Ντροπή και Δικαιοσύνη: Από τα Τέμπη ως το Ηθικό Όριο της Δημοκρατίας 

Του Απόστολου Λουλουδάκη 

«Η δικαιοσύνη είναι η πρώτη αρετή των κοινωνικών θεσμών, όπως η αλήθεια είναι της σκέψης.»

— Τζον Ρωλς, Θεωρία της Δικαιοσύνης

Υπάρχουν στιγμές όπου ένα κοινοβουλευτικό γεγονός ξεπερνά την πολιτική του βαρύτητα και μετατρέπεται σε ηθικό ορόσημο. Η απόρριψη από την ελληνική Βουλή της πρότασης της Μαρίας Καρυστιανού να παραπεμφθούν ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης και ο πρώην υπουργός Μεταφορών Κώστας Καραμανλής για κακούργημα σε σχέση με την τραγωδία των Τεμπών, αποτελεί ακριβώς μια τέτοια στιγμή.

Η τραγωδία των Τεμπών δεν είναι απλώς ένα δυστύχημα. Είναι ένα τραύμα εθνικό. Και όπως όλα τα μεγάλα τραύματα, έτσι κι αυτό απαιτεί δικαιοσύνη με ονοματεπώνυμα. Όμως η Βουλή απάντησε με σιωπή. Και η σιωπή αυτή γέννησε ντροπή.

Δεν είναι τυχαίο ότι ο Μαρξ συνέδεσε τη ντροπή με την επαναστατική συνείδηση. Το 1843, σε επιστολή του προς τον φιλόσοφο Άρνολντ Ρούγκε, γράφει τη διάσημη φράση:

«Scham ist schon Revolution»
(Η ντροπή είναι ήδη επανάσταση)

Γιατί τη γράφει; Ο Μαρξ, τότε νεαρός ακόμη, παρατηρεί τη βουβή απελπισία της Γερμανίας της εποχής — μια κοινωνία στάσιμη, πνιγμένη στην αυταρχική παράδοση, χωρίς ανοιχτό δρόμο για πολιτική αλλαγή. Αντί για ένοπλη εξέγερση, βλέπει ένα πιο βαθύ προμήνυμα αλλαγής: τη ντροπή ενός λαού που έχει αρχίσει να αντιλαμβάνεται την αδικία που βιώνει. Η ντροπή, για τον Μαρξ, είναι ο πρώτος ηθικός σπινθήρας που δείχνει ότι η κοινωνία δεν έχει ακόμη συνθηκολογήσει.

Στην περίπτωση της Ελλάδας του 2025, η ντροπή δεν γεννιέται από την αδυναμία, αλλά από την επίγνωση της συστημικής ατιμωρησίας. Γεννιέται όταν ένας ολόκληρος λαός βλέπει 57 νέους να χάνουν τη ζωή τους — και ένα πολιτικό σύστημα να προστατεύει τους εαυτούς του.

Η  Μαρία Καρυστιανού, εκτός κομματικών σχηματισμών, τόλμησε να φέρει το αυτονόητο: ότι η Δικαιοσύνη πρέπει να ερευνήσει το ενδεχόμενο ποινικών ευθυνών στα υψηλότερα κλιμάκια της εξουσίας. Όχι για λόγους θεάματος ή τιμωρητικής διάθεσης, αλλά για να αποκατασταθεί το ηθικό θεμέλιο της κοινωνίας. Η δήλωσή της, μετά την απόρριψη της πρότασής της, είναι πυκνή σε νόημα:

«Η απόφαση αυτή αποτελεί ντροπή για το πολιτικό σύστημα. Δεν ξεχνάμε. Δεν συμβιβαζόμαστε. Δεν φοβόμαστε.»

Η ντροπή, εδώ, παύει να είναι παθητικό συναίσθημα. Γίνεται πολιτική πράξη. 

Η πρόταση Καρυστιανού δεν ζητούσε εκδίκηση. Ζητούσε τη θεσμική αναγνώριση της αλήθειας: πως για 57 νεκρούς, δεν έφταιξε «το ανθρώπινο λάθος» γενικώς. Ζητούσε αυτό που ο Ρωλς θα αποκαλούσε «δίκαιη ευκαιρία στη δικαιοσύνη» — ένα σύστημα που δεν προστατεύει μερίδα προνομιούχων αλλά λογοδοτεί έναντι όλων.

Όταν οι θεσμοί δεν ελέγχουν τους ισχυρούς, όταν η λογοδοσία σταματάει στους υφιστάμενους και όχι στους εντολείς, τότε το κοινωνικό συμβόλαιο διαρρηγνύεται. Η αίσθηση της δικαιοσύνης χάνεται, και μαζί της και η εμπιστοσύνη στη δημοκρατία.

Η ντροπή, λοιπόν, που νιώθουν οι πολίτες σήμερα, δεν είναι ούτε συναισθηματική υπερβολή ούτε ρητορική πολυτέλεια. Είναι η απόδειξη ότι το ηθικό αισθητήριο της κοινωνίας παραμένει ενεργό. Και αυτή η ντροπή είναι, όπως έγραψε ο Μαρξ, η σιωπηλή δύναμη ενός λαού που συγκεντρώνεται πριν ξεσπάσει.

Δεν αρκεί να ντρεπόμαστε. Οφείλουμε να διεκδικήσουμε: αλήθεια, διαφάνεια, δικαιοσύνη.

Να οργανωθούμε ως πολίτες, νομικοί, δημοσιογράφοι, συγγενείς των θυμάτων, όχι για να πάρουμε τη θέση της Δικαιοσύνης, αλλά για να της δώσουμε ξανά φωνή.

Γιατί αν η Βουλή κωφεύει, ο λαός δεν μπορεί να σιωπά.

Η ντροπή ήταν η αρχή.

Η ευθύνη είναι τώρα δική μας.

Είναι η αρχή μιας απαίτησης: για αλήθεια, δικαιοσύνη, και θεσμική εντιμότητα.

Όχι για εκδίκηση, αλλά για αξιοπρέπεια.

Όχι για τα Τέμπη μόνο, αλλά για το μέλλον.

Γιατί όταν η Δικαιοσύνη λυγίζει μπροστά στην Εξουσία, τότε γεννιέται ντροπή συλλογική. Και τότε, όπως είπε ο Μαρξ, αυτή η ντροπή γίνεται η πρώτη σπίθα για ριζική αναθεώρηση του πολιτικού ήθους.

Υπάρχουν στιγμές στην πολιτική ιστορία ενός τόπου που η ηθική υπερέχει της νομικής τυπικότητας· που η αλήθεια δεν μετριέται με βάση την κοινοβουλευτική αριθμητική αλλά με τη φωνή της συνείδησης.