Του Ιωάννη Δαμίγου
Ξεγελούμε ο ένας τον άλλον, ενήλικες πια, πως αντιδρούμε σε φαινόμενα εκφυλισμού τάχα, που υπέβοσκαν πάντα και τρέφονταν στα κρυφά και φανερά, υποδεικνύοντας ανοχή και αδιαφορία μα όλοι μας, πως αυτά είναι περιορισμένα και αποτελούν εξαίρεση στον κανόνα. Και οι άλλοι εργάζονταν επιμελώς και με επιμονή. Ήρθε το πλήρωμα του χρόνου, οι εξαιρέσεις να μετατραπούν σε κανόνα, να γίνουν τρόπος ζωής, επιβίωσης για το σωστό, με τον πιο εκκωφαντικό τρόπο μάλιστα.
Η τέχνη πάντα πρωτοστατούσε και υπηρετούσε την ανάγκη της ανύψωσης του ταπεινού, της αλήθειας, ακόμη και της ουτοπίας για προσέγγιση. Και πάντα πλήρωνε το ακριβό τίμημα, του ανοίγματος της πόρτας για την φαντασία της πραγματικότητας, σαν έκφραση, σαν δρόμο ελευθερίας, του νου κυρίως. Καθοδηγώντας και συμπληρώνοντας την ελλιπή σκέψη, για λύσεις ανθρώπων και όχι από μηχανής θεών.
Νεκρή στο κρεβάτι του “πρέπει” της αδύναμης, κακοποιημένη και ματωμένη η ελπίδα από καιρούς, χωρίς κανείς να την αναζητήσει αν και όλοι την είχαν ανάγκη, λίγο πριν την τρέλα της απόγνωσης που αθόρυβα πλησίαζε. Με βαριές χαίνουσες πληγές, αλλά αθάνατη η τέχνη, η τέχνη της ζωής, άρα της αλήθειας, αυτή που ξεχώρισε τους ανθρώπους από τα υπόλοιπα ζώα, του τυχαίου.
Λογοκρίνεις άμοιρε την πεταλούδα, το τριαντάφυλλο, το φιλί και την ανάσα; Μικρή μουντζούρα, εξελιγμένο λάθος της φύσης, πρωτόγονα απαίδευτε και εξουσιαστή της αστείρευτης ανοησίας πρωτόζωου, έχεις, ωιμέ, και κρίση εικαστικού; Δεν έμαθες να ερμηνεύεις την θρησκεία σου, με το “Η δε γυνή να φοβείται τον άνδρα” όπου φοβείται σέβεται, αλλά εσύ κράτησες το φοβείται, μα και γιατί να σε σέβεται; Από την απέραντη αγάπη σου προς αυτήν; Η χριστιανοσύνη σου είναι η ίδια που απαξιώνει την γυναίκα, αυτή που την υποτιμά ακόμη και σαν μεταφορική συσκευή γέννησης ιδρυτού της. Προσβάλοντας την φύση, αλίμονο, για το θείο και όχι θεϊκό (μια και ερμηνεύεις κατά το δοκούν), της συνέχειας της ζωής, γυναικείο δώρο, ζηλευτό. Που το ευτελίζεις με κρίνο, κάστανο και παντόφλες, αγράμματε και ανεπίδεκτε μάθησης φανατικέ φασίστα (θα μου επιτρέψεις).
Η γυναίκα της σεξουαλικής πείνας σου, είναι αυτή που κατασκεύασες με φτιασίδια και αρώματα για την στιγμή της χρήσης συσκευής ηδονής. Αυτή των διαφημίσεων, που δεν ενοχλεί τους κριτές εικαστικών, τις γυναικείες οργανώσεις, τους πιστούς χριστιανούς ε; την γυναίκα πειρασμό. Η άλλη όμως, η εργαζόμενη μητέρα, που μαγειρεύει, που πλένει, που σιδερώνει και που σφουγγαρίζει, νεκρή στο κρεβάτι, στα ματωμένα σεντόνια που λέκιασαν με ροζ και κόκκινο χρώμα του αίματος την σημαία σου και προσβλήθηκες πατριώτη. Θα επέμβεις γιατί είσαι άνδρας και το κέφι σου θα κάνεις. Για μια τιμή ζεις, αντρίκια και μια πατρίδα κι ας έχεις ξεπέσει υπερήφανα σε φιλοδωρήματα ντροπής.
Γυναίκες νεκρές στα κρεβάτια τους, κορίτσια βιάζονται εκδιδόμενα και η Ελλάδα αργοπεθαίνει στο πεζοδρόμιο εξευτελισμένη άτεχνα.