βάση υπολογισμού των τοκοχρεολυσίων, οι δανειακές μας υποχρεώσεις θα υπολογίζονται πλέον με όρους αγοράς και θα επιβαρύνουν πολύ περισσότερο το δημόσιο ταμείο. Επειδή το δημόσιο χρέος θα εξακολουθήσει μέχρι τότε να είναι υψηλό, η μεταστροφή του κόστους δανεισμού θα επιβαρύνει σημαντικά την εξυπηρέτηση του και ο μόνος τρόπος να μετριαστεί είναι η οικονομία να βρίσκεται σε ένα απόγειο ανάπτυξης και ευρωστίας

Τέλος, μία επισήμανση για τον εξαιρετικά αμφιλεγόμενο τρόπο που χορηγούνται οι επιδοτήσεις και οι ενισχύσεις στις επιχειρήσεις. Σύμφωνα με τους ισχύοντες όρους, υποβάλλεται ένα σχέδιο επένδυσης το οποίο αξιολογείται αποκλειστικά από τις τράπεζες. Αν βρεθεί βιώσιμο, ο ιδιώτης βάζει το 20% της επένδυσης, η τράπεζα δανείζει το 30% και το υπόλοιπο 50% το χορηγεί η κυβέρνηση χωρίς καμία περαιτέρω αξιολόγηση. Έτσι όμως ελλοχεύει σοβαρός κίνδυνος να απωλεσθούν σημαντικοί δημόσιοι πόροι αν η ιδιωτική επένδυση αποτύχει, ιδίως μάλιστα σε μία περίοδο αυξημένων επιτοκίων και γενικευμένων ρίσκων όπως αυτή που διανύουμε.

Χρειάζεται λοιπόν μεταφορά πόρων στα μεγάλα επιλέξιμα έργα που θα αλλάξουν το πρόσωπο της χώρας, αλλά επίσης και μια συνολικότερη αναθεώρηση της διαχείρισης του Ταμείου Ανάκαμψης με στόχο μία διαφανή ενημέρωση της κοινής γνώμης και των πολιτικών παραγόντων της χώρας. Αν δεν κάνω λάθος, μέχρι σήμερα δεν έχει γίνει ακόμα μία εκτενής ενημέρωση και συζήτηση στην εθνική αντιπροσωπεία! Δυνατότητα αλλαγών και επαναδιαπραγμάτευσης υπάρχει και ήδη την έχουν αξιοποιήσει άλλες χώρες (Ιταλία, Γαλλία, κ.α.). Άλλωστε πλείστα όσα έργα που έχουν εγκριθεί φαίνεται να δυσκολεύονται στις απορροφήσεις και ούτως ή άλλως θα πρέπει να επανεξεταστούν. Ανάλογη ευκαιρία εθνικής κλίμακας δεν θα υπάρξει!

(Ο Νίκος Χριστοδουλάκης είναι πρώην υπουργός- Το άρθρο αποτελεί αναδημοσίευση από το Κ-Report)