Του Γ. Λακόπουλου
Μπορεί ένα κόμμα που διεκδικεί την ανάληψη της εξουσίας να αντιμετωπίζει προβλήματα διακυβέρνησης προτού κυβερνήσει;
Μπορεί, αν είναι σαν τη ΝΔ, η οποία στην Ελλάδα του Τρίτου Μνημονίου προσπαθεί να πείσει ότι υπάρχει και άλλη πολιτική. Διαφορετική από αυτή που επιβάλουν οι συμβατικές υποχρεώσεις χώρας έναντι των δανειστών, οι οποίοι έχουν αναλάβει, με νόμους της ελληνικής Βουλής, το μάνατζμεντ της χώρας -στην οικονομία τουλάχιστον.
Προσπαθεί δηλαδή να πείσει δηλαδή ότι θα λάβει μέτρα πέρα -και σε αντιδιαστολή- με αυτά που επιβάλλουν οι δανειστές στο σημερινό οικονομικό επιτελείο -και ασκούν αυστηρό έλεγχο επί της εφαρμογής τους. Αυτή η προσπάθεια οδηγεί ήδη την αξιωματική αντιπολίτευση σε αυτοπαγίδευση.
Ας το δούμε αναλυτικά: Αν πάρουμε τοις μετρητοίς τη ΝΔ, η ενδεχόμενη επικράτησή της θα έχει μεταξύ των άλλων και ευνοϊκές συνέπειες στη φορολογία. “Μειώνουμε φόρους και εισφορές, απελευθερώνοντας πόρους προς όφελος της πραγματικής οικονομίας” επαναλαμβάνει ο Κυριάκος Μητσοτάκης.
Στις προγραμματικές ανακοινώσεις της ΝΔ, από τη Θεσσαλονίκη και εντεύθεν, αναφέρεται: “Ρυθμοί ανάπτυξης της τάξης του 4% από το 2018 και μετά και δημιουργία 120.000 θέσεων εργασίας ανά έτος. Μειώνεται μεσοσταθμικά ο ΕΝΦΙΑ κατά 30% εντός 2 ετών….Μειώνεται ο φορολογικός συντελεστής στα επιχειρηματικά κέρδη από το 29% στο 20% εντός δύο ετών”.
Εύκολο είναι να το λες. Το θέμα είναι πως το κάνεις όχι μόνο γιατί θα χαθούν έσοδα – προτού υπάρξουν προϋποθέσεις αναπλήρωσης – αλλά και γιατί η χώρα τελεί υπό διεθνή οικονομικό έλεγχο, που δεν θα αρθεί φυσικά επειδή θα κερδίσει η ΝΔ τις εκλογές.
Το “λεφτά υπάρχουν” του Κυριάκου
Προφανώς στο Μοσχάτο το ξέρουν και για να δώσουν επίφαση αξιοπιστίας στις υποσχέσεις τους προσέθεσαν και έναν στόχο που δεν είναι τίποτε περισσότερο από επιθυμία τους -και ταυτόχρονα άλλοθι για τις εξαγγελίες.
“Περιορισμός των στόχων του πρωτογενούς πλεονάσματος από το 2018 και μετά από το 3.5% στο 2%, ώστε να δημιουργηθεί δημοσιονομικός χώρος που με τη σειρά του θα στηρίξει την ανάπτυξη”.
Ωραίες κουβέντες. Αλλά αυτά δεν γίνονται δια νόμου, αλά Τσίπρα -που θα καταργούσε σε μια νύχτα το Μνημόνιο. Πρέπει να συμφωνούν και οι δανειστές. Και όλοι ξέρουν ότι δεν συμφωνούν. Αντίθετα με το τέλος της δεύτερης αξιολόγησης το πλεόνασμα του 3,5% θα θεσπιστεί επισήμως και θα αποτελεί συμβατική δέσμευση της χώρας. Μένει μόνο να οριστεί η διάρκειά του.
Αν δεν θεσπιστεί θα αποτελεί επιτυχία της κυβέρνησης, άρα θα είναι σε βάρος της ΝΔ. Επιπλέον αν γίνονται αυτά που λέει η αξιωματική αντιπολίτευση με τις φοροαπαλλαγές , γιατί να μην τα κάνει η σημερινή κυβέρνηση;
Συνεπώς, στη ΝΔ μάλλον τα έμπλεξαν και οι υποσχέσεις τινάζονται στον αέρα. Και σ’ αυτό οι… δημοσκοπήσεις δεν μπορούν να κάνουν τίποτε. Αργά η γρήγορα, οι εξαγγελίες για φοροαπαλλαγές -υπό προϋποθέσεις που δεν υπάρχουν- θα εκληφθούν ως το ιδιότυπο “λεφτά υπάρχουν” του Κυριάκου Μητσοτάκη και δεν θα έχουν πολιτική και κυρίως εκλογική αξία. Με ανειλημμένη υποχρέωση της χώρας για 3,5% πρωτογενή πλεονάσματα αυτά είναι αέρας κοπανιστός.
Τι μπορεί να κάνει σ’ αυτή την περίπτωση η ΝΔ καθώς χάνει το φιλέτο των εξαγγελιών της;
Το πρώτο που έκανε ήταν η …καταγγελία ότι η σημερινή κυβέρνηση “θα δεσμεύσει τη χώρα σε μεγάλα πρωτογενή πλεονάσματα”. Για να δημιουργήσει προβλήματα στην κυβέρνηση της ΝΔ – ακόμη δεν τον είδαμε Γιάννη τον φωνάξαμε. Λες και δεν είναι αυτή η δουλειά των κυβερνήσεων. Γίνεται κάθε φορά που αποφασίζουν να λένε ” δεν ρωτάμε και τους πιθανούς επόμενους”; Η κυβέρνηση Σαμαρά τα ίδια δεν έκανε; Και μήπως τις ίδιες ανοησίες για “δέσμευση”.
Υπόσχεση για Γαλάζιο 2015;
Αυτό δεν δουλεύει και γι’ αυτό το Νεοδημοκρατικά επιτελείο επιστράτευσε το ίδιο τον Κυριάκο Μητσοτάκη για να βρει μια δικαιολογία. Πράγματι ο πρόεδρος της ΝΔ, κατά την ομιλία του για τον προϋπολογισμό στη Βουλή,αφού επανέλαβε τις εξαγγελίες- είπε κάποια στιγμή.:
“Όταν οι δανειστές μας διαπιστώσουν τη συνέπεια και την αποφασιστικότητα μιας αποτελεσματικής Κυβέρνησης, θα στηρίξουν αυτήν την προσπάθεια. Δεν θα έχουν κανένα λόγο να επιμείνουν σε πρωτογενή πλεονάσματα της τάξης 3,5% που καμιά οικονομία στον κόσμο δεν μπορεί να επιτύχει για μεγάλο χρονικό διάστημα”.
Ουσιαστικά αναγνώρισε ότι αυτά που προβλέπει το πρόγραμμά του δεν γίνονται χωρίς την έγκριση των δανειστών και, εν προκειμένω, χωρίς να αλλάξει η συμφωνία που θα έχει ήδη προϋπάρξει. Ο συλλογισμός της ΝΔ είναι ένα περίτεχνο σόφισμα καθώς περιέχει και τη θέση και την αντίθεση.
Δεν αντέχονται τα πρωτογενή πλεονάσματα, αλλά επειδή θα υπάρξουν, τα περί μείωσης φορολογίας είναι φούμαρα. Ότι θα έλθει- αν έλθει- στην κυβέρνηση άλλο κόμμα από το σημερινό δεν συνιστά λόγο αλλαγής θέσεων από τους δανειστές. Εκτός αν πρόκειται να γίνουν αυστηρότεροι, λόγω απώλειας χρόνου.
Ο πρόεδρος της ΝΔ τα ξέρει αυτά, αλλά ποντάρει στον εαυτό του: “Αυτόν τον πρόσθετο δημοσιονομικό χώρο μπορεί να τον διεκδικήσει μόνο μια αξιόπιστη Κυβέρνηση. Η οποία θα υλοποιήσει με συνέπεια, αποφασιστικότητα και αποτελεσματικότητα ένα τολμηρό πρόγραμμα μεταρρυθμίσεων εθνικής ιδιοκτησίας. Μεταρρυθμίσεις που θα πηγαίνουν πέρα και πάνω από τις δεσμεύσεις που εσείς έχετε αναλάβει στο τρίτο πρόγραμμα”.
Δηλαδή θα κάνει μεταρρυθμίσεις πέρα από το Μνημόνιο- και ποιες άραγε; – για πάρει μείωση των πλεονασμάτων που θα του επιτρέψουν να μειώσει τη φορολογία; Σαν περίπλοκο δεν ακούγεται;
Ας πούμε πως, όταν θα γίνει πρωθυπουργός, δεν θα θέλει να πάρει τη σκυτάλη από εκεί που την άφησε ο Τσίπρας, όπως ο σημερινός πρωθυπουργός δεν ήθελε να την πάρει από εκεί που την άφησε ο Σαμαράς. Τι ακριβώς θα κάνει για να πετύχει το στόχο του; Θα δείξει ότι είναι αξιόπιστος, όπως λέει; Μα αυτό και να το κάνει, θα απαιτήσει χρόνο -δεν θα ισχύει εξ αρχής και, άρα, ποιες φοροαπαλλαγές;
Θα υιοθετήσει τις μεθόδους που δοκίμασε ο Τσίπρας το 2015; Το αποτέλεσμα το ξέρουμε: θα κάνει ζημιά, χωρίς να πάρει τίποτε. Εφόσον το πλεόνασμα θα μείνει στο 3,5% και οι μειώσεις φόρων και άλλα διηγήματα πάνε περίπατο.
Μια ιδέα θα ήταν να στηρίξει σήμερα τον Τσίπρα να το μειώσει για να το βρει όταν θα έλθει η σειρά του. Αλλά αυτά είναι ψιλά γράμματα στην εγχώρια πολιτική πρακτική. Ούτε ο Γ. Παπανδρέου το έκανε στο ασφαλιστικό με τον Καραμανλή, ούτε ο Σαμαράς στο πρώτο Μνημόνιο με τον Παπανδρέου, ούτε ο Τσίπρας στο δεύτερο Μνημόνιο με τον Σαμαρά. Χρειάζεται περίσσευμα πολιτικής σκέψης και οξυδέρκεια για να γίνει τώρα.