Οι ευρωεκλογές, η απουσία λαού και οι τάσεις της συγκυρίας

Toυ Νικόλα Σεβαστάκη

Η δημοκρατία δεν είναι νοητή δίχως υποκείμενα που επιτελούν κάποιες βασικές υποχρεώσεις.



ΣΤΟΝ ΣΧΟΛΙΑΣΜΟ ΤΩΝ ΕΥΡΩΕΚΛΟΓΩΝ 
(ή και των άλλων ειδών εκλογικής αναμέτρησης) έχει σημασία από πού αρχίζει κανείς· αν ξεκινάει από το ποσοστό αποχής ή από τη σύγκριση αποτελεσμάτων με προηγούμενες, αντίστοιχες εκλογές· αν επιμένει στο πόσο έχασε ο πρώτος ή πόσα κέρδισαν οι υπόλοιποι κι αν τελικά βλέπει το μεγάλο κάδρο (συνυπολογίζοντας εξελίξεις και σε άλλες χώρες) ή περιορίζεται στα της «εθνικής μας μοναξιάς».

Θα περιοριστώ εδώ σε όσα κρίνω πιο σημαντικά, γιατί νομίζω ότι φανερώνουν μια βαθιά τάση, μια πορεία στον χρόνο. Το πρώτο και κύριο είναι η απόσχιση ενός μεγάλου μέρους των πολιτών από την όλη διαδικασία. Όχι μόνο η στενή εκλογική αποχή της ίδιας της Κυριακής αλλά η συνολική αίσθηση που έδειχνε για πολλές βδομάδες ότι «όλο αυτό το πράγμα» δεν ενδιαφέρει, δεν προκαλεί συζητήσεις και κυλάει αδιάφορα. Πολλοί το είπαν υποτονικότητα, όμως είναι μια γενικότερη αποσύνδεση εκατοντάδων χιλιάδων από τη σκηνή της πολιτικής διαμάχης, των λεγόμενων διακυβεύσεων, των ιδεολογικών και συμβολικών διαξιφισμών που ερεθίζουν πια κάποιες χιλιάδες δημοσιογράφους, πολιτικούς απαράτσικους και ηλικιωμένους, καθηλωμένους στα ιστορικά και πολιτικά τους βιώματα.

Διαβάζω, βέβαια, και ακούω πολλούς που σχετικοποιούν τη σημασία της αποχής. Είναι, λένε, οι εκλογικοί κατάλογοι που δεν έχουν εκκαθαριστεί, η κούραση από τις πολλές εκλογικές αναμετρήσεις, τα καθημερινά βιοτικά προβλήματα, η ζέστη του καλοκαιριού κ.λπ. Αυτές, ωστόσο, οι δικαιολογίες, όσο κι αν έχουν το δικό τους μερίδιο αλήθειας, προσπερνούν το κρίσιμο: ότι η απόσχιση των πολιτών επιταχύνει και πολλαπλασιάζει τις νεοσυντηρητικές τάσεις που απλώνονται, με τον έναν ή τον άλλον τρόπο, σε όλες τις χώρες. Η αποχή συντηρεί και διευρύνει την αντίληψη που θέλει την πολιτική μια σφαίρα των ειδικών είτε κάποιων φιλόδοξων επιτυχημένων και νεόκοπων ινφλουένσερ που έχουν τα κοινά τους σαν κάποιες ειδικές ομάδες καταναλωτών ή groupies.

Όπως και σε άλλες χώρες της Ευρώπης, έτσι και στη δική μας ιδιαίτερη περίπτωση, οι ευρωεκλογές αναδεικνύουν φαινόμενα που δεν τα έχουμε ακόμα συνειδητοποιήσει. Για παράδειγμα, μέσα από ετερόδοξες και ακραίες δυνάμεις, η «κανονική» δεξιά θα ανανεώσει τις ελίτ και την κουρασμένη γλώσσα της, προσπαθώντας να ενσωματώσει σε αμοιβαία επωφελείς συμβιβασμούς τις πιο «λογικές» μερίδες τους (περίπτωση Μελόνι).

Στη δική μας περίπτωση, ας πούμε, η μεγάλη πτώση της Νέας Δημοκρατίας δεν συνδέεται με μια μετατόπιση εμπιστοσύνης σε κάποιον άλλον πόλο. Η διασπορά της διαμαρτυρίας σε εθνικιστικές-λαϊκιστικές δυνάμεις και πρόσωπα δεν πλήττει ουσιαστικά το μοντέλο πολιτικής κυριαρχίας του Κυριάκου Μητσοτάκη ή στην Ευρώπη το establishment της Φον ντερ Λάιεν. Αντιθέτως, όπως και στην άλλη Ευρώπη (ευτυχώς σε πολύ μικρότερη κλίμακα), η ενίσχυση των δεξιών εθνικιστών συλλειτουργεί κατά κάποιον τρόπο με τη συμβατική φιλελεύθερη και τεχνοκρατική ατζέντα. Προφανώς, η αντίθεση μεταξύ κοσμοπολίτικου εκσυγχρονιστικού τόξου και εθνικιστικού-συντηρητικού χώρου είναι πραγματική όπως και τα αμοιβαία συναισθήματα περιφρόνησης και αντιπάθειας ακραία. Ωστόσο, τόσο ο συμβατικός κεντροδεξιός όσο και ο εναλλακτικός δεξιο-εναλλακτικός αστερισμός ενισχύουν με τον τρόπο τους την αποστασία των πολλών, την αποφλοίωση του πολιτικού συστήματος, μια αδιάφορη αν όχι εχθρική στάση έναντι του ευρωπαϊκού οικοδομήματος.

Απόσχιση των πολλών, εκλογικές απώλειες για τις συμβατικές αστικές δυνάμεις, άνοδος για τις «εναλλακτικές» ή ταυτοτικές δεξιές είναι τελικά φαινόμενα που έχουν συνάφεια μεταξύ τους. Το ερώτημα είναι όμως γιατί ένας άλλος πόλος –σοσιαλιστικός, αριστερός, οικολογικός ή ό,τι άλλο– δεν μπορεί να σταθεί με αξιώσεις απέναντι σε συρρικνωμένες συμβατικές δεξιές ή στην ανοδική γοητεία των εθνικιστών. Το ερώτημα αφορά πολλές περιπτώσεις στην Ευρώπη, ενώ αποκτά πια δραματικό χαρακτήρα στη Γαλλία αλλά και στη Γερμανία, στην Ιταλία και αλλού. Υπάρχει πλέον σοβαρό ενδεχόμενο τα μοναδικά πολιτικά γεγονότα σε μια Ευρώπη της κόπωσης και της απόσχισης των πολλών να είναι οι περιπέτειες ακροδεξιών clean faces ή οι εσωτερικές ανασυνθέσεις της αστικής δεξιάς.

Η συνηθισμένη απάντηση για την αδυναμία της «κεντροαριστεράς» να υπάρξει ως πραγματική πολιτική δυναμική αναφέρεται στις περιστασιακές βλάβες των κομμάτων της ή στις προβληματικές ηγεσίες. Προφανώς, η εισπήδηση του κασσελακισμού στην ελληνική αριστερά, η αργοκίνητη και ελαφρώς παραδοσιαρχική εσάνς του ΠΑΣΟΚ, το πρόβλημα αυτόνομου στίγματος της Νέας Αριστεράς έχουν μεγάλη σημασία. Συνθέτουν μια εικόνα σχετικής στασιμότητας που δεν «απειλεί» τη Νέα Δημοκρατία, παρά τη μεγάλη πτώση της, παρά την αποστασία και δικού της εκλογικού κοινού.

Ειπώθηκε, μάλιστα, ότι η άθροιση των ποσοστών και η συνολική εξέταση των αποτελεσμάτων των «κεντροαριστερών» κομμάτων μετριάζει ή ισορροπεί την αίσθηση μιας μετατόπισης προς τα δεξιά. Αυτό όμως είναι καίριο λάθος. Γιατί αν και η Νέα Δημοκρατία έχασε εκατοντάδες χιλιάδες ψήφους, το «μητσοτακικό» σχέδιο συνεχίζει να εκφράζει πάντα μια υπαρκτή συμμαχία δυνάμεων, ατομικών φιλοδοξιών και προθέσεων. Είναι ένας συνασπισμός ευνοημένων μερίδων όχι μόνο στα ανώτερα στρώματα αλλά και σε ένα φάσμα ποικίλων δραστηριοτήτων που ενισχύονται τα τελευταία χρόνια. Παρά τα παράπονα ή τη δυσφορία για κάποια κυβερνητικά μέτρα «περιορισμού» και ελέγχου (POS, μέτρα για το Airbnb κ.λπ.), τα αντίστοιχα επωφελούμενα στρώματα δεν κατηύθυναν μαζικά την ψήφο τους κάπου αλλού και ίσως η δυσφορία τους (δυσφορία από τα δεξιά στην ουσία) εκφράστηκε μέσα στην κοίτη της αποχής. Αυτός ο συνασπισμός ιδιοκτητών, συνταξιούχων, startuppers και άλλων μερίδων είχε και συνεχίζει να έχει αναφορά στις αντιλήψεις και στα σχέδια αυτής της συγκεκριμένης κυβέρνησης.

Από την άλλη πλευρά, ωστόσο, δεν έχει συγκροτηθεί κάποια κοινωνική συμμαχία με πολιτικούς όρους. Ο «κασσελακισμός» είναι ένας υβριδικός λαϊκισμός με κεντροδεξιά και ασύντακτα αριστερο-λαϊκιστικά χαρακτηριστικά που απευθύνεται σε ένα κομμάτι δυσαρεστημένων της μεσαίας τάξης με υποσχέσεις μεγαλύτερης φορολογικής ασυλίας αλλά και στον πολιτικά απομακρυσμένο νεανικό κόσμο και σε μερίδες που αναζητούν κυρίως άμεση ανακούφιση από χαρισματικές/κυβερνητικές παρεμβάσεις. Ούτε η πασοκική μη λαϊκιστική κοινωνική κριτική ούτε η έντιμη και ιδεολογικά ευαίσθητη επίκληση της ανανεωτικής και ριζοσπαστικής αριστεράς φάνηκαν ικανές να συντονίσουν τις προσδοκίες ενός διαφορετικού συνασπισμού κοινωνικών δυνάμεων και επιθυμιών. Με άλλα λόγια, τον τόνο σε πολύ βασικά θέματα πολιτικής τον δίνει η φιλοκυβερνητική μερίδα, ακόμα και όταν υποχωρεί εκλογικά. Και όλα δείχνουν πως τα αποθέματα μιας μετατόπισης της κυβέρνησης σε πιο συντηρητικές κοινωνικές αξίες δεν θα αποξενώσουν κεντρώες και δυναμικές μερίδες, αν αυτές οι τελευταίες αισθάνονται ότι εκφράζονται περισσότερο και ωφελούνται καλύτερα από μια κυβέρνηση Μητσοτάκη.

Από την άλλη, υπάρχει η αδυναμία της αριστεράς και των οικολόγων να εκφράσουν συνασπισμούς παλαιών και σύγχρονων στρωμάτων, να εκπροσωπήσουν όσους/-ες είναι αντικείμενα υλικής εκμετάλλευσης και πολιτισμικής περιφρόνησης ή, έστω, όσους/-ες χάνουν από τη νέα κούρσα των κοινωνιών της αγοράς. Είναι μια αδυναμία που έχει επιμέρους εξηγήσεις, αλλά παραμένει και μυστηριώδης, στον βαθμό που έχουν δοκιμαστεί, κατά καιρούς, ποικίλες συνταγές από τον αριστερό λαϊκισμό, τον οικολογικό πραγματισμό και τη σοσιαλδημοκρατική θεσμική σοβαρότητα, πλην καμία δεν έχει δώσει λειτουργικές απαντήσεις διαρκείας στο πρόβλημα.

Υπάρχουν, τέλος, και οι κυνικοί που ισχυρίζονται πως όλα αυτά δεν έχουν καμία σημασία, πως οι ευρωεκλογές είναι ένα ακόμα πανηγύρι για μειοψηφίες πολιτικολογούντων και αναλύσεις σαν κι αυτήν εδώ. Τελειώνω εδώ, επιστρέφοντας στο πρώτο θέμα, που νομίζω ότι συνδέεται με αυτή την «αλήθεια» των κυνικών. Η απόσχιση των πολιτών –αποχή, αδιαφορία– φαίνεται να δικαιώνει δυστυχώς τους πικρούς χιουμορίστες. Ο λαός ή ένα μεγάλο μέρος του αφήνει κάποιους χιλιάδες να βράζουν στο ζουμί τους, μιλώντας για τις κρίσεις της δημοκρατίας, την αριστερά, την ακροδεξιά. Αυτή όμως η στάση πολλών συμπολιτών δεν είναι ανώδυνη ούτε δικαιολογείται πολιτικά. Η δημοκρατία δεν είναι νοητή δίχως υποκείμενα που επιτελούν κάποιες βασικές υποχρεώσεις. Τα ίδια υποκείμενα που τρώνε ώρα για να συμπληρώσουν χαρτιά για να αγοράσουν ένα νέο πακέτο κινητής δεν βρίσκουν λίγη ώρα από τη ζωή τους για μια ψηφοφορία. Αυτό δεν έχει κανένα κοινωνιολογικό ελαφρυντικό. Και δεν είναι δικαιολογία ούτε το τάχα τρολάρισμα των εκλογών, ούτε η τάχα παθητική διαμαρτυρία, ούτε η βαριά επισήμανση πως είναι οι «νεοφιλελεύθερες ελίτ»  αυτές οι οποίες μετατρέπουν τον λαό σε «παθητικό». Πολλές από τις ανησυχαστικές εξελίξεις στην Ευρώπη, όπως και στη δική μας χώρα, πατούν πάνω στο γεγονός ότι καμιά προοδευτική (αυτοπροσδιορισμένη ως τέτοια) δύναμη δεν έδωσε σημασία σε μια πολιτική κουλτούρα αρχών και αξιών για να «εκπαιδεύσει» τον λαό. Αρκούνται εδώ και χρόνια στην άθροιση κλαδικών αιτημάτων ή κοινωνικών θυμών, σε έναν οικονομισμό ή σε αγώνες δικαιωμάτων. Το τίμημα είναι μια ατροφική και τοξική πολιτική κουλτούρα, αδύναμη να αντιμετωπίσει τον στοιχειώδη δημαγωγικό εθνικισμό ή τον τεχνοκρατικό μεταρρυθμισμό που εμφανίζεται ως μοναδικός διαχειριστής των κοινών υποθέσεων.

Οι ευρωεκλογές, έστω και ως εκλογές «τρίτης τάξης» (άλλη ανοησία κι αυτή), αποκαλύπτουν λοιπόν πολλές πλευρές της δημοκρατικής παθολογίας. Το ράπισμα στην κυβέρνηση ή η συντήρηση δυνάμεων στην αντιπολίτευση δεν πρέπει να κρύψει το σημαντικότερο: ότι ένας βαθύς νεοσυντηρητισμός ενθαρρύνεται και απλώνεται είτε ως κοινωνικός κυνισμός και ατομικιστική αφασία, είτε ως προσφυγή στην εθνικιστική κοινοτοπία, είτε με ένα πολιτικό σύστημα που μαθαίνει να λειτουργεί με εξήντα τοις εκατό απέχοντες. Νομίζω ότι ένας άλλος συνασπισμός δυνάμεων θα υπάρξει πραγματικά όταν χτιστεί εμπιστοσύνη στην αξιοπρέπεια και τη δύναμη της πολιτικής.

ΑΠΟ ΤΗ LIFO