Να μιλήσουμε για τη δικτατορία -αλλά χωρίς ανιστορικές παραδοξότητες

Του Τέλη Σαμαντά

(Μια απάντηση στον καθηγητή Στάθη Καλύβα)

Πριν λίγο καιρό, με αφορμή την επέτειο της 21ης Απριλίου, είχα κάνει μία ανάρτηση με τίτλο «Ας μιλήσουμε επιτέλους για τη δικτατορία». Απόσπασμα: «Η αποκοπή από το διεθνές περιβάλλον και η λαϊκιστική εσωστρέφεια* η ανάδυση νέων κοινωνικών στρωμάτων που απέκτησαν οικονομική ισχύ χάρη στα οικονομικά μέτρα των δικτατόρων (χωρίς όμως να έχουν και την αντίστοιχη πολιτική εκπροσώπηση, την οποία απέκτησαν σε συνέχεια κατά τη μεταπολίτευση)* η απότομη διακοπή των πνευματικών αλλά και των πολιτικών αναζητήσεων σε όλους τους ιδεολογικούς χώρους* η σαφέστατη οπισθοχώρηση των προβληματισμών για τον εκσυγχρονισμό της πολιτικής ζωής της χώρας* η υποχρεωτική συνύπαρξη αντιθετικών και αποκλινόντων πολιτικών και πνευματικών προβληματισμών και η εκ των πραγμάτων σύγκλιση τους –στον ελάχιστο κοινό παρονομαστή- απέναντι στον «κοινό εχθρό» της χούντας* η καθυποταγή μέσω της ανοχής της δικτατορίας μεγάλων τμημάτων της κοινωνίας* η κυριαρχία του κιτς σε πάμπολλους τομείς της πολιτιστικής ζωής –είναι μερικά μόνο από τα αποτελέσματα του επτάχρονου «γύψου».

Στον αντίποδα ακριβώς, ιστορικά, ιδεολογικά, αλλά και άμεσα βιωματικά, (δεν είναι δα και τόσο απόμακρη εκείνη η περίοδος …), βρίσκονται οι απόψεις του καθηγητή Στάθη Καλύβα στο άρθρο του στην «Καθημερινή» με τίτλο «Μια παράδοξη κληρονομιά». Αποσπάσματα: «…Μολονότι προερχόμενοι από τους κόλπους της σκληροπυρηνικής Δεξιάς, οι πραξικοπηματίες συνέβαλαν τελικά στον πλήρη εκδημοκρατισμό της Δεξιάς και διαμέσου αυτής και της χώρας. Δίχως τον Απρίλιο του ’67 δεν θα είχε υπάρξει ο Ιούλιος του ’74. Δεύτερο, αν και επιχείρησαν να κρατήσουν την κοινωνία στάσιμη, να την παγώσουν δηλαδή, συνέβαλαν τελικά με έμμεσο τρόπο στον ραγδαίο αξιακό και πολιτισμικό εκσυγχρονισμό της… Παρά τις αυταρχικές πρακτικές του καθεστώτος, πολλές τέχνες άνθησαν και η νεολαία προσέγγισε μαζικά τα δυτικά πρότυπα διασκέδασης, κατανάλωσης και ζωής. Η κοινωνία του 1974 μικρή σχέση είχε με αυτή του 1964».

Από τα αποσπάσματα και μόνο υποθέτω πως κάποιος καταλαβαίνει την απολύτως διαφορετική προσέγγιση του φαινομένου της δικτατορίας. Η ουσιαστική διαφορά είναι πιστεύω σαφής: ο κ. Καλύβας θεωρεί πως η δικτατορία επιτάχυνε –«έστω και εμμέσως»- θετικές κοινωνικές εξελίξεις ενώ εγώ υποστηρίζω πως όχι μόνο τις καθυστέρησε αλλά και οπισθοχωρώντας δραματικά σε όλα τα πεδία (πολιτικό, κοινωνικό, πολιτιστικό) παρήγαγε στρεβλώσεις που έγιναν εμφανέστατες στη Μεταπολίτευση. Οι διαφορές όμως δεν περιορίζονται μόνον εκεί:

Είναι προφανές πως ο κ. Καλύβας επιχειρεί να «μιλήσει» για τη δικτατορία με ιδεολογικούς και όχι ιστορικούς –αν και ιστορικός- όρους. Στην ουσία εμποτίζοντας με «παραδοξότητες», που υπερβαίνουν ακόμη και το «ιστορικό» «What If …», την προβληματική του, ώστε ορισμένα και από τα –ορθά- συμπεράσματα του όπως η άμεση ή έμμεση αποδοχή της δικτατορίας από μεγάλα κοινωνικά στρώματα να επικαλύπτουν αυθαίρετες και ανιστορικές υποθέσεις του τύπου «Χωρίς το σοκ του Ιουλίου ’74 δύσκολα θα είχαμε την καθαρή λύση του πολιτειακού και τη νομιμοποίηση του ΚΚΕ το 1974».

Συμφωνούμε, λοιπόν με τον κ. Καλύβα πως «Η δικτατορία είναι σαν ένα από αυτά τα μεγάλα παλιά έπιπλα που δεσπόζουν σε ένα δωμάτιο τόσο πολύ που δεν τα παρατηρούμε ποτέ» και πως πρέπει, επιτέλους να το παρατηρήσουμε και να το εξετάσουμε. Διαφωνούμε ριζικά στο τι ρόλο έπαιξε αυτό το «έπιπλο»: γιατί άλλο να λέμε πως εντέλει «ομόρφηνε το χώρο» και άλλο πως τον «έπνιγε μέχρι ασφυξίας».

ΑΠΟ ΑΝΑΡΤΗΣΗ ΣΤΟ F/B